Εισβάλλει ένα μικρό ρεύμα από το παράθυρό μου. Με επισκέπτεται τα βράδια, κι αφήνει μόνο ψιθύρους. Δες! Δες, μου λέει.
Μερικές νύχτες, οι σκέψεις μου είναι τόσο μακριά, που το σώμα μου δεν αντιδρά. Αλλά συνήθως ανυπεράσπιστο, χορεύει στους ψιθύρους.
Βλέπω τη φύση, κοιτώ το φόρεμά της. Απόψε είναι λευκό. Επί μία βδομάδα γδύνεται και με ξανασυναντά το πρωί. Δακρυσμένη, κρύβει και τα τελευταία της πέταλα. Σιωπεί, αλλά βαριανασαίνει. Κάνω υπομονή, γιατί δεν είναι έτοιμη να με υποδεχτεί. Αλλά όταν ηρεμεί, βήμα βήμα, την πλησιάζω σιωπηλά. Και τότε, της ψιθυρίζω εγώ. Εδώ! Εδώ είμαι, της λέω.
Γνωρίζει πόσο μικρός είμαι μπροστά της. Ξέρει ότι είμαι στο έλεός της. Ωστόσο, ακόμη και στο χείριστο κατακλυσμό, με αγκαλιάζει. Εγώ αντικρίζω τα μάτια της και αυτή χαζεύει τις εποχές μου.
Ξέρει πως έχει κρατήσει χρόνια αυτός ο χειμώνας.
Για μία μόνο στιγμή, στέκεται στο δρόμο μου. Ποτέ δεν επεμβαίνει. Αφήνει τα φύλλα μου να κρυφτούν σαν τα δικά της. Αφήνει τη ζωή ληθαργική και τα πλάσματα να ονειρεύονται.
Δεν υπάρχει η παραμικρή ριπή αέρα. Στέκομαι σα δεντράκι στον κήπο της. Επιτέλους, με στολίζει κι εμένα μαζί της. Επιτέλους, δεν ζηλεύω την Άνοιξη.
Ανώνυμο