Θα κάνω μια στάση εδώ.
Είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως στάσεις.
Θα σταθώ και θα κοιτάζω με το σώμα ευθύ
να ισιώνω τις καμπύλες απ’ τα χρόνια που γείραν.
Το πρόσωπο μου θα φορά το πιο πλατύ του χαμόγελο,
θα με ρωτάς ανυπόμονα να σου πω τι βλέπω,
θα σου απαντώ πως βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.
Είναι ο κόσμος των μικρών κατακτήσεων,
των στιγμών που αρθρώνεις δειλά τις πρώτες σου λέξεις,
που λες είμαι λίγος
αλλά έχω υπάρξει και πιο λίγος, άρα ψηλώνω,
που λες φοβάμαι
αλλά θα πάω όπως και να ‘χει,
που λες συγγνώμη έκανα λάθος,
κοκκινίζεις από ντροπή αλλά αναλαμβάνεις την ευθύνη,
που λες συγχώρεσέ με,
οι απώλειες μας είναι πιο βαθιές απ’ τα μικρά που έχουμε να χωρίσουμε,
που λες οι ζωές μας περπατάνε δίπλα δίπλα,
βοήθησέ με,
που λες μη με αφήσεις, δε θα αντέξω
αλλά προετοιμάζεις το πιο όμορφό σου αντίο.
Θα κάνω λοιπόν μια στάση εδώ, στον ενεστώτα της άνοιξης.
Θα αφήσω τα μάτια μου να λαμπυρίσουν μπροστά στη θέα,
οι μικρές κατακτήσεις βλέπεις κερδίζονται πάντα με δάκρυα,
μα τώρα μπορώ και δακρύζω από χαρά.
Θα χρησιμοποιώ τον αόριστο συχνά για να θυμάμαι,
δεν θέλω να ξεχνώ τις ζωές που περάσαν για να φτάσω στη δική μου,
κι όπως συχνά με ρωτούσες γιατί,
θα με ρωτήσεις και πάλι,
γιατί τόσος κόπος για να φτάσεις εδώ,
κι εγώ θα σου απαντώ και πάλι επειδή’
επειδή ήταν ο μόνος μου τρόπος να με κοιτάω στα μάτια.
Επειδή ήθελα πάντα να ξέρω,
τα πιστεύω μου φαίνονταν πάντα μισά.
Ήθελα να ξέρω
πώς μυρίζει ο ιδρώτας των εργατών του κόσμου πάνω στο κορμί μου,
πώς ο μόχθος λυγίζει το μέσα μου
και πώς το μεταμορφώνει,
ήθελα να ξέρω
ποιος γίνομαι όταν τρίβω ξεραμένα σκατά απ’ το πάτωμα
και μετά ποιος επιλέγω να γίνω,
να ξέρω να μένω μόνος,
να ξέρω πόσο φοβάμαι να είμαι μόνος,
έτσι μαθαίνω να μοιράζομαι,
δειλά δειλά μια κουβέντα, ύστερα ένα απόγευμα, μετά τη ζωή,
να ξέρω να μεταναστεύω,
να κάνω τον κόσμο σπίτι για όλους
όπως έμαθα να τον κάνω για μένα,
να ξέρω την τέχνη του να απλώνω το χέρι και να παρηγορώ
κι ύστερα να μου απλώνω το χέρι,
να σου απλώνω το χέρι,
ίσως τώρα ξέρω να σε κρατάω σφιχτότερα
όχι γιατί σε σφίγγω
αλλά γιατί σε αφήνω να με σφίξεις εσύ,
επιλεκτικά.
Πάντα επιλεκτικά.
Και τώρα που ξέρω,
σίγουρα όχι πολλά,
μόνο πως βάδισα ως εδώ με τα δυο μου πόδια,
βήμα προς βήμα,
το ένα πόδι πίσω από το άλλο,
επαναληπτικά,
βασανιστικά επαναληπτικά,
πως γέμισαν τα πόδια φουσκάλες
στη φτέρνα, στην πατούσα,
στο μικρό δαχτυλάκι,
στο μεσαίο,
στο μεγάλο,
πως με έφτασαν τα πόδια αυτά κάπου,
στην αρχή δέκα χιλιόμετρα, μετά εικοσιδύο, σαραντατρία,
στους μικρούς και στους μεγάλους μου προορισμούς
σε ένα χωριό,
σε μια πόλη,
σε έναν εαυτό που εκτιμώ,
θα ζητήσω από εσένα
τα ίδια που ζητώ από εμένα
να βαδίσεις με τα δυο σου πόδια,
βήμα προς βήμα,
το ένα πόδι πίσω από το άλλο
προς τους μικρούς και τους μεγάλους σου προορισμούς.
Επειδή έτσι μόνο συναντιούνται οι άνθρωποι,
όταν βαδίζει ο καθένας με τα δικά του πόδια,
-φαντάσου μόνο να περπατούσες με τα δικά μου
ή εγώ με τα δικά σου,
τι κρίμα δεν θα είχαμε συναντηθεί ποτέ -
γιατί συνάντηση σημαίνει
πως πήρα τη δική μου πορεία κι εσύ τη δική σου
και σε πέτυχα κάπου
ή με πέτυχες εσύ,
στην αρχή, στη μέση, στο τέλος,
αναπάντεχα συναντιούνται οι άνθρωποι,
σε κάποια γωνία,
στο πάτημα ενός κουμπιού,
με ένα τηλεφώνημα,
σε μια βόλτα καλοκαιρινή,
σε έναν Δεκέμβρη.
- Ε: Γεια σου, με λένε Εύκλεια.
Ποιο το όνομα σου;
- Α: Άννα.
- E: Άννα έχω κάνει μια στάση εδώ και κοιτάζω τη θέα.
Και είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως
στάσεις.
- A: Και πες μου τι βλέπεις;
- E: Βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.
- A: Έρχεσαι κι εσύ λοιπόν απ’ τον κόσμο των μικρών
κατακτήσεων;
Και ίσως κάπως έτσι λοιπόν να ξεκινάνε οι όμορφες ιστορίες.
Χρειάζονται μια στάση και λίγη θέα.
Τώρα ξέρετε κι εσείς το μεγάλο μυστικό.
Ε.Π