Ήρθες μέσα στα σκοτάδια,
Διέρρηξες την πόρτα του εγκεφάλου μου
Χωρίς όμως να παραβιάσεις την ιδιωτικότητά μου
-Να μωρέ
Ήταν σαν να σου είχα δώσει το ελεύθερο να μπαίνεις μέσα μου όποτε θέλεις
Δεν είχα να σου κρύψω τίποτα
Κι ούτε που ήθελα.
Άνοιξες την πόρτα λοιπόν,
Ήρθες στο υπνοδωμάτιο,
Με είδες που κοιμόμουν
Κι ας ήταν νωρίς
(Η ώρα έντεκα)
Η κουβέρτα είχε πέσει στο πάτωμα,
Ήρθες και με σκέπασες
Με όση στοργή μπορούν να σκεπάσουν δυο χέρια μια ψυχή,
Έγραψες σε μια σελίδα
"Θα τα πούμε το πρωί,
Σ’ αγαπώ και να προσεχείς
Γιατί στα όνειρα πολλές φορές πεθαίνουν οι άνθρωποι
Και δεν θέλω να ξυπνήσεις τρομαγμένη.
Κυρίως γιατί δεν θέλω
Να καταλάβεις
Πως με τους αγώνες μας που αφήνουν τους ανθρώπους γύρω μας αδιάφορους,
Πεθαίνουμε κάθε μέρα"
Έκλεψες την καρδιά μου,
Την περιέθαλψες,
Την καθάρισες
-Και είναι η αλήθεια πως έβγαλε πολύ βρομιά-
Μα δεν την έβαλες στην θέση της,
Η θυρίδα είχε κλείσει
Πια ο χτύπος και ο ρυθμός του κορμιού μου σου ανήκουν
Πια σαν κύμα το σώμα μου παφλάζει
Άλλοτε δυνατά, να με ακούσουν οι πονεμένοι
Άλλοτε σιγανά, να μην ενοχλώ τους ρομαντικούς που ήρθαν να κολυμπήσουν στην δίκη μου θάλασσα κάποιο βράδυ του Αυγούστου.
"Σ’ αγαπώ και να προσεχείς" μου είπε
Και το πρωί
Ανοίγοντας τα μάτια μου είδα το πρόσωπο του.
Σε αυτό το όνειρο μωρό μου
Δεν πέθανε κανείς.
Ελένη Παπαστεργίου - Ορδαλία