Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Φωταγωγός




Έπεσε το σαμπουάν της μάνας στον φωταγωγό
Κίτρινο υγρό χύνεται στην μαύρη επιφάνεια
Σαπούνι μυρίζει στον φωταγωγό
Κοτόπουλο κάρι και τηγανητό ψάρι
Ραδιόφωνα κραυγές από το διαδίκτυο
Ήχοι γνώριμοι που δεν καταλαβαίνεις
Μια προσευχή μια εκπομπή μόδας
Είναι γεμάτος αυτιά και μάτια ο φωταγωγός

Στον πάτο του δάχτυλα ροζιασμένα
Πατούσες μαύρες παπούτσια με σόλες στόματα που τραγουδάνε
με βαθιά σπαρακτική φωνή
Τραγούδια που αντηχούν στις υγρές πεδιάδες ξημερώματα

Άλυτες εξισώσεις άυπνοι έρωτες δύσκολοι αποχαιρετισμοί κινέζικο φαγητό
Μια συναυλία που δεν έγινε ποτέ
ένα κραγιόν που έπεσε από το παράθυρο στον φωταγωγό
Ένα τζάμι που έμεινε σπασμένο
Χαρτόνια σελοτέιπ και κίτρινο φως

Καταραμένες στάλες βροχής
Δεν θα δουν το χώμα
Και μια νιφάδα χιονιού δεν θα ακουμπήσει τα φύλλα της
ο αέρας την έφερε στον φωταγωγό μαζί με γέλια πυροτεχνήματα και τραγούδια
Που ξέφυγαν μέσα από τους τοίχους
Και χοροπηδούν μέσα στον φωταγωγό
Σαν νετρόνια και ηλεκτρόνια
στις φυλακές της ύλης

Όταν ήταν νέα άνοιγε το παράθυρο στον φωταγωγό
Έσκυβαν οι ηλιαχτίδες να αγγίξουν το κορμί της να τρέξουν σαν ηλεκτρικό στο λαιμό της
Μέχρι τη μασχάλη της
Πάνω στο στήθος της να πιούνε γάλα

Τον Αύγουστο σιωπή
Γλυκιά ζέστη και υγρασία στον φωταγωγό
Φωνάζει με στον ύπνο της ονόματα
Μαργαρίτα, Ευδοκία, Βαγγέλη, μάνα
Ζούνε και εκείνοι μέσα στον φωταγωγό
Πίνουν και τρώνε νύχια τρίχες και μπογιές

Σκύβει πάνω από τον φωταγωγό
Παίρνει ανάσα. Ξαναπαίρνει. Όλο και πιο βαθιά μέχρι τα πόδια της
Ξηλώνει τα τζάμια
Ρουφάει τα παπούτσια
Ρουφάει τους σκουριασμένους σωλήνες
Ρουφάει τον σοβά
Το σώμα της ελαφρύ η ψυχή της μολύβι
Τώρα μπορεί να σηκωθεί
Τώρα μπορεί από τη ταράτσα ξανά
Να δει τη θέα πέρα μέχρι τη θάλασσα
Τα πλοία τα ιπτάμενα δελφίνια
να μυρίσει τα καβούρια στο Πέραμα να χαμογελάσει ξανά
Χωρίς τύψεις και να ακούσει τα τραγούδια τους και ας δεν καταλαβαίνει γιατί πια δεν φοβάται είναι μόνο λίγα γραμμάρια
είναι φτιαγμένη από αστέρια
είναι φτιαγμένη από γλυκιά ζάχαρη
σαν πόθος σαν ανάμνηση τώρα μπορεί και τρυπώνει στα βιβλία και στα όνειρα.

ΟΡΠΕ

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Άτιτλο



Φοβάμαι που είμαι μοναχή μου
πίνοντας το τσίπουρο μου στη λοκάντα του πατέρα μου
Κι ο κόσμος λείπει
όλοι λείπουν
μοναχή μου έμεινα κοιτάζοντας τη φουρτούνα που είν'
μπροστά μου
και λογαριάζω τις εποχές μας
που μαζευόμασταν στο ίδιο τραπέζι
Μα τώρα λείπει το ποτήρι σου
και καίγομαι
και κοιτώ το άπειρο
μα και εκεί τα μάτια σου αντικρίζω

Α.Μ

Ατελείωτος χειμώνας


Οι ημέρες φαντάζουν χάλια. Στην δουλειά,στο σχολείο,στο γήπεδο,στο γραφείο,στο κρεβάτι, παντού.
Οι τελευταίες εναπομείναντες ευαισθησίες σου, δολοφονούνται από τον σκληρό αυτό κόσμο. Ενώ εσύ αναρωτιέσαι "Γιατί;"
Ο καιρός έξω βροχερός,μουντός, συννεφιασμένος, ακριβώς σαν εσένα.
Το στομάχι σου είναι άδειο,το ίδιο είναι και η ψυχή σου.
Προσπαθείς να φας ένα τοστ για να το γεμίσεις. Τίποτα δεν κατεβαίνει.
Προσπαθείς να αγαπήσεις κάποιον για να την γεμίσεις. Ανάρμοστο.
Έξω ακόμα βρέχει. Θυμίζει χειμώνα. Θυμίζει σκοτάδι. Θυμίζει ζωή.
Θυμίζει όλα σου τα λάθη και όλες σου τις επιτυχίες.
Θυμίζει μια κοινωνική ακεραιότητα που θες να λυγίσεις.
Μια κρατική υποταγή που θες να δαμάσεις.
Θυμίζει όλα τα θέλω σου , όλα τα φοβάμαι,όλα τα πρέπει και τα μη.
Θυμίζει την περιθωριοποίηση σου από την συμβατικότητα.
Θυμίζει όλα αυτά και άπειρα ακόμα.

" Ζεστά καλοκαίρια αντέχουν κρύους χειμώνες." Έγραψα κάποτε.
Λίγοι κατάλαβαν τι έγραφα.
Ακόμα λιγότεροι το ένιωσαν. Πρόβλημά τους.
Οι δαίμονες στους 4 αυτούς τοίχους ξυπνάνε τα βράδυα και γρατζουνάνε την ψυχή μου.
Γλύφουν το μυαλό μου.
Χαϊδεύουν απαλά το στήθος μου.
Και σαν ξημερώσει κρύβονται μέσα στον ασβέστη.
.
Έξω ακόμα βρέχει. Οι μέρες ακόμα φαντάζουν χάλια.
Ο θεριστής βρυχάται.
Μία ξεχασμένη αντανάκλαση της ψυχής μου εμφανίζεται.
Έξω βρέχει. Το τσιγάρο άναψε.
Η υπομονή μου αργό σβήνει.
Η άνοιξη μπήκε...
Και ο χειμώνας δεν τελείωσε ακόμη.

Πειραιάς, Μάρτης 2020.

Σ.

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Άτιτλο


Άτιτλο

Προτίμησα εσένα από εμένα.
Πάτησα κάθε όριο μου για να γίνω επιτέλους αρκετή, για εσένα.
Δέσμια καταστάσεων που δεν θυμίζουν αγάπη ανασαίνω όσο οξυγόνο εσύ μου έδινες. Άλλωστε ποτέ σου δεν με αγάπησες έτσι δεν είναι; Κι όμως ακόμα γράφω για εσένα.
Αγάπησα το δεσμοφύλακα που με κρατούσε έγκλειστη στο γυάλινο δωμάτιο της πολύτιμης σου καρδιάς.
 Κι όταν η επίδραση από το νερό της λήθης που εσύ μου έδινες πέρασε,
Τότε είδα πραγματικά. Στον καθρέφτη ήμουν εγώ, θα πέθαινα για εσένα.
Πρόλαβες και με σκότωσες εσύ..
Δώσε μου κι άλλο από το νερό δώσε μου να ξεχάσω όσα είδα και άκουσα.
Να ντυθώ παλιούς ψεύτικους καθωσπρεπισμούς , να φορέσω τα γοβάκια της ατελείωτης προσπάθειας που εσύ μου έφτιαξες και να τρέχω πάνω σε καρφιά για να προστατέψω εσένα.
Που με σκότωσες.

Ανώνυμο

Βράγχια



πρώτες σταγόνες
από τον ουρανό
μετά από καιρό,

με ακουμπάς,
έστω μ' αυτόν τον τρόπο.

αέρας φυσάει,
δυνατός,
χτυπά το σώμα,
ψύχει τις σταγόνες,
ανατριχίλα και ρίγος
από το ψύχος.

δυο-τρεις ανθρώποι τρέχουν
να προλάβουν να αποτρέψουν
το αναπόφευκτο.

φοβούνται βλέπεις
όπως φοβήθηκες κι εσύ,

κι ας σε λέω εγώ βροχή
     -αέρας ήσουν.

ο αέρας πάντα κάνει αυτό:
περνάει και ψύχει
   την ψυχή,

σου αφήνει ψίχουλα,
ίσα που φτάνουν
να ταΐζεις τα βρεγμένα περιστέρια.

τα ψυχανθή μαραίνονται,
οι ψυχές αφήνουν τη τελευταία τους πνοή.

ήρθε η ώρα.

σκέψεις απώλειας
για ζωντανούς και πεθαμένους
κάθε λογής και είδους.

ο θάνατος παραμονεύει
πλάι με την αδικία.
δέκα χιλιάδες τρόποι να πεθάνεις.
δυο-τρεις να ζήσεις.

πιο κάτω,
η πρέζα,
και ένα κάρο λάθος επιλογές.

πιο πάνω,
κάποιος βούτηξε στην άσφαλτο
-γιατί η ελπίδα δεν έχει μεγάλο απόθεμα.

εδώ πιο δίπλα και παντού,
η φτώχεια μας σκουντά τον ώμο
για να ζητήσει λίγη αγάπη,

φτώχεια κάθε ηλικίας,
και αιτίας
-η φτώχεια βλέπεις
έχει απόθεμα.

Τόσοι θάνατοι εδώ γύρω,
κι εγώ σκοτώνω εσένα.

Κρίμα ε;

Ανώνυμο

μάτια σ’ αντίστροφη κίνηση



ετοιμόρροπη με μια ροπή για
πτώση στο κέντρο
σα ναός

αυτή τη φορά
η κεντρομόλος είναι το ψέμα
_κανείς δε με υποχρεώνει και
δεν
είμαι
ο κύκλος_

και η σιωπή με κάνει να θέλω ν’ ανοίξει η γη
περιστροφή γύρω απ’ το περίστροφο

            η απουσία που συνήθως συνοδεύεται από μια
        επουσιώδη ενόχληση των σκέψεων
     και που οδηγεί σε μία
 επουσιώδη χρήση λέξεων

με κάνει να θέλω να περιστραφώ γύρω απ’ το περίστροφο να

ανοίξω άξονα συμμετρίας
   και να κηρύξω πόλεμο
      στην άλλη πλευρά της μιζέριας μου

      εκεί όπου στέκεσαι
εσύ η άλλη πλευρά της μιζέριας μου και συ τα
κατάστροφο-
λογικά
συμπεράσματα


      εκεί όπου στέκεσαι εσύ στέκεται
μια λαγνεία για τη γραμμή που χωρίζει το + από το -
      και η ανάγκη διατήρησης
της λεπτής ισορροπίας
ανάμεσα


γκρέιβενχαρτ

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Σιωπή


Η σιωπή είναι σκέψη
τροφή για το μυαλό
είναι χρυσάφι
και με βυθίζει στο κενό
Η σιωπή είναι χρόνος
δικός σου
κι άλλες φορές δανεικός
για ν' ακούς
Η σιωπή έρχεται όταν πρέπει
κι άλλες φορές δεν έρχεται καθόλου
καθόλου δεν έρχεται
κι άλλες φορές για πάντα
για πάντα έρχεται
Η σιωπή έρχεται και φεύγει
μ' ακούς;
Η σιωπή καμία φορά μιλάει
πρέπει ν' ακούς
να βλέπεις
να νιώθεις
σε βγάζει από την δύσκολη την θέση
κι άλλες φορές σε ρωτάει γιατί δεν μιλάς
η σιωπή εμένα μ' αρέσει
όταν δεν μ' αρέσει
δεν έχω καταλήξει ακόμα

Βήτα Κάππα

Ζωή


ήρθαμε κοντά και δεν σε ακούμπησα ποτέ,
μόνο σε άγγιξα
ερεθίσματα για το μυαλό σου μα ποτέ την καρδιά
και έτσι όπως σε έδιωξα πήρες μαζί σου όλο το σκότος της ψυχής και της καρδιάς μου και ξαναχάρισες απλόχερα ζωή

Τηλέμαχος