Έχω να κοιμηθώ καλά περίπου μία εβδομάδα.
Όταν επιδρά η κόπωση, νιώθεις σαν να έχεις αχρωματοψία βλέποντας την καθημερινότητα.
Μπορεί βέβαια να φαντάζουν όλα γκρίζα και άψυχα ή, από την άλλη, να λάμπουν και να μοσχοβολάνε ρόδινα.
Καθεμία από αυτές τις άγρυπνες νύχτες, λοιπόν, σκέφτομαι τί στο καλό είμαι τελικά.
Είμαι ένα ιπτάμενο κεφάλι; Ένας κουμπαράς σκέψεων; Ένας κομπάρσος;
Ύστερα από τόσο σκάψιμο, σήμερα μπορώ να πω με σιγουριά τι είμαι, τουλάχιστον διανύοντας αυτή την εποχή.
Είμαι ένα καλοβρασμένο μακαρόνι.
Τσαχπίνικη έκφραση, μιας και ανακάλυψα ότι με συμπαθώ περισσότερο όταν μιλάω παιχνιδιάρικα.
Γιατί μακαρόνι;
Γιατί ξεκίνησα όντας ένα φρέσκο ζυμαρικό & με έπλαθαν, λίγο λίγο, όλοι οι άνθρωποι γύρω μου. Συνεχώς & αδιαλείπτως, μέχρι να στεγνώσω σε μία στάση και να γίνω πλέον γλυπτό.
Ατόφιος, αλύγιστος & αδιάλλακτος.
Ώσπου να πεινάσει κάποιος παλιός πλάστης και να κάνει χαμό στα ράφια για να διαλέξει το γλυπτό με την καλύτερη πόζα. Στην αρχή, άλλωστε, όλα την ίδια γεύση φαίνεται να έχουν.
Και τότε που είμαι βολεμένος & αντικρίζω τον κόσμο από το ίδιο, ακίνητο σημείο, ξεπροβάλλει ένα χέρι. Με αρπάζει άτσαλα και απρόσεκτα & πριν το συνειδητοποιήσω καταδύομαι σε μία κατσαρόλα, με το καπέλο της να σφραγίζει την πλάτη μου.
Παίρνω βαθιές ανάσες, επιπλέοντας στο κενό πάνω από τον χείμαρρο νερού.. μέχρι να λυγίσω. Από ένα περήφανο άγαλμα, μια ιδιαίτερη ζεστασιά ελευθερώνει πλέον τα άκρα μου. Ξάφνου, δεν είμαι παγωμένος και επιβλητικός, αλλά κολυμπώ στον κόσμο ο οποίος ρέει αγνώριστος γύρω μου.
Ερωτεύτηκα.
Το ξέρω επειδή δεν κρατάει πολύ η ζεστασιά. Μόλις ήμουν εκεί που έπρεπε, ο πλάστης με μία συνεχόμενη κίνηση, με σήκωσε από τη θάλασσα της ευφορίας και με πέταξε στον απέραντο τοίχο.
Κόλλησα.
Και έτσι, με έναν τρόπο, ξανάγινα γλυπτό. Μαλακός από άκρη σε άκρη, μα αγκυστρωμένος, ένα ακόμη κομμάτι του τοίχου.
Για πρώτη φορά, τίποτα δεν σκίαζε τη θέα, καθώς έβλεπα τον κόσμο αφ’ υψηλού. Οπότε και δεν συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν ξανά εκεί που ήμουν πριν.
Και ο χρόνος με προσπερνούσε και η ζωή κυλούσε, ενώ ήμουν ακόμη αποσβολωμένος από τις αναθυμιάσεις της κατσαρόλας. Ένα σύννεφο έρωτα, στοργής & μία απροσδιόριστη αίσθηση σκοπού.
Φαίνεται δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο.
Είναι ειρωνεία, διότι, όταν πλησίαζε ο χωρισμός μου, έπεσα από τα σύννεφα. Σαν στραβοπάτησα στην άκρη του παραδείσου, προσγειώθηκα βίαια και πάλι στη γη.
Ανώνυμο