Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Μεταίχμιο


Έφυγα.
Και δε νοικιάσαμε εκείνο το σπίτι που λέγαμε.
Ξέρεις...εκείνο με τα ξύλινα πατώματα και τα μικρά μπαλκόνια που θα είχε θέα όλη την πόλη.
Έφυγα.
Και τώρα πια δεν θα αράζουμε μαζί, ούτε θα βάζω τα πόδια μου πάνω σου ενώ καπνίζεις.
Και εκείνο τον καφέ που λέγαμε να πάμε, ξέρεις σε εκείνο το μαγαζί με την σερβιτόρα που νόμιζα πως είναι του γούστου σου, δεν τον πήγαμε τελικά.
Δεν σε είδα να της χαμογελάς ευγενικά ενώ σου δίνει τα ρέστα, ούτε εσύ με είδες να κάνω μούτρα σε όλη την διαδρομή για το σπίτι.
Και μόλις ξεκλείδωνες την πόρτα θα σε ρωτούσα ρε 'συ αν είναι πιο όμορφη από εμένα.
Και θα με κοιτούσες.
Δεν θα μιλούσες.
Απλά θα με έπαιρνες αγκαλιά και θα με πήγαινες στο κρεβάτι.
Και εγώ θα φώναζα πως ξέχασες να βγάλεις τα παπούτσια σου πάλι.
Έφυγα.
Και δεν πήγαμε εκείνα τα ταξίδια που λέγαμε. 
Ξέρεις σε εκείνα, που θα με κορόιδευες πως ποτέ δεν έμαθα να μιλάω καλά Αγγλικά.
Και τα Σαββατοκύριακα, που θα ερχόταν φίλοι στο σπίτι για ταινία;
Που θα με έπαιρνε ο ύπνος στο καναπέ;
Και την επόμενη μέρα που θα έλεγες πως είμαι απαράδεκτη που δεν είδα το τέλος και ότι δεν πρόκειται να ξαναδείς ταινία μαζί μου.
Έφυγα.
Και δεν πρόλαβα να σου πω, πως οι μέρες περνούσαν όμορφα γιατί είχα εσένα και εσύ εμένα.
Έφυγα.
Και δεν σου είπα πως κάθε φορά που σε έβλεπα να κλείνεις την πόρτα, έλεγα απο μέσα μου “Στάσου, μη φεύγεις”, πως περίμενα την ώρα που θα γυρίσεις.
Και τελικά, δεν γύρισα εγώ.

L'appel du vide

Κάτι τι


Ίδιες στιγμές
ίδιες μυρωδιές
τώρα πιο έντονες

έξω απ’ την πόρτα
χτυπούν απαγορεύσεις
μέσα η απαγόρευση του κινήτρου αφ’ εαυτού

κι έξω απ’ τον κόσμο
ο χαλασμός πιο τραχύς και αυστηρός
μα πιο κρυφός, όσο ποτέ άλλοτε

μέσα σε αυτά,
των καιρών τα σημάδια,
αγάπησες ποτέ;  
ή κι ευστόχησες ποτέ δίπλα στο σχήμα του πιο αγαπημένου πόθου

σπίθες όπως άναβαν πάντοτε και τώρα ανάβουν
κι όπως πάντα
το ίδιο τις κοιτούσες,
ποτέ σαν πυρκαγιά
δεν κάηκες ποτέ και από τίποτα
ποτέ τόσο πολύ δεν βράχηκες
από πόνο ή έρωτα για να σβήσεις φωτιές
και φωτιές ποτέ δεν άναψες
κι ας γίνεται ολοκαύτωμα ο κόσμος
και δεν μιλώ για εσένα
κι ούτε κανέναν ξένο
μα ερμηνεύομαι στο χώρο που τώρα κερδίζω από απρόσμενη σπόντα

και τόσο μουδιασμένοι από φώτα κι ήχους
που κι ούτε ποτέ, στο πότε δεν προλάβαμε

και πάντα λίγο πιο πριν,  
άγουρες και νεογέννητες οι σκέψεις
όπως το θέλουν οι καιροί,
πάντα σκοντάφτουν πρόωρα,
ή ύστερα υστερικά συγκρούονται
με την μη πίστη στο αδύνατο

απλά για έρωτα μιλώ
και για έναν κόσμο χωρίς χρόνο,
συνεκτικό και άδολο

Lupus

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Κραυγές



Κραυγές μέσα στο κεφάλι μου
Κραυγές πίσω από άδεια βλέμματα
Κραυγές πίσω από τους οφθαλμικούς μου κόγχους
Που δεν θα τις άκουγε ποτέ κανείς
Πώς να ακούσεις τα ουρλιαχτά μέσα στο κεφάλι μου;
Πώς να νιώσεις αυτό το σφίξιμο στην κοιλιά;
Πώς να νιώσεις τον πόνο στο στέρνο;
Τις κομμένες ανάσες μέσα στα αναφιλητά;
Βράδια που ξάγρυπνη ζητούσα απλά λίγη ελευθερία
Βράδια που ένιωθα ότι αν πέθαινα θα έβρισκα την ελευθερία
Βράδια που θα προτιμούσα να είμαι νεκρή
Θα προτιμούσα να είμαι νεκρή κυριολεκτικά
Κατά τ’άλλα είχα πεθάνει καιρό πριν μέσα μου
Από τότε που ζητούσα μία μητρική αγκαλιά
Από τότε που ξάπλωνα δίπλα της και η αγκαλιά που ήξερε να μου δώσει ήταν να ακουμπάει την παλάμη της πάνω στη μέση μου
Από τότε που της έλεγα κλαίγοντας ότι θέλω απλά μία αγκαλιά και με έδιωχνε φωνάζοντας ,γιατί όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να είσαι σκληρός μαζί του,τότε μόνο τον αγαπάς πραγματικά
Αν είχα πάρει έστω μία μητρική αγκαλιά ίσως να μην είχα πεθάνει
Ίσως οι κραυγές να μην υπήρχαν
Ίσως ο εγκέφαλος μου να μην πονούσε
Ίσως οι οφθαλμικοί μου κόγχοι να μην ήθελαν να ξεριζώθουν
Ίσως να μην ήθελαν να τους πάρει μαζί του το ποτάμι από τα δάκρυά
Και αν ξεριζωνόντουσαν ακόμη ,δεν θα έβλεπες κάτι διαφορετικό από πριν
Ίσως κατάφερνες να ακούσεις τις κραυγές
Ίσως πάλι έβλεπες τον εγκέφαλο μου να χαροπαλεύει να ζήσει
Ίσως πάλι έβλεπες τον εγκέφαλο μου να χαροπαλεύει να πεθάνει
Ίσως πάλι χυνόταν κι αυτός και γινόταν ένα με το ποτάμι από τα δάκρυα
Ίσως εν τέλει να έλιωνα ολόκληρη και να γινόμουν ένα ποτάμι
Ίσως τότε να έβρισκα την ελευθερία που ζητούσα

Βουκαμβίλια

ultima volta


Την τελευταία μου μέρα πάνω στη γη
ξαπλωμένη ανάσκελα σε φορείο
δεν αντέδρασα συνειδητά σε τίποτα,
είδα άσχημα πράγματα·
ζωώδεις κραυγές και τραύματα
ένα στόμα να εμέσει μαύρη πίσσα
έναν σωλήνα να βγάζει υγρά από το στομάχι
μου
ούρα και έμμηνο αίμα να με λεκιάζουν
οσμές βαθιάς πληγής στο κενό
της μνήμης που βιδώθηκε
στο κρανίο μου, την αγάπη
να αυτοκτονεί μέσα στον οισοφάγο
ενεργό άνθρακα στα χείλια
έναν λευκό γάτο στα πόδια
δύο μέρες έπινα νερό και
δεν ζούσα
(δεν) θυμάμαι να ίπταμαι
(δεν) θυμάμαι άλλη ζωή -
τον παράδεισο;
δεν θυμάμαι κάτι άλλο
από το πουπουλένιο κενό
(άχρωμο/ανάλαφρο/αρραγές/αχανές/
άβυσσος)
ο εαυτός δεν υπήρχε, ήρθε ο φοίνικας ,
η γέννησή μου ξεκίνησε·
ωχρή κάλπασα, ντυμένη
ένα μαλακό, ζεστό σεντόνι
ως την Γεωργία, ως τα βάθη του Σοχούν
κι εκεί την βρήκα,
την γυναίκα ρίζα
και ξύπνησα

Γιολίνα Καλενόβα

Σαν σήμερα σαν χθες


Ημέρες μνήμης
πιο πολλές από τις μέρες ζωής
μετράμε πια δευτερόλεπτα πριν τις τελευταίες πνοές
αμνημόνευτων προσώπων,
μικρών μπροστά στα σαρκοφάγα τους
τόσων
που ούτε τα λαρύγγια των εχθρών μαζεμένα
δε θα έφταναν για να τους τιμήσουμε
φωνάζουμε 
τα ονόματά τους
Παρών!
Και το πρωί που ξυπνάμε πασχίζουμε να θυμηθούμε
το δολοφόνο
που έμοιαζε με το τέρας που μας έπινε το αίμα από τότε
λίγο αφότου κόψουν τον ομφάλιο λώρο μας

Μαλακισμένη μνήμη
το τέρας είναι ακέφαλο
μέσα απ’ τα ανάκτορα
σκόρπισε τα αντίτυπά του
στα δίποδα ερπετά της μητρόπολης
και μας τρώνε με στολές ή χωρίς
λίγο λίγο το καθένα

Και όταν είμαστε πολλοί
κάποιος θα λείψει
αυτός που έλειπε από εκεί που τον όριζαν
γιατί δεν ήθελε να είναι απών στη ζωή
αυτός
αυτή
αυτές
που θέλαν πιο πολύ από όλα μας να ζήσουν

Τώρα ζουν οι κραυγές τους
και φωνάζει ένας ένας
κάθε λεπτό που περνάει

ή με εμάς
ή με εκείνους

ή με εμάς
ή με εκείνους

Και αυτή η ερώτηση
είναι η πυξίδα χαραγμένη με αίμα στα κορμιά μας
ή θα μας οδηγήσει μέχρι τον τάφο μας όρθιους
ή θα μας ξεπλύνει η βρωμιά γονατιστούς

Ο θάνατος είναι εδώ
διαμελισμένος σε κάθε γωνία
του δρόμου
ή του κόσμου
ή του σώματος
εξαρτάται από το πόσο μακριά κοιτά κανείς
Μέχρι να σβήσει
μπορεί να σπείρει
τόση δίψα
για καταστροφή

Και ίσως κάπου εκεί
να φανεί
και η ζωή

στον Β.Μ.
Λυκ

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ο αγαπημένος σου αριθμός


αν μπορούσα να κάνω την μυρωδιά σου κολόνια που δεν ξεθυμαίνει... ποτέ
την φωνή σου ένα τραγούδι που παίζει στο μυαλό σε... επανάληψη
το άγγιγμα σου μετάξι που με σκεπάζει κάθε... νύχτα
την όψη σου ένα έργο τέχνης που χωράει στη... τσέπη
και την γεύση σου νερό που με ξεδιψάει... ενδελεχώς
τότε δεν θα γελούσα όταν μου είπες πως το πέντε είναι ο αγαπημένος σου αριθμός και το θεώρησα μετριότητα

l'appel du vide

Άτιτλο


Το Βάσανο γίνεται σύννεφο, 
στεναχώρια σε έπιανε σε βροχερό καιρό,
σου έλεγα η βροχή πως είναι λύτρωση,
ο ουρανός μετά έχει κάτι από αγάπη και θάνατο,
και έπειτα φαίνεται η ζωή.

Σ. Λ.