Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Χανιά

Χανιά,
Δεκέμβρης 19’

Τόσοι και τόσοι αποχωρισμοί
χώρεσαν στα θολά τους νερά

Τόσοι αναστεναγμοί όσοι και τα κύματα
έρωτες που χαθήκαν πάνω
στους ομιχλώδεις αφρούς
και αγάπες που πνιγήκαν στα βαθιά
γιατί δεν ξέραν να κολυμπάνε
και να αντέχουν στην αρμύρα

Η θάλασσα αυτή
μου γεμίζει το κεφάλι με κύματα

Πέρασε τουλάχιστον ο καιρός
που ήθελα σαν ηφαίστειο να εκραγώ

Μάταια προσπάθησα ίσως να σε σώσω
στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει φάρος
και τα καράβια μας δεν πιάνουν ποτέ λιμάνι

Σ

Το δώρο


Στην Μ.

Θα'σαι πάντα για εμέ το πιο γλυκό λιμάνι,
τα κύματα να το καρτερούν,
όσο μακριά και αν πάει.
Αν ξαναβρώ το βλέμμα σου που την ψυχή μου λιώνει, κάθε μάσκα της πετά και την απογυμνώνει
Κι αν στους αιώνες που'ρχονται έτσι ξαναγαπήσω,
θα'ναι ένα δώρο από σέ για να σε συναντήσω.

Ανώνυμο

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Άτιτλο

Να ξέρεις, δεν έμειναν πολλά,
μονάχα ένα δύο ψίχουλα ελπίδας,
κάθε φορά που γυρνούσες την πλάτη, κάθε φορά που αράδιαζες φθηνές δικαιολογίες, κάθε φορά που ένιωθα το στήθος μου να βαραίνει, τότε σιωπηλά η ελπίδα μου εξαφανιζόταν.
Ενα - δύο ψίχουλα και κρατώ την δειλία μου στην πλάτη.
Εγώ που περήφανη νόμιζα πως κυριαρχούσα το μυαλό και την καρδιά μου.
Νόμιζα, δεν ήταν αλήθεια,
μια δειλή σου λέω είμαι, που ξέρει πως είσαι κάτι ψεύτικο και δεν κλείνει την πόρτα για να ψάξει το αληθινό, τον έρωτα που θα μυρίζει γιασεμί και κανέλα, ένα έρωτα που θα τον ζουν δύο.

Lonelyescaper

Άτιτλο

Η μπανιέρα μου ήταν γεμάτη με νερό,
Μια μέρα όμως την είδα άδεια
Ταράχτηκα.
Όταν οι σαπουνάδες λιγόστεψαν απόρησα
Όμως μπορούσα ακόμα να κάνω μπάνιο

Όταν μια μέρα ακούμπησα την κρύα πορσελάνη
Το αίμα μου πάγωσε
Πού πήγε το ζεστό νερό;

Τώρα μόνο η κρύα πορσελάνη κι εγώ,
Εγώ μέσα γυμνή να κρυώνω.

Πότε δημιουργήθηκε η τρύπα
-τρύπα που ακόμα ψάχνω να βρω-
Δεν κατάλαβα

Τώρα δεν μπορεί να γεμίσει.
Όσο νερό κι αν βάζω
Αδειάζει .

Νάστου Γεωργία

Άτιτλο


Γυμνό σώμα, θολό μυαλό
Και περιμένοντας τον άνεμο
Στην ώρα του

Λαχτάρα ή κάτι σχετικό
Δυνατό σα πυρκαγιά
Εκτός ωραρίου

Δεν έγινε το παραμικρό
Όλα αλλάξανε θέση
Τώρα ψάχνουμε το πότε

Αγκαλιαστήκαμε
Τρυφερά και απότομα, συγκαταβατικά και αβοήθητα
Χθες για κάποια λεπτά

Πότε-πότε κάτι αστράφτει
Κατά το ήμισυ θαμμένο
Στην χώρα του ποτέ

Ξέπνοα τα θέλω μας
Ακούγονται ακόμη
Κάθε νύχτα στις 12

Σε μετρημένα τετραγωνικά
Γελάω παρανοϊκά
Με προλαβαίνω την τελευταία στιγμή

Γενναίος ο φόβος μου
Όλο ενισχύεται
Και κάθε τόσο μου χτυπάει την πόρτα

Ανώνυμο

εξάλειψη



είμαι τόσο τυφλή που είδα το φως να τρεμοσβήνει
κι αν δω πιο καθαρά
ίσως δω μια φιγούρα να γνέφει και να παραμιλά
στον ύπνο της // στον ξύπνιο της

κάνε πως δεν είμαι εδώ ίσως δεις ένα άστρο να τρεμοπαίζει
να τρεμοτραγουδά
ή απλώς να τρέμει

πολλά μόρια να σβουρίζουν
επικίνδυνο σμήνος
πλήθος οι άρρωστοι κάτω απ' το δέρμα μου

κι αυτή η άρρωστη μέλισσα ξερνά άρρωστο μέλι
κι εγώ δεν θα 'μαι δω μα θα 'μαι δω τις ώρες
που οι ώρες θα δείχνουν όλες δώδεκα κι ένα πρώτο λεπτό

δεν είμαι το μισό
δεν είμαι καν το μισό του μισού
του μισού
του μισού
του μισού

γκρέιβενχαρτ

Αφροδίτη της Μήλου


Υπέροχη καθώς σε παρατηρώ προσεκτικά
Διαφέρεις από τα άλλα αγάλματα
Ο γλύπτης σε σμίλευσε με τρόπο γοητευτικό
Καθώς προτίμησε να σου αφαιρέσει τα δυο σου χέρια.
Μα παίρνεις δύναμη από το υπόλοιπο σώμα σου
Και εκεί έγκειται η ομορφιά σου
Θες να με αγγίξεις;
Μπορεις.
Κράτα μου το χέρι.

 Ε.Π

Ακάλυπτος


Ενός λεπτού σιγή.
Όλα τα όνειρα που είχα,
μέσ' στον ακάλυπτο ενός φίλου,
βγήκα και τα πετάω.

Ιδανικό σημείο για να πούνε το τελευταίο αντίο.
Ήλιος δεν μπαίνει για να τα κάψει,
αέρας λιγοστός, ίσα για μιαν ανάσα.
Μόνο ησυχία για να βοηθάει στην πτώση.

Όμως στο απέναντι μπαλκόνι δυο μάτια παιδικά
κοιτούν με απορία.
Πρώτη φορά βλέπουν κηδεία ονείρων
Κάπως σκοτείνιασαν...

Νιώθοντας ένοχη, τους δείχνω γρήγορα τον ουρανό.
Ήθελα να κοιτάζουν τα υπαρκτά όνειρα, 
όσο εγώ θα συνεχίζω να σκοτώνω
τα ανύπαρκτα..

Πετάω προσμονές,αποσιωπές,
ψέματα,χαμόγελα,αγκαλιές

Όλα θα τα πετάξω
Η τελευταία έννοια του μαζί τώρα πια θα πεθάνει.

Α.Κ

Άτιτλο

Περπάτα μικιό μου
στον δρόμο που σου άνοιξα
με τα
βήματά μου.
Είσαι ξυπόλητη,
πρόσεχε μη σου μπει καμιά τσίτα
στο πόδι,
στα μέρη σου το λένε, ξέρεις,
θα σε τσιτώσει.
Δεν γνωρίζω ποιά εκδοχή της ιστορίας
της δικιάς μου
είμαι
ακόμη.
Ούτε γνωρίζω αν είσαι το βυζί
ή μήπως το γάλα για το οποίο
πεινάω, πονάω
και με θρέφει.
Ξέρω όμως στα σίγουρα,
πως έμεινα
με το βυζί στο χέρι.

Μ. Περδίκη

χαντάκια


Δεν με νοιάζει αυτός ο κόσμος.
αυτοί που κρατάνε τους τηλεφακούς
μπορεί και να με είχαν πείσει κάποτε
πως ήταν τόσες πολλές οι ομορφιές
που δεν μπορούσαν να χωρέσουν
σε ένα αποδεικτικό κλικ
να μοιραστεί σε όλους
Εγώ με την ευρυγωνική οπτική των μικρών ματιών μου
βλέπω κάθε κουκίδα μαύρων επιθυμιών
κολλημένων άχαρα στο τσιμέντο
και στην άσφαλτο
τσίχλες σα στοιβαγμένα βρώμικα λόγια
και βρώμικους λόγους
ακόμα και τον αέρα τον ίδιο
τον βλέπω
να ασφυκτιεί και να πνίγεται ο ίδιος από την έλλειψή του
Μα τώρα δε με νοιάζει αυτός ο κόσμος πια

Πρέπει να περπατήσεις πολύ μια πόλη
για να τη μισήσεις
ή πρέπει
να ‘χεις μισήσει τόσο το σπίτι σου
για να την εκδικείσαι
που δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει εκείνη
όχι σπίτι,
ούτε καν φθηνός ξενώνας για τα κρύα βράδια σου
σαν την έφηβη που σιχαίνεται τη μάνα της
επειδή δεν την αγάπησε όσο χρειαζόταν
αλλά ψάχνει μανιωδώς την αγάπη της
στους Άλλους

Τη μίσησα αυτή την πόλη
που δε με αγκάλιασε ποτέ
όπως τα ντουβάρια του σπιτιού μου
που όσες φορές τα εκλιπαρούσα
να με κρατήσουν σφιχτά
-τότε που μπέρδευα το μεταφορικό
με το κυριολεκτικό νόημα των αναγκών μου-
εκείνα με πλάκωναν
Αλλά τώρα
δε νοιάζομαι που πέφτουν πάνω μου
αφού
εκείνα μπορούν χωρίς εμένα τόσα χρόνια ,
άμα πέσουν θα με σκοτώσουν
ενώ άμα πέσω εγώ
ούτε οι κηλίδες του αίματός μου
δεν θα μείνουν πάνω τους περισσότερο από βδομάδα


Δεν με νοιάζουν πια οι άνθρωποι
Κάποτε ρουφούσα τα βλέμματα τους
για να βρω ένα κομμάτι της ψυχής τους
τώρα τους βλέπω όλους
σαν καρικατούρες με μαύρα πηγάδια
στα μάτια
-λένε πως αν κοιτάξεις κενό πηγάδι
νιώθεις ίλιγγο για πάντα,
σαν να έχεις πέσει μέσα-
και στα χέρια τους βλέπω μαχαίρια
γιατί πάντα ένιωθα αηδία
για το πόσα μπορούν
να κάνουν αυτά τα χέρια
και έτσι ούτε τα δικά μου χέρια
δεν εκτιμώ πια
Και μου κάνουν παράπονα
κάτι κυράτσες στην πολυκατοικία
ότι είμαι μικρό κορίτσι
για να ‘χω τόσο γερασμένα
και σκασμένα
και άσχημα
χέρια
Που να βλέπαν
πόσο άσχημο
και κουρασμένο
είναι το μυαλό μου.

Δε θα χρειαζόταν καν
να κοιτάξουν βαθιά μέσα στα μάτια
μου για να το βρουν
Κάθε βράδυ το βγάζω βόλτα
για να νιώθω όπως τότε
λίγο κοντά του
αλλά πια χωρίς τις αισχρές επιταγές του
χωρίς τις φωνές του

Μπορεί και να παραπατάω λίγο
ή να χάνομαι
αφού δε μου λέει
προς τα που να στρίψω ή αν πρέπει
να συνεχίσω ευθεία
αλλά τουλάχιστον τώρα
Δε με νοιάζει
έχω μετρήσει τα χαντάκια
και είναι τόσα

όσα τα βήματά μου.


Λυκ