Μια δίνη σχηματίστηκε στη μικρή λίμνη του χωριού μας. Κατάπιε αρχικά όλα τα ψάρια, τα νούφαρα και τα έντομα, τα ζώα στη συνέχεια που σύχναζαν για να δροσιστούν κοντά της, τα ίδια τα νερά και ό,τι άλλο βρήκε.
Τώρα πια στη θέση της ίσως χάσκει μια μαύρη βαθιά άβυσσος. Ίσως λέω γιατί κανείς δεν έχει τολμήσει να τη δει, ίσως γι' αυτό να φταίει η βιβλιοθηκονόμος της μικρής βιβλιοθήκης του χωριού που αγαπούσε πολύ τον Νίτσε και τον πρότεινε εμφατικά σε καθέναν που πατούσε το πόδι του στο γεμάτο υγρασία εκείνο υπόγειο.
Οι κάτοικοι όμως που ζουν κοντά στην άβυσσο έχουν αντιληφθεί την αλλαγή, κανένας ήχος πια δε φτάνει στα αυτιά τους από εκεί που κάποτε δέσποζε η λίμνη. Καμιά θερμότητα επίσης, μόνο ένα ψύχος βαρύ τους φέρνει σ' αμηχανία κι αναστάτωση. Και κάποιοι τολμηροί που πλησιάζουν το σημείο, πάντοτε χωρίς να κοιτάνε, ομολογούν πως αισθάνθηκαν μια πλήρη απουσία ζωής και μια απελπισία που τους έκανε να το βάλουν στα πόδια ταραγμένοι.
Κανείς δεν ξέρει το λόγο της επίσκεψης της, γιατί αυτό το χωριό, γιατί τη λίμνη, γιατί εμάς και γιατί τώρα; Έτσι όμως που πέρασαν τα χρόνια, σιγά σιγά τη συνηθίσαμε, την εντάξαμε στη ζωή μας. Ίσως χάσαμε ένα τοπίο αλλά κερδίσαμε ένα τρόπο να τρομοκρατούμε τα παιδιά μας.
Αριστοτέλης Πιττάρης