Είχα πει πως δεν θα ξανά κόψω γιασεμί.
Κάθε άνθος που έκοβα, στόλιζε κάποιο παράθυρο ή κτίριο που γερνούσε μαζί με τα γραφικά στενά της παλιάς πόλης.
Ένα στολίδι- δήλωση της μοναξιάς, για τους ανθρώπους που βάδιζαν τριγύρω. Εκείνοι, μπορούσαν ν'αντιληφθούν το λευκό φως, λίγο πριν προλάβει να σβήσει από το μαραμένο γιασεμί, από τις σκουριασμένες τους στιγμές..
Το τελευταίο άνθος που έκοψα, το στόλισα στα κάγκελα του δημοτικού κήπου.- Ποιός θα μπορούσε να σε ξεχωρίσει μπροστά στο πλήθος άλλων λουλουδιών;-
Τότε εμφανίστηκες εσύ. Θυμάμαι σου άρεσε κι εσένα η μυρωδιά τους. Όπως πολύ καλά ξέραμε να συγχρονίζουμε τις κινήσεις μας, έκανα δύο βήματα πίσω. Κατάλαβες, κι αμέσω έτρεξες να κρυφτείς μέσα στο πλήθος των λουλουδιών.
Εγώ έστριψα προς τα ερειπωμένα στενά της πόλης. Το γιασεμί το παρέσυρε ο αέρας. Ίσως ακολούθησε εσένα. Ή τα στενά. Δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ.
Από κείνο το πρωινό δεν έκοψα ξανά γιασεμί.
Μίλκυ Γουέι