Να σου πάρω μια γλάστρα δώρο ή να στην πετάξω στο κεφάλι.
Κάπως έτσι σκέφτομαι και για μένα.
Τη βία δεν καταφέρνω ποτέ να την ξεφορτωθώ,
Όσα μάντρα κι αν γράψω, για να είμαι
Ευγενική με την εαυτή μου,
Τα βράδια,
Ειδικά αυτά του Αυγούστου,
Καθόμαστε μαζί στο μπαλκόνι.
Μου λέει χτύπα με
Της λέω χτύπα με εσύ
Μου λέει ευχαρίστως.
Το ανελέητο ξύλο του σέλφχέιτ,
Πιο σκληρό δεν έχω φάει.
Κάθε φορά βγαίνω ράκος.
Μπιτζάμα, καφές, δωδεκάμιση η ώρα,
Κλάμα, πείνα, άπλυτα δόντια,
Γιατί δεν έχεις πεθάνει ακόμα, τι κάνεις.
Όλα τα βιβλία που θα γράψω θέλω να τα αφιερώσω
Στις μέρες που είπα ότι θαναι οι τελευταίες μου.
Αν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο τις ώρες που
Κλαίω και σχεδιάζω το πώς,
Μάλλον θα είχα κάνει ωραία πράγματα,
Μπορεί να είχα βάψει ένα τοίχο,
Δεν ξέρω, να είχα κάνει κάτι σημαντικό,
Μπορεί να είχα μεταφράσει ένα βιβλίο,
Είναι σημαντικό αυτό; δεν ξέρω
Είναι δυο μέρες τώρα,
Ξυπνάω σοκαρισμένη που ξύπνησα.
Παίρνω μια φίλη,
Μου λέει και τι να κάνεις,
Να κάτσεις να σκάσεις;
Και πάνω εκεί που ηρεμώ σε θυμάμαι,
Και σκέφτομαι τι να κάνω, να σου στείλω λουλούδια
Ή ένα γράμμα ξεχεστήριο;
Όχι ότι έχει πολλή σημασία,
Απλά να, σταμάτησα λίγο να θέλω να πεθάνω
Και θύμωσα, και σε θυμήθηκα,
Και είπα να σου γράψω ένα ποίημα,
Κι ό,τι γίνει.
Ανώνυμο