Δυο χτύποι στην καρδιά
Τρεις στον τοίχο
Και ένα διάφωνο σφύριγμα ανέμου για στήριγμα
Σου έχω μιλήσει για τη χρωμαισθησία;
Είναι να... αυτό που κάθε τόνος μου χαρίζει ένα χρώμα
Άλλοτε ζεστό, οικείο, φωτεινό και άλλοτε ξένο, μακρινό, κρύο.
Είναι που συχνά το χρώμα αυτό με τυφλώνει
Φτιάχνει σκιές• βουτάει στα σωθικά μου
Οδηγώντας με σε λάκκους σκαλισμένους στο κορμί μου,
στο νεκροταφείο μου• όπου τα αγγεία στέκουν κυανωτικά•
λησμονώντας το πορφυρό ρυάκι, παράγωγο μιας κάποτε ενεργής αντλίας.
Κι όμως το κουφάρι θυμάται.
Θυμάται εκείνες τις γαλάζιες αέρινες μελωδίες που του πρόσφερε ο χτύπος σου
Μπλεγμένες με ανάσες αλκοόλης και ξηρού καπνού
Εσύ θυμάσαι άραγε εκείνο το βράδυ;
Δίχως να γνωρίζεις, έδωσες πνοή σε ένα κουφάρι
Και τώρα πώς θες να ξεχάσω αυτόν το χτύπο;
Μια θέση ισχυρή και μια άρση ελαφριά
Και όλο μαζί, η δική μου νεκρανάσταση.
Σόφι Σολ