Ήταν πανέμορφη.
Έπρεπε να ήσουν εκεί να την έβλεπες
Έπαιζε με τα νερά της θάλασσας σαν μικρό κοριτσάκι.
Το χαμόγελο της ήταν μικρό αλλά σαγηνευτικό.
Καθόμουν και τη παρατηρούσα για ώρες.
Μου ακούμπησε δειλά δειλά το χέρι και με τράβηξε μαζί της στη θάλασσα.
Η σελήνη αγκάλιαζε τη θάλασσα σαν να ήταν ερωτευμένη με αυτή.
Εκείνη το κατάλαβε και με τράβηξε κοντά της.
Με κοίταξε με αυτά τα παιχνιδιάρικα μάτια της που φαινόντουσαν υπέροχα κάτω από το φως του λαμπερού φεγγαριού.
Ένα μειλίχιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ξανά στα σαρκώδη χείλη της.
Ένιωσα τη ψυχή μου να την ποθεί.
Λαχταρούσε την επαφή μαζί της όπως ένα σκύλος λαχταρά ένα χάδι.
Με πλησίασε.
Κάτι μου ψιθύρισε.
Ένιωσα τη φωνή της να τρέμει.
Σαν να χανόταν.
Ξέρεις , όπως χάνονται τα χελιδόνια στο τέλος του καλοκαιριού κελαηδώντας στην αποχώρησή τους.
«Φοβάμαι πως έχω χαθεί》, μου είπε και με φίλησε
Με το φιλί μας ένιωθα λες και όλη η ηδονή του κόσμου και συνάμα η καταστροφή χόρευαν μέσα μας
Δεν ήθελα να με αφήσει
Την αγαπούσα πολύ
Δε θέλω ακόμα να με αφήσει
Αγαπιόμαστε πολύ.
Ανώνυμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου