Έφυγα.
Και δε νοικιάσαμε εκείνο το σπίτι που λέγαμε.
Ξέρεις...εκείνο με τα ξύλινα πατώματα και τα μικρά μπαλκόνια που θα είχε θέα όλη την πόλη.
Έφυγα.
Και τώρα πια δεν θα αράζουμε μαζί, ούτε θα βάζω τα πόδια μου πάνω σου ενώ καπνίζεις.
Και εκείνο τον καφέ που λέγαμε να πάμε, ξέρεις σε εκείνο το μαγαζί με την σερβιτόρα που νόμιζα πως είναι του γούστου σου, δεν τον πήγαμε τελικά.
Δεν σε είδα να της χαμογελάς ευγενικά ενώ σου δίνει τα ρέστα, ούτε εσύ με είδες να κάνω μούτρα σε όλη την διαδρομή για το σπίτι.
Και μόλις ξεκλείδωνες την πόρτα θα σε ρωτούσα ρε 'συ αν είναι πιο όμορφη από εμένα.
Και θα με κοιτούσες.
Δεν θα μιλούσες.
Απλά θα με έπαιρνες αγκαλιά και θα με πήγαινες στο κρεβάτι.
Και εγώ θα φώναζα πως ξέχασες να βγάλεις τα παπούτσια σου πάλι.
Έφυγα.
Και δεν πήγαμε εκείνα τα ταξίδια που λέγαμε.
Ξέρεις σε εκείνα, που θα με κορόιδευες πως ποτέ δεν έμαθα να μιλάω καλά Αγγλικά.
Και τα Σαββατοκύριακα, που θα ερχόταν φίλοι στο σπίτι για ταινία;
Που θα με έπαιρνε ο ύπνος στο καναπέ;
Και την επόμενη μέρα που θα έλεγες πως είμαι απαράδεκτη που δεν είδα το τέλος και ότι δεν πρόκειται να ξαναδείς ταινία μαζί μου.
Έφυγα.
Και δεν πρόλαβα να σου πω, πως οι μέρες περνούσαν όμορφα γιατί είχα εσένα και εσύ εμένα.
Έφυγα.
Και δεν σου είπα πως κάθε φορά που σε έβλεπα να κλείνεις την πόρτα, έλεγα απο μέσα μου “Στάσου, μη φεύγεις”, πως περίμενα την ώρα που θα γυρίσεις.
Και τελικά, δεν γύρισα εγώ.
L'appel du vide