Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Μια μαγική κιμωλία



Θα σου δώσω μια σκάλα και μια μαγική κιμωλία.
Θα ανέβουμε με την σκάλα αυτή ψηλά στα αστέρια.
Θα σου πιάσω το χέρι και θα στο κρατώ μέχρι να ενώσουμε όλα τα αστέρια του ουρανού, και ακόμα και τότε δεν θα στο αφήνω.
Θα σου γελάω και θα σου τραγουδάω, θα σε προστατεύω και θα σ΄αγαπάω, θα σε αγκαλιάζω και θα σε φιλάω.
Θα ξαπλώνουμε στα αστέρια αγκαλιά και θα ονειρευόμαστε.
Θα παρατείνουμε την ευτυχία μας για πάντα μακριά από όλα τα άσχημα, αρκεί να έχω εσένα και εσύ εμένα.
Θα παραμείνουμε για πάντα μέσα μας παιδιά που θα γελάνε με την καρδιά τους.
Μόνο έτσι θα έχει νόημα το παρελθόν το παρόν και το μέλλον…

Κ.

Το υφαντό των επιδιώξεων


Τα καλύτερα μάγια πάντα ψάλλονται από δύο,
έχουν γεύση από νεωτεριστικά άγχη και οράματα
πλαισιωμένη από μεταμοντέρνα όνειρα και φαντασιώσεις,
ενώ είναι πακεταρισμένα με τη μυρωδιά ενός ολόκληρου πλανήτη,
εκείνο το ταξίδι της σχεδίας σας μέσα στη λαίλαπα του κόσμου.

Δημιουργούνται χωρίς ραβδιά, αλλά με ποικιλόμορφους γεωμετρικούς ρυθμούς,
χρωμάτων, σχημάτων και ποιημάτων, που χορεύουν στο ρυθμό ενός ταγκό,
εκείνου που ξεκινάει σαν ραπ και αλλάζει συνέχεια μελωδίες,
αυτού που η μορφή του παραμένει μακρινό είδωλο κάθε νύχτας ξεχασμένης.

Και τα μισά σας ξόρκια θα αποτύχουν,
γυμνά καθώς πλέουν στο χείμαρρο της ανέχειας,
ρηχά μετουσιωμένα στον ορίζοντα σύμμεικτα όμως ατέρμονα με ουρανό και γη
σαν καρποί ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου που ξέχασες να ξεστολίσεις.

Και να σου ξανά το τσουκάλι στη φωτιά,
και μέσα του σε μια δίνη να γυρίζουν κομμάτια της καρδιάς σας,
σύμβολα και εικόνες του παρελθόντος, ισχνές αναζητήσεις του παρόντος,
συνήθειες και πάθη και γύρω τους ένας γαλαξίας ψυχών,
το υφαντό εκείνο, των επιδιώξεων της κοινής σας ανάσας.

Σπετσιώτης Κων/νος 

Τις Κυριακές


Ευτυχώς που υπάρχουν και οι Κυριακές
Για να έχω χρόνο να πίνω τον πρωινό καφέ μου
Παρέα με την σκιά σου,
Και να με φιλάνε οι αναμνήσεις στο μέτωπο για καλημέρα
Υστέρα να παίζει το τραγούδι σου στο ραδιόφωνο
Κυλάνε λίγα δάκρυα,
Και ως το βράδυ η μορφή σου έχει αρχίσει να τσαλακώνεται
Μοιάζεις μακρινός, και εγώ λίγο κουρασμένη
Θα έρθει αύριο η Δευτέρα να μου θυμίσει
Ότι η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στην δική μου

Κανένας

Λόγια που θα ήθελε να ακούσει


Μοιάζεις με δέντρο που ανθίζει μέσα στο φθινόπωρο
 Ο λαιμός σου είναι ο κορμός
 Kοιτώ τις γραμμές που είναι χαραγμένες πάνω του και υπολογίζω πόσα χρόνια αναπνέεις.
 Τα μάτια σου είναι φωτεινοί καρποί , δεν υπάρχουν όμως κλαδιά
αιωρείσαι , στήριγμά σου ή έλλειψη βαρύτητας και σοβαρότητας.
Τα μαλλιά σου είναι ο ήχος που ακούμε τα βράδια όταν το δάσος  ζωντανεύει  και ο κόσμος πάει για ύπνο
Αν κλείσω τα μάτια μου φοβάμαι πως θα έρθει η άνοιξη και θα πρέπει να περιμένω ένα καλοκαίρι για να ξαναφανείς
Έρχεσαι και φεύγεις,
χορεύεις, μοιάζεις σαν να είσαι σε ταινία
Αν σου έδινα ένα όνομα αυτό θα ήταν

Άγνωστο

Μπάνιο στη θάλασσα


Nα πάρουμε ένα ζευγάρι μας και να πάμε
Να πάμε μια φορά στη θάλασσα
Να πάρω εγώ έναν εαυτό μου
Να πάρεις κι εσύ ένα εγώ σου
Σε μία ακρογιαλιά
Κάτω από έναν ήλιο και από έναν ουρανό
Να φτιάξουμε μια αγκαλιά και να τους βάλουμε
Δύο σώματα γυμνά και δυο ανάσες
Και αν θα φύγουν τα εγώ, τα εσύ, οι εαυτοί, τα ζευγάρια και οι μάσκες, να τι θα μείνει
Ένας ήλιος, ένας ουρανός, μια θάλασσα, δύο σώματα, ένα σώμα, δύο σώματα, ένα σώμα
Και μια ανάσα

Ορφέας Διοσκουρίδης

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Άραγε



Αναρωτιέμαι ποια αγκαλιά
βαστάει την θλίψη σου απόψε
κι ακόμη περισσότερο
άμα θυμάσαι να ξυπνάς καμιά φορά
μες στη δική μου,
αν μας φτιάχνεις καφέ,
αν μαγειρεύουμε παρέα το μεσημέρι,
αν ενοχλούνται ακόμη
τα πνευμόνια σου απ’ τον καπνό μου,
αν συναντιόμαστε ποτέ στα όνειρα,
αν με σκέφτεσαι όποτε
ακούς το όνομα μου,
αν με θυμάσαι,
αν θυμάσαι.

κοδύσσεια

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Τα ξύλα


ξόδευα συνεχώς τα ξύλα μου για να σε ζεσθάνω.
εγώ αμάνικο
εσύ πουλόβερ.

μια μέρα γύρισα να σε κοιτάξω
άνοιξες το παράθυρο.
και έτρεξες αλλού
(μα εσύ κλείδωσες;)

από τότε σε αναζητώ
στη ζέστη
στο κρύο
δύο άκρα που ποτέ δε ταίριαξαν.

Θεοδώρα 

Άτιτλο

Φωτιά στο στέρνο,
κόμπος στο λαιμό,
συμπιεσμένα δάκρυα στα μάτια,
όλα έτοιμα να ξεχειλίσουν.
Μοναξιά, μοναξιά, μοναξιά,
όσο τη λες τόσο χάνει τη σημασία της,
και καταλήγει να ναι απλά μια εύηχη λέξη της ελληνικής γλώσσας,
και καταλήγεις να σαι μια εγκλωβισμένη ύπαρξη
ακροβατώντας στα όρια της έκρηξης και της κενότητας.

Εύα Κυριακάτη

Άτιτλο


Φορούσε τα ταξιδιάρικα παπούτσια του,
αυτά στων οποίων τις σόλες είχε γραφτεί ο κόσμος όλος
αυτά που τον πήγαν και τα πήγε παντού
μέχρι που άνοιξαν
και γίναν
σαν
αυτόν.

Radi Energeia

Θύμηση


Ο χρόνος κυλά
η απόσταση ίδια
η θύμησή σου
παραμένει εκεί
σαν σκιά
φωτισμένη από φως
που δε σβήνει ποτέ

Νώλ

Όχι πια ποιήματα

Νεκροί ποιητές
Πήραν σβάρνα τους δρόμους
Στο κεφάλι τους φύτρωσε στόμα
Και δεν κλείνει πια
Και ουρλιάζουν
Ουρλιάζουν
Ουρλιάζουν
Με στίχους γέμισαν τα τζάμια της πόλης
Μα ποιος διαβάζει πια
Τα ποιήματά τους ‘καναν λουλούδια
Τα χρυσά αγκάθια τους
Και τη γεμάτη αλήθεια μυρωδιά τους
Κανείς δεν ακουμπά
Κανείς δεν μυρίζει πια

Άλλωστε ποιος κατέχει ακόμη την κηπουρική

Στην αγορά ψέλνουν
Ποιήματα αγγελικά
Και άλλα στην κόλαση πλασμένα
Όμως κανείς δεν ακούει πια

Στο χώμα αίμα
Στο τσιμέντο αίμα
Στο νερό αίμα
Στο βήχα αίμα
Κανείς δε ανατριχιάζει πια

Πρεσβυωπία υπαρξιακή

Κανείς δεν άκουσε
Κανείς δεν είδε
Κανείς δεν ξέρει
Κανείς
Και ας ουρλιάζουν
Οι μάνες
               Η θάλασσα
                                  Οι ποιητές
                                                Και πότε πότε
                                                                           Εγώ

Κάρολος

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Reverie


Συμπληρώματα διατροφής.
Δε πρόλαβες να φέξεις κι όλο χάνεσαι.
Αναπληρωματικοί καφέδες.
Σε πρόφτασε μια προσταγή, κι όλο υποταγή τη δέχτηκες.
Γεμίζεις το κενό με θόρυβο.
Κι ένας τρίτος κόσμος μας χαστουκίζει.
Κι άλλο.
Φτάνει;
Κι άλλο.
Επικαλείσαι τη Francis.
Κάποιος να φταίει για τη χολή που προσκυνάς και καταπίνεις.
Μια στραβή ματιά στη πείνα δεν έβλαψε κανέναν.
Όσο πιο αδύνατη.
Η χαραμάδα ξέρει.
Μια αναπλήρωση έγινες κι εσύ.
Φτάνει.
Μια πνοή σου αρκεί. Να λες κι ευχαριστώ.
Κι αυτή σου δίνεται για τη συγγνώμη που χρωστάς.
Κι άλλο.
Όσο πιο αδύναμη.
Μέχρι να φαγωθείς ολόκληρη.
Να χαθείς.
Κι ίσως να φτάνει.

PhoeniciaO (Φοινίκη)

Άτιτλο

Καθώς δεν έχει χώρο
για ενθύμια
      αναθήματα
      σπονδές
Ουρλιάζει απαιτήσεις
ο παράδεισος

Χρύσα Πανταζή

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Φωτιά

Μουντή ξύλινη καλύβα στη μέση του πουθενά.
Έξω από τα σκεπάσματα πετάγομαι ξανά.
Ακόμη ένα λαμπρό και ανέμελο πρωί.
Ακόμη το μουδιασμένο σώμα μου ψάχνει διαφυγή.

Η υγρασία μέσα , διακριτική μα αισθητή.
Η ατμόσφαιρα έξω ζέστη και αισθησιακή.
Μαρμελάδα βύσσινο και ζεματιστό τσάι από φασκόμηλο.
Στρίβω έναν μπάφο και σκαλώνω στο παραθυρόφυλλο.

Το σπίτι έχει βυθιστεί σε έναν ωκεανό δυστυχίας.
Οι τοίχοι διαρκώς σε κατάσταση λογομαχίας.
Πονάω και αυτό αντανακλάται σε κάθε μοναχική γωνία.
Μαραζώνω καθώς όλα γκρεμίζονται με τόση μανία.

Θέλω να δραπετεύσω από το έρεβος.
Μήτε κυκλώνες ,μήτε θόρυβος.
Υποτίθεται ότι μετακόμισα εδώ για να αποφύγω το πλήθος.
Που είσαι; Μάλλον ξέχασες ποιανού είσαι ο πολύτιμος λίθος.

Γιατί στα στάχυα γύρω μου πρόσωπα ξεπροβάλουν;
Θα είναι οι φαντασίες μου που με αποτυγχάνουν.
Φυτρώνουν απορίες, ζαλίζομαι, εξασθενώ.
Ένας απειλητικός λαβύρινθος,πως βρέθηκα εδώ;

Κακό πράγμα οι ανασφάλειες , πάσσαλοι που καρφώνουν.
Μάταια ξεγελιέμαι , τα βλέμματα με θολώνουν.
Ανείπωτα λόγια και σκιές, καμία σαφήνεια.
Την όψη σου αναζητώ σε ονειρική ευκρίνεια.

Όλη μου η ζωή φαντάζε τιμωρία.
Δεν είναι και παράλογο να ψάχνω σωτηρία.
Πλησιάζουν οι επικριτές, με βάζουν στην αγχόνη.
Κλαίω καθώς βλέπω την πτώση μου από ετούτο το βαγόνι.

Εγω το μόνο που'θελα ήταν να γίνω άνθος.
Να ξεχωρίσω εκεί που το μίσος έγινε βάλτος.
Δυσοίωνες κραυγές, ζητούν την καταδίκη.
Ποιος ξέρει καθημερινά ,σε ποιον προκαλούν φρίκη.

Σε ποιον μονίμως εξαπολύουν κατηγορίες.
Ποιος αβλαβής ανέχεται αυτές τις κτηνωδίες.
Μα όλοι οι φόβοι μου θα έρθουν να με σώσουν.
Θα λύσουν κάθε κόμπο,θα με ελευθερώσουν.

Και ξαφνικά το σώμα μου στις φλόγες θα τυλιχτεί.
Ο κόσμος δεν αντέχεται ,η ελπίδα λιγοστή.
Θα αφαιρέσω τα κουρέλια μου, θα σε βρω ξανά.
Εφόσον έξω από εμάς το ψύχος κυνηγά,θα χωθώ μέσα στη φωτιά.

Narchrissus

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ζημιά



Τις προάλλες όπως καθόμουν στην πολυθρόνα,
Μπήκε η γάτα μου απ’ το παράθυρο και με ρώτησε:
-Που το βρήκες αυτό το φως;
-Βυθίστηκα βαθιά μες στο σκοτάδι της είπα,
κι έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή.
Όταν τα άνοιξα δεν υπήρχε ούτε γάτα,
 Ούτε παράθυρο.

ødy