βάσανο γλυκό μου
όπως κάθομαι στα σεντόνια αυτά σε συλλογιέμαι
ποιοι σου σβήσανε τη δίψα
και ποιος έβαλε φράγμα στον κόκκινό σου χείμαρρο;
ποιοι μ’ έκαναν στα μάτια σου μικρή
και ποιος μας έσπασε στα δυο εμάς τους ονειροπαρμένους;
δεν φτάνω απ’ τη δροσιά σου να πιώ
κι αν κουβαλάς δέκα, εκατό, χιλιάδες σώματα πάνω σου
εγώ μπορώ να τα καταρρίψω όλα
και να σου δώσω το νήμα να προχωρήσουμε άλλα τόσα βήματα
και νικηφόρα να κοιτάμε τους από κάτω
βάσανο γλυκό μου
πόσες φορές ο λογισμός μου να τρέξει προς τα εκεί
να σε συναντήσει στα μισά
και να γλείφουμε ο ένας τ’ άλλου τις πληγές;
πόσες φορές να ρωτήσω τις μέρες αν θα 'ρθεις
και τους δρόμους αν σε γεύτηκαν;
μην με φοβάσαι όπως αυθόρμητα σου ανοίγομαι
μόνο να φοβάσαι τις λέξεις που δεν είπαμε ακόμα
έλα, βάσανο γλυκό μου,
με δέκα, εκατό, χιλιάδες σώματα πάνω σου
δεν φτάνουν ούτε μια σπίθα να ανάψουν
μπροστά στη φλόγα που καίει μέσα μου
Ανώνυμο