Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Το σπίτι

Στον Μ. Σαχτούρη

Μπήκε απ΄το παράθυρο
Το κομμένο χέρι

Καλημέρισε
Τον ψευδό παπαγάλο
Με τα δεμένα χρυσά φτερά
Διέσχισε το πάτωμα
Με τα εξαγριωμένα φίδια
Ανέβηκε τι θλιμμένες σκάλες
Έσπρωξε από κάτω την άρνηση
Με τα ροζ τακούνια
Διέσχισε τον διάδρομο
Με τις αναμνήσεις
Πήδηξε την τάφρο
Με τις χαμένες νύχτες
Έγραψε τον κωδικό
"Μοναξιά"
Στο αγκάθινο λουκέτο
Σκαρφάλωσε στο
Βρεγμένο κρεβάτι
Σκούπισε τα δάκρυα
Της γυναίκας
Και την αγκάλιασε

Και η γυναίκα
Το έκοψε.

Κάρολος 

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Κάτι φωτεινό

ασθενικά λουλούδια
σε μαύρο πλαίσιο
χαώδη καλώδια
και ηλεκτρικοί άνθρωποι
ένα δωμάτιο
μουχλιασμένο από ερωτικά υγρά
και ρυάκια γλυκόλογων
ψιθυριστά φιλιά
καρφωμένα στους τοίχους
έκθεμα λαγνείας αγνώστου καλλιτέχνη
πλάτες παλάμες μωσαϊκό από
νεκρή φωσφορίζουσα σάρκα
στο άυλο πάτωμα
βλέμματα κρεμασμένα
απ' το ταβάνι
πολυέλαιοι άγρυπνων ματιών

ένα χέρι τρέχει στα μαλλιά μου
στο λαιμό μου
πνίγει
την πρώτη μου ανάσα
στο πρόσωπό μου
μουτζουρώνει
τη θύμηση

μια θάλασσα
η κρύα ελευθερία καθηλωτική
ένας ορίζοντας ιπτάμενος
ένας ήλιος ανήλεος και η
σκιά
σκιές
κάθοδος
δε φαίνομαι
τίποτα από εμένα δε φαίνεται
εξαϋλωμένη
υπάρχω μόνο
στα όνειρα του τελευταίου ζωντανού θεατή
κάτι τέτοιες νύχτες
θέλω κάθε κύτταρό μου να μπορούσε να αποσυντεθεί μόνο για να ξαναζήσω
άλλη
άγνωστη
ξένη

Γιολίνα Σταμούλη

Άτιτλο


Τα πρωινά που ο ήλιος τις άκρες της γης αρχίζει να γλείφει, αυτές τις ώρες με πιάνουν οι μεγαλύτερες τρέλες μου. Το κεφάλι μου σαν τροχός που κυλάει σε μια ατελείωτη κατηφόρα. Η παράνοια μου έχει αλλεπάλληλους οργασμούς και κορυφώσεις. Προσπαθώ όσο μπορώ να πυροβολώ τη φαντασία. Αλλά το κεφάλι μου πάλι τρυπάει ο δαίμονας Εαυτός.
Ως πότε; Το θάνατο έχω πάψει να φοβάμαι. Η ηθική μου είναι πλέον μια νεκρική ακολουθία. Αναβιώνω το παρελθόν, σκοτώνω το παρόν, και θάβω το μέλλον. Έτσι μεταλλαξα τη ζωή μου. Σε έναν υπόνομο σε ένα σοκάκι της πόλης. Εκεί που η λάσπη και η βρωμιά σμιγουν και τα ποντίκια βασιλεύουν. Ως πότε; Μη ρωτάς…

Φαντομάς


Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Η πόλη

Οι μνήμες της πόλης
ανατροφοδοτούνται
μα
είναι εκεί
στοιβαγμένες
σαν ψυχές
ζώσες
ξανά και ξανά·
ιστορίες ανθρώπων
γραμμένες
στους εκλιπόντες σοβάδες.

Αιωνία τους η μνήμη.

CitiZen

Μπρος και πίσω από την αυλαία


[Στο παρασκήνιο]
βλέπω ανθρώπους
κενούς
δίχως πρόσωπο
να περιπλανώνται
αφιονισμένοι
γυρεύοντας στα
ζοφηρά μονοπάτια
του μυαλού τους
τον αλλοτριωμένο
εαυτό τους

[Στο προσκήνιο]
η παράσταση ξεκίνησε
τώρα πια βλέπω
ανθρώπους
καλλωπισμένους
μασκαρεμένους
με μεταξωτά ενδύματα
και γυαλιστερά προσωπεία
να εκτίθενται
με ζήλο υπό το φώς
των προβολέων
μπροστά στα μάτια
της κοινής γνώμης
ερμηνεύοντας τους
κοινωνικά
αποδεκτούς
ρόλους

Αγγελική Σπανδωνίδου

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Οι γάτες στη γλάστρα

ζηλεύω τις δυο γάτες που κοιμούνται μες στη γλάστρα
δε νοιάζονται τι γίνεται και τι τις περιμένει
κι η άνοιξη που έφτασε πια καθυστερημένη
θα φέρει ένα βράδυ φορτωμένο χίλια άστρα

και γλείφουν τις πατούσες τους και τρώνε απ’ το δοχείο
τροφή που τους αφήσαμε με μπόλικη φροντίδα
κι από όλη την προσήλωση και την αγάπη που είδα
την πιο αγνή συνάντησα στα μάτια αυτών των δύο

και λιάζονται στον ίσκιο που τα φύλλα σχηματίζουν
και που και που στις γάμπες μας γυρνούν και ψάχνουν χάδια
μα μόλις τις αγγίξουμε τα χέρια μένουν άδεια
και φεύγουν λίγη ακόμη προσοχή να κατακτήσουν

Πελώριο κβάντο

Ληστές


Άνεμος. Φουρτούνα στα αιμάτινα νερά μου,ναυάγιο στι φλέβες μου.
Πνίγηκαν και οι ταξιδιάρηδες ελάχιστοι εαυτοί μου.
Έμεινα ακατοίκιτη.

Σκληρό το δέρμα,ανθεκτικό.
Πώς τρύπωσαν ξένα σώματα-διαρρήκτες,
και τώρα νοσώ ;

Ξένα σώματα.Διαρρήκτες.
Βρίσκουν χυμένες λέξεις
Σκοτωμένες λέξεις
Βουβές λέξεις
Μπερδεμένες ,κοφτερές και άσχημες
Και τις πετούν κάθε νύχτα στο μυαλό μου

Κρύβομαι,φεύγω.
Ποιοί είναι αυτοί εντός μου ,τι θέλουν
Με τιμωρούν,αναποδογυρίζουν τη σάρκα μου
Σκορπάνε το μέσα μου,γελάνε μαζί μου
Ντρέπομαι

Οι ποιητές των ονείρων μου.
Ποιός τους είπε
Να κάνουν εικόνες τις σιωπές μου
Με καταδικάζουν έτσι
πάντα
να μην μιλώ

Και αν με εγκαταλείψουν;
Οι ποιητές,αν με εγκαταλείψουν;

Ποιός ξένος πάλι
θα με παραβιάσει

Ποιός ξένος
θα νοικιάσει
το κορμί μου.

Λυκ.