Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο

ο άνθρωπος ο Άλλος / σαν την υγρασία / λίγο λίγο κι αργά / εισχωρεί / εντοιχίζεται / εντοπίζεται / στο δέρμα / στα σπλάχνα / στο μέσα έρεβος / και ξαναπαίρνει εκεί τη μορφή της καταιγίδας

Σταμάτης Παρασκευάς

Ο


Λείπεις.
Και δε σε αντίκρισα.
Λείπει η μνήμη της μορφής σου.
Τερματισμός.
Έκοψες με δυο παλμούς το ράμμα.
Φοβάμαι.
Η λήθη της ύπαρξης.
Αοριστία των αισθήσεων.
Δεν πρόλαβες.
Λείπεις.

Λείπεις.
Μελανό διάφανο.
Ασφυκτικές ντουλάπες χτυπούν να ονειρευτείς.
Οφειλόμενες συναντήσεις.
Ανεξόφλητη προωρότητα.
Θυμώνω.
Ψέματα στους σπόρους πως μπορεί να βρέξει.
Κοιμάμαι.
Θυμάμαι.
Λείπεις.

Λείπεις.
Σε αγνοώ.
Είσαι.
Άλογη έλλειψη.
Βρέχει.
Καύσιμο.
Σωπαίνει η σιγή;
Μουχλιασμένα πορτοκάλια.
Με χτυπούν φιλικά στον ώμο.
Η μυρωδιά σου.
Συμπύκνωση σε οφθαλμικό απόσταγμα.
Κλότσησα μια μπάλα.
Ακόμα να χαθείς.
Γύρισαν τα χέρια μου κι άνοιξαν τη γη.
Φύλαξα το χώμα απ' τα παπούτσια σου.
Χάνεσαι.
Δε μαζεύεται όλη η σκόνη και το φως που αναστάτωνες.
Λείπεις.

Phoenicia O (Φοινίκη)

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Φουτουροαναμέτρηση



Σας είδα!
Όσα είχα έδωσα
Μα θα δώσω κι'άλλο
Και με όλη τη θέληση
Θέλω να δώ υποψία
Δισυπόστατη άγνοια
Μελλοντική έγνοια
Κι'ας είναι ολα ευάλωτα.
Προσεγγίστε με.Το χρειάζομαι.
Διότι μένω πάλι μοναχός μου.
Και για να νικήσω τον εαυτό μου
Θέλω πρώτα να κουφαθώ.
Κι αν φτάσω έτσι,μόνος
Τα ανθρώπινα λουτρά
Θα έχουν να κάνουν με το μυαλό.

Βλέαγρίμος

Αφιέρωση


Νοµίζετε παλιές µου αγάπες
ότι για σας τα γράφω τα ποιήµατα.
Πολύ θα το ’θελα κι εγώ.

Έλα όµως, που τα γράφω για ένα Τέρας
που ’χει τα ωραία σας κεφάλια
στον αειθαλή του το λαιµό.

(Και µεταξύ µας, ούτε ποιήµατα τα λες.
Κάτι σαν εσωτερική αποµαγνητοφώνηση,
µ’ ένα στυλό που θα ’θελε πολύ να ’ναι διαρκείας)

Μιράντα Παπαδοπούλου

Ο κρύος φθόνος της πορφύρας του Werlhof


κάποιοι στο τέλος οδηγήθηκαν στα άσυλα
και άλλοι έφτασαν ως την αυτοκτονία

εσύ έκανες μία βδομάδα πυρετό
κι ούτε που φώναξες γιατρό

και έτσι με ξεπέρασες
σαν παιδική ασθένεια
[κι από τις ελαφρές]






ποτέ δεν πίστευα ότι στην ηλικία μου
θα ζήλευα τις μαγουλάδες


Αιμόφιλος Τ. Ινφλουέντζας

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Άτιτλο



Είναι, ξέρεις, κάτι νύχτες ολίγον τι επικίνδυνες
Τυλίγουνε σα φίδι γύρω απ᾽ το λαιμό
Τον έναστρο ουρανό, του σκότους το άπειρο
Έρπον τυφλά και βάλον δηλητήριο
Ήττα ο πνιγμός αυτός αιώνια
Κι η ασφυξία άθελά της τόσο λαίμαργη

Είναι και κάτι νύχτες που γίνονται πρωινά
Δίχως να κλείσει ούτ᾽ ένα βλέφαρο
Μα όσο τον ήλιο προσπαθείς να ξεγελάσεις
Τον εαυτό σου, φως μου, θα προδίδεις
Δεν ανατέλλει πια καμιά Σελήνη
Ο αλλοτινός στις χίμαιρές σου σύμμαχος

Και τότε ποιο θεωρείς ως πιο επίφοβο
Τ᾽ όνειρο εκείνο που κάνεις ξυπνητός
Με γνώση ολική του απωθημένου σου
Ή διάτρητη σκιά ονείρου ανύπαρκτου
Που σ᾽οδηγεί όσο υπνοβατείς
Μα εσύ αγνοείς πως στο κενό σε παρασύρει

Νάρκωση ολική τώρα η ζωή μας
Ενέσεις ψευδαισθήσεων τα ποιήματά μας
Παιδιά της στείρας έμπνευσης που σ´ έφερε ως εδώ
Απόπειρες ζωής αμώμου σύλληψης

Μαίριλυ Βλόντζου 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

αέρωτας



από ψηλά με κοιτάς, πέφτεις στα μάτια μου, μέσα στα μάτια μου κολυμπάς, μια στιγμή ξεγλιστράς, βουτάς προς τα έξω, κολλάς στις βλεφαρίδες, σε ανεβοκατεβάζουν πικ-ποπ-πι πω σε τινάζουν, δευτερόλεπτα στον αέρα, ανάσες συο στον αρρρ α αά άα ααέρα, τώρα πέφτεις, στέκεσαι στην παλάμη που ανοίγω, στέκεσαι, την κλείνω, πιέζω, σε σφίγγω, σε λιώνω, σε στίβω, υγρό σε ρουφάω, καταπίνω, φυσάω, σε εξατμίζω

-ας σημειώνεται στα πρόχειρα γραμμή τρόλεϊ 11-

Άγγελος κυρίου

Απρόβλεπτο


Βιδώνω διάφορα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι
για να μπορώ να τα μετράω όποτε θέλω
Προσπαθώ να αντιληφθώ προς τα πού κυλάει ο χρόνος
ακινητοποιώντας με, προσωρινά
Σ αυτή τη στάση αδράνειας
κάθε δευτερόλεπτο γίνεται πυκνός, μαύρος αέρας
για να κρυφτεί από τις ακτινογραφίες
που φωτίζουν κάθε τόσο
τα σημεία του σώματός μου,
στα οποία η απώλεια του παρελθόντος
έχει συσσωρευτεί
αυξάνοντας την τριχοφυΐα
Κατά τη διάρκεια αυτής της φωταψίας
βρίσκομαι πάντα,
να κλωσάω την πέτρα που πέφτει απ την καρδιά μου
Ίσως, στην άλλη γωνία
οι άνθρωποι να αναπαλαιώνουν τα χάδια τους
ψεκάζοντας τις παλάμες τους
με σκόνη από παλιά βινύλια
Ίσως, στην άλλη γωνία
ο χρόνος να πειθαρχεί στα βίτσια
Ίσως, στην άλλη γωνία
η υπερβολή να έχει ενσωματωθεί στις παραπομπές
για τις γεμάτες άσπρο, διαβρωτικό
σπέρμα ιεροεξεταστών κλεψύδρες
που μετρούσαν το χρόνο σε ευθείες
Εδώ όμως,
στις φθαρμένες μου ωοθήκες,
αναρριχώνται βερίκοκα
τυλιγμένα σε δέρμα αλόγων εβδομήντα ενός ετών
παρενοχλώντας την αναπαραγωγική τους διάθεση
Βγάζουν ερωτικές κραυγές
παραμορφώνοντας τον αντικατοπτρισμό του μέλλοντος
κι έτσι κάπως ανάλαφρα
αποθηκεύω τελικά
το απρόβλεπτο

Αndie Αndie

Το βέλος


Έλα να παίξουμε. Εσύ θα μου ξεκουμπώνεις ένα ένα τα κουμπιά κι εγώ θα σου λέω από ένα όνειρο για το καθένα. Γυμνή η πλάτη μου, θα δεις, σχηματίζει ένα τόξο. Αλύγιστο. Όταν μπορέσεις, σκάλισε μου, σε παρακαλώ, ένα βέλος.

Δανάη Σιώζιου

Με έδιωξε τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη


Με έδιωξε τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη
Για την ακρίβεια
με έδιωξε τη νύχτα που τη δάγκωσα στην ήβη
Και γω
γύρισα αμέσως σπίτι
το συνειδητοποίησα
πήρα στυλό
και έγραψα αυτό
Με έδιωξε σήμερα
τη μέρα που τη δάγκωσα στην ήβη

Τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε
Μου ζήτησε συγνώμη για τελευταία φορά
και με αποχαιρέτησε
Ο σουρεαλισμός δεν ήταν ποτέ ανώδυνος

Απόψε πάντως θέλω να μεθύσω
Μα πάνω απ’ όλα θέλω να με θέλει
Οι γιατροί δεν ήταν πολύ ενθαρρυντικοί
Θέλω να σκίσω τα χαρτιά τους
Τα ρούχα
τις αφίσες
τα πτυχία
Όταν έφτασα σπίτι ηχογράφησα τις φωνές και τα κλάματα μου
Προσεχώς

Πόσες φορές φαίνεται η ζωή να μην έχει ουσία
και –αλήθεια- πόσες φορές νιώθεις ότι την έχεις πιάσει
ότι είσαι έτοιμη να τη ζήσεις μέχρι τα μπούνια;
Πόσες διαφορετικές αλήθειες στο πρόσωπό σου;
Συγνώμη που ζητάω εξηγήσεις
απλά καταλαβαίνεις
τώρα που έχω λεφτά είμαι πιο άνετος
Σιχαίνομαι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα γι’ αυτό
από σήμερα μόνο οι φαντασιώσεις μου θα με εξιτάρουν
και αυτά τα μικρά γράμματα που μου αφήνεις
Θα τα δημοσιεύσω όλα μια μέρα
στην πιο τρομαχτική συλλογή που είδες ποτέ
(Παρόλο που μ’ έδιωξες
δε θέλω να σ’ εκδικηθώ)
Ψιθυριστά η παρένθεση
Θα μπορούσα να σου γράφω για ώρες
κι ας σε ξέρω τόσο λίγο
αλλά ακριβώς επειδή και συ με ξέρεις τόσο λίγο
δε θα καταλάβαινες τίποτα
Αφού δεν κατάφερα εγώ να συναντήσω τα μαθηματικά
γιατί να το κάνει η ποίησή μου
Όχι
όχι σήμερα
Σήμερα χτίζουμε γέφυρες απ’ τη θεωρία στην πράξη
Πίσω στη δουλειά

Στέλιος Σιμιδάκης

Άτιτλο


Θα το βρούμε το νόημα
κάποια στιγμή
Θα σταματήσει να απασχολεί
το μυαλό μας
Δεν θα σκοτιζόμαστε για τίποτε πια
Θα βγούμε με μάτια
καθαρά να κοιτάξουμε τον ήλιο
Θα βγούμε γυμνοί έξω
να βουτήξουμε σε μια θάλασσα
Τα πρώτα χέρια που θα ακουμπήσουμε
θα είναι απαλά και ζεστά
Θα νιώσουμε την τεράστια δύναμη
της αγνής αγάπης
Θα κοιταχτούμε στα μάτια
και το βλέμμα δεν θα φύγει
Θα μείνει καρφωμένο στα άλλα μάτια
Θα ξαπλώσουμε στην γη
Θα κοιτάξουμε τα αστέρια
Θα χαθούμε στο χάος τους
Τα ξημερώματα θα απολαύσουμε ξεκούραστοι
τα πουλιά που ξυπνούν το ένα το άλλο
Με το πρώτο φως του ήλιου
θα αντικρίσουμε τον έρωτα
Τον έρωτα τον πρώτο μας
τον αληθινό
Αυτόν που συναντήσαμε στο παρελθόν ή δεν συναντήσαμε ακόμα ποτέ
Θα φιληθούμε
Θα ενωθούμε και θα αγαπηθούμε
Θα αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον
Ο ένας τα χρώματα του άλλου
Ο ένας τους ήχους του άλλου
Ο ένας την μυρωδιά του άλλου
Ο ένας το είναι του άλλου
Θα αγαπήσουμε την ύπαρξη
του καθενός
είτε φίλου είτε ανθρώπου που δεν είναι ακόμα φίλος
Θα πεθάνουμε ήσυχοι
ήρεμοι
Θα πεθάνουμε όμορφα
Και ο θάνατος μας θα είναι γιορτή
Οι ζωντανοί δεν θα κλαίνε για τον θάνατο μας
Ο θάνατος μας θα είναι γιορτή
Για την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής
Για το φτάξιμο στο τέλος
Για το τέρμα
Για να σημάνει την έναρξη μιας νέας εποχής
Μιας νέας ζωής

Μιχάλης Τακτικάκης

Ρομαντζάδες


Με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες σήμερα.
Εκτύπωσα εκείνη την ωραία αντισυμβατική Αμελί που βρήκα.
Της πήρα και κορνίζα.
Πήρα κι ένα καρτ ποστάλ της Θεσσαλονίκης από παλιά.
Αυτά τα ασπρόμαυρα που για κάποιο λόγο έχουν τη λεζάντα και στα γαλλικά.
Ξέρει κανείς τον λόγο;
Πήρα και κασέτες.
Άδειες.
Δύο.
Γιατί το ραδιο-κασετο-σιντόφωνό μου λειτουργεί ακόμα κανονικότατα.
Και παίζει κασέτες κανονικότατα.
Και τώρα που όλο μου το σπίτι είναι ένα δωμάτιο
και μπορώ να ακούω όλη μέρα ραδιόφωνο,
μπορώ να γράφω και κασέτες, όπως παλιά.
Πήρα δύο.
Με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες.
Απ' αυτές που σε κάνουν να κάθεσαι σ' ένα μπαρ και να γράφεις
και να σκέφτεσαι εκείνον τον γνωστό σου που σ' έλεγε
"αυτή που διαβάζει στα μπαρ",
να σκέφτεσαι γράμματα και καρτ ποστάλ και κασέτες.
Νέβερμάιντ.
Σήμερα με πιάσαν κάτι ρομαντζάδες.

Στεφανία Ιναρτάκ

Άτιτλο


«Είναι πολύ ενοχλητικός αυτός ο μικρός» είπε.
Τα σκυλιά είναι αμφισεξουαλικά, σκέφτηκα και τα έκανα χάζι όταν αλληλοέγλυφαν τα αυτιά τους.
«Πολύ πρόστυχο σκυλί, πολύ πρόστυχο» είπε και ωρυόταν να γυρίσει ο μικρός στο κρεβάτι του με αυτή τη γεροντίστικη φωνή που βρωμάει κατινιά και τσιγαρίλα.
Οι τοίχοι κίτρινοι, χαλασμένοι σωλήνες, υγρασία, καπνός.
Σάπιοι άνθρωποι σάπια σπίτια.
«Πολύ ενοχλητικός, Μίκυ γρήγορα σπίτι σου" ούρλιαξε.
Βρωμάνε οι σαρδέλες και τα καμένα καφεδάκια και αυτή η γεωργιανή που έχουν μέσα με το πρόστυχο βάψιμο μου φέρνει αναγούλα, ξέρει λέει να παίζει τη σονάτα του σεληνοφώτος.
Μη τυχόν και κάτσει κάνεις διπλά μου. Να χτυπούν τα χείλη τους σαν καμηλοπαρδάλεις και να βουτούν τα κίτρινα νύχια τους μέσα στη λαδωμένη σαλάτα, σκέφτηκα.
"Μίκυ θα σου σπάσω το κεφάλι" ούρλιαξε και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα της.

Κατερίνα Καδάλο

Κέχρινο ημερολόγιο


Το δέρμα σου,
μυρωδιά κομμένου χορταριού
το Αυγουστιάτικο μεσημέρι.
Φοράς μια υποψία
αμέγαλης αθωότητας
σαν το μαγιάτικο δείλι
που τα βλέφαρα του Ήλιου
θαρρείς αργούν να σφαλίσουν.
Και η αυπνία του αυτή
ξυπνά μια στεγνή εφηβεία.
Σαν του Νοέμβρη
το κερί που τελειώνει
κι η φλόγα του θυμάται
για σένα... περιμένει...
Να σε σβήσει αυτή...

Nave

Ιδανικός κι ανάξιος αυτόχειρ


Σου περίσσεψαν οι στίχοι, αγάπη μου,
κι οι λέξεις εκπυρσοκρότησαν επάνω μου
όλο το τίποτα της ποίησης.
Ο έσω καθρέφτης θάμπωσε,
από κάτι αναερόβιες αναπνοές,
κι ύστερα ράγισε από τη βίαιη στίξη.
Τα γράμματα στριμώχτηκαν στο περιθώριο
εξοβελίζοντας το αύριο απ τη φτηνή μαρκίζα του σήμερα,
την ώρα που το μολύβι
τσάκιζε τη μοίρα μας
απ τα κατάστιχά σου.
Το τελευταίο αίμα πάγωσε
στα κόκαλα της μνήμης,
καθώς η αντηλιά δολοφονούσε
την πιο ισχνή σκιά σου.
Τώρα πουκάμισο αδειανό,
βολεύεις με τα μέτρα σου το μνήμα
τη στάχτη αναδεύεις συνεχώς
μα είναι πια απόρθητο της λύτρωσης το ποίημα.

Ματίνα Τσιμοπούλου

Δε με ξέρεις καλά


Δε με ξέρεις καλά.
Στα όνειρό μου είμαι σούπερ ήρωας
Περνάω τις νύχτες στο ντιβάνι με τον Φρόυντ
ή στην πλατεία Χρηματιστηρίου.
Βρέχω συχνά το μαξιλάρι μου
και τρέφομαι με happy end.
Γίνομαι Ρομπέν των Δασών και Μητέρα Τερέζα,
ενώ βαθιά μέσα μου,
θα θελα να μαδάω επιστολές
ως άλλη
σύγχρονη
Φερμίνα Δάσα.

Ματίνα Τσιμοπούλου

Εγώ


Ένα ανέστιο,
κατακερματισμένο σώμα
παρατηρεί στον καθρέφτη
ανθρώπους που μιλούν
που τρώνε
που μυρίζουν
που σκέφτονται
που γδύνονται
που τρίζουν
που χάνονται
που κλέβουν
που χορεύουν
που αγκαλιάζονται
που εισπνέουν
που χαϊδεύονται
που γελάνε
μονάχοι
Τη δέκατη ένατη νύχτα
τυλίγεται με χιλιάδες αντικατοπτρισμούς
υψώνεται σ΄ ένα ζευγάρι ροζ κοθόρνους
και φυγαδεύει ένα-ένα τα μέλη του
μέσα στο λυτό σκοτάδι
Περπατάει δίπλα σε γυμνούς νέους
προσπαθώντας να βγει απ΄την απελπισία της φαντασίας του
Μα οι σπίθες που βγαίνουν απ΄τα μάτια τους
δεν αρκούν για να το φωτίσουν
και χωρίς το φως δεν έχει μορφή
χωρίς το φως
δε μπορεί να εντοπίσει το εγώ του

Andie Andie

Το παλαιό φυτό που φέρνει χιόνι


Αν παλαιό φυτό, φέρνει ένα χιόνι
αν οριζόντια ξαπλωμένοι αγωνιστές
έτσι, αν ζήσομε για πάντα μόνοι
αν θα δουλεύομε τις αυριανές ψυχές
«Θάνατε, θάνατε!» λέει, «θα ‘χει λίγη μοιρολατρία»
όμως να σας ειπώ, να σας μιλήσω, τα λόγια του
«έχουμε εύθυμες γιορτές και‘λευθερία»
πίνε εμένα σταυρωμένος να ξυπνήσω, την μιλιά του
έλα και συ ζωή, να μου πεις δυο λόγια
μήπως και αρχίσω να ζω, τα σωθικά της να δειπνήσω
και τρώγοντας έρχονται ακόμη δυο, ξέμπαρκα μοιρολόγια
Μα μη ψεύδεστε συγχωριανοί
κι αφορισμένοι άγγελοι
έρχονται απόκληροι καιροί
καιροί που ζέουνε οι τρελοί

Άγγελος Ηλιάδης

Μέρα


Η επόμενη μέρα ήρθε
Όμως έμοιαζε όμοια
Έμοιαζε όπως εσύ
όταν ξυπνάς
Και όταν δε γνωρίζω τι νιώθεις,
τι σκέφτεσαι ή τι είναι αυτό που θες
Δε θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω
την οποιαδήποτε επόμενη μέρα
Μα για πάντα θα κρατώ,
τις εικόνες που μου χάρισες.
Θα τις θυμάμαι στο πέρας
της κάθε μέρας
Ώσπου να μπουν σε μια σειρά
και να φτάσουν την τελευταία
Που θα γνωρίζω, πως είμαι χαμένος
και εσύ ο σκοπός

Λυσίμαχος Τίγκας

Το σαλόνι


Στο σαλόνι μου νομίζω πως μια νύχτα τρελάθηκα.
Ίσως να με πείραξε το κονιάκ. Ένιωσα το παρελθόν μου τεμαχισμένο δεκαεννιά φορές να με τσιμπά και να με γδέρνει στη πλάτη. "Άπληστη σκύλα μάνα" μου φώναζε.
Κρύφτηκα κάτω από το γραφείο, έντρομη το έβλεπα να πλησιάζει.
Παίρνω φόρα και σκαρφαλώνω στη βιβλιοθήκη,μου ρίχνω πέντε χαστούκια και σταυροκοπιέμαι.Η ματωμένη μου πλάτη με πεθαίνει στον πόνο.
Με θέα μου τη φρίκη και την επανάσταση, κάνω ελεύθερη πτώση, προσγειώνομαι στο κατεδαφισμένο τραπέζι ,τρέχω και αρπάζω το ατσάλινο μπαούλο. Το πετάω με δύναμη έξω απ'το παράθυρο του τρίτου. Σπασμένα τζάμια και κακό.
Γεμίζω ένα ποτήρι κονιάκ ακόμη και συλλογιέμαι "δε θα ξαναπιάσω στα χέρια μου ξανά λογοτεχνικές αηδίες μου σακατεύουν τα μυαλά."
Αχ, τι ανόητη;

Tζένιφερ Ντέρλεθ

Χώρα


Ούτε που σκέφτηκα ποτέ ότι ήσουν περιττός στον κόσμο
Πανέμορφη η μορφή σου
Μορφή μες στη μορφή και πιο κάτω
Όλο και πιο κάτω μπορούσα να σε βρω
Έσκαβα σαν το σκυλί που ζούσε δίπλα μας εκείνο το καλοκαίρι
Έφτιαχνα οδούς κάτω απ τις λεωφόρους
Ακόμη και κάτω από τους πόρους σου περπάτησα
Όχι τίποτε σπουδαίο, μόνο που νόμισα πως μπορούσα να σε φτάσω
Αλλά ποιος ήσουν για να γίνεις προορισμός;
«ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει»
Κόντεψα να σε φτιάξω ακριβώς, με λαμαρίνες να σε χτίσω, να σε κλείσω στα βολικά κουτιά μου, να σε κλειδώσω με ταινίες που έκοβα με το στόμα
Δε θυμόμουν καν πώς είναι να αναπνέεις στο σκοτάδι
Και να μη βλέπεις καν το χνώτο πάνω σε έναν οποιονδήποτε καθρέφτη
Μόνο να νιώθεις τη μυρωδιά απ τα δόντια σου που καίνε
Μόνο να σε τρυπάει η απουσία της λέξης
Τόπος νόμιζα πως ήσουν
Συγκεκριμένη περιουσία απλανούς τουρίστα
Πως θα φτανε κανείς με λεωφορείο που πήρε από εθνική οδό κοντά στο φυλάκιο εκείνο της Τουρκίας
Σε σένα πως θα ερχόμουν πληρώνοντας είκοσι λίρες εισιτήριο ή κάποιο νταβατζή για να με πάρει με τη βάρκα με όλο μου το σώμα για την τίμια ανταλλαγή
Κι όταν έβλεπα το ρολόι στο μπαλκόνι
Που μια φίλη τόσο ήθελε να σπάσει
Νόμιζα πως βρισκόσουν στο μικρό δευτερόλεπτο πριν απ’ το ακριβώς
Αλλά εσύ
Εσύ
Δεν μετριόσουν με τικ ούτε με τακ
Εσύ δεν ήσουν τρόπος να μετρήσω τον χρόνο
Ήσουν ο χρόνος ο ίδιος
Και πάντα πίσω πίσω με γυρνούσες
Στο πριν την μπαζωμένη μέρα
Και δεν τελείωνε ούτε ξεκινούσε μέρα καμιά
Γιατί δεν είχαμε λέξεις να περιγράψουμε τις ρυτίδες στο σώμα μας ούτε τον χορό του ήλιου
Και μόνο γυρνούσαμε μαζί σε ένα παιχνίδι νερών και χρωμάτων
Και σάλιων στις 6 το πρωί-και χωρίς ώρα
Δεν υπήρχαν λέξεις
Γιατί οι λέξεις θέλουν γλώσσα συγκεκριμένη
Κι εμάς οι γλώσσες μας μάχονταν η μία με την άλλη και γινόντουσαν μάζα μία και γλώσσα καμιά
Και οι γλώσσες
θέλουν θρησκείες, ήθη και ηθικές
Θέλουν έθνη και ανθρώπους να σηκώνουν το κεφάλι και να λένε αυτό το χώμα που πατώ εδώ μου ανήκει και να τρυπάνε κάποιου άλλου το κεφάλι και να του λένε πως δε χωράει πέρα από την επόμενη αόρατη γραμμή
Εμείς ζήσαμε και χωρίς γλώσσα
Γιατί αυτή η χώρα έχει σύνορα και κόβει και ζυγίζει σε μεταλλικές ζυγαριές το αίμα και την επάρκεια των ξένων
Εσύ όμως ήσουν χώρα
έξω από τη γη και χωρίς σύνορα.

Σελήνη/Κ.

Αντιόξινα

-Μετράμε τα κεριά που λιώνουν στον δρόμο;
-Εντάξει, θα μου δώσεις όμως ένα φιλί;
Όχι, δεν έδωσε
Φωτογραφήθηκε το δάσος του μεταλλικού μου μίσους
πάρε να γράψουμε το σμήνος των ματωμένων ιχθύων
το επόμενο βήμα είναι ο θάνατος
εάν λίγο κρασί σταματήσει τους χτύπους της
θα είναι περήφανοι εκατομμύρια ανθρωπίνων μορφωμάτων
για το τίποτα φυσικά, μιας και το πρόσωπο της αλήθειας είναι ο πάτος που φιλάει πολυθρόνες
Δώσε λίγο τον Μητροπολίτη, κόλλησα την χώρα που με γέννησε, πρέπει να πλυθώ
λίγα αντιόξινα να δοκιμάσω για μεσημεριανό, λίγο τσάι καταπραϋντικό
η Άνοιξη αδημονεί και σκέφτεται, σκέφτεται η Άνοιξη; σκέφτεται;
πάλι ονειρεύεσαι με ποτήρι για νου
πωλείται διαμέρισμα γεμάτο ψεύτες τραγουδοποιούς, δες
Η Άνοιξη αδημονεί το καλοκαίρι, σκέφτεται την καριέρα της
αχ αυτά τα παίγνια της κακομοιριάς
στον θάνατο αμβλύτερος περισσότερο από ποτέ, υποκριτής των συνόρων φράχτης, ενώ αναζητάμε οι ποταποί, τα φιλιά απ' τις εταίρες συνειδήσεις μας, στάβλοι της άριας σήψης.
Ο έρωτας νεκρός μπρος 'την αξιοπρέπεια...

Lothai