Στην εκκίνηση πατούσαμε τα κορδόνια
απ’ τα γυμνά παπούτσια μας
Ένα νησί που ναυάγησε καταμεσής της πελαγίσιας γύρης του Αιγαίου
γλίστρησε στην καταμέτρηση των ουράνιων σωμάτων
Πλέον συγκαταλέγεται κι αυτό εκεί
Σ’ όλα τα χρώματα, στα ζωηρά του έρωτα
και της λευτεριάς ακόμη
πλέκονται οι μαβιές βουκαμβίλιες και οι χρυσές γκαζάνιες στ’ απέραντο
με τις γυάλινες ακτές
και τα πέτρινα τείχη του τότε κόσμου του γνωστού
Ήταν οι κάλμες σαν ένα δίχτυ μακρινών θεών
από κείνα που μας ψαρεύουν στα ανοιχτά πελάγη
στα πιο μεγάλα ντέρτια για να μας βγάλουν ένα χαμόγελο
και μια ελπίδα μασημένη
Μια χαρούμενη επωδός στα χείλη ζωγραφισμένη
σε ένα ρόδι ανάσκελο
σε μια ίσια απουσία
ράβει το τελευταίο κουμπί του καλοκαιριού
Κοντά στο φιλιατρό των αλαργεμένων μας καημών
ο ξεχασμένος νόστος μοιάζει και πάλι αφεστώς∙
μας άσπριζε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο Κυκλαδίτικου μύλου
κι ύστερα ωκύπτερος μας άφηνε
για κάποιον ξεχασμένο ήρωα
δερματοστιξία στον σκοτεινιασμένο ουρανό
του Αυγούστου
Τον ζήσαμε κάποτε μικροί
τον ζήσαμε είπαμε και στα παιδιά όταν ανταμώσαμε έπειτα από καιρό
μα δε καταφέραμε να επιστρέψουμε ποτέ εκεί
Ένας τοκογλύφος γλάρος πετά χάμω στα πόδια μας τη συντροφιά του
και μόλις γυρνάμε την πλάτη εξαφανίζεται
μαζί με όλες τις συντυχιές του αγέρα
απ’ αυτές τις αποτρεπτικές
στο να ταξιδεύει με άλλους μαζί
Τώρα που όλα γίνονται πιο μεγάλα,
φορέσαμε τους πιο μικρούς κι ελάχιστους εαυτούς μας
Εδώ που η θάλασσα ερημώνει και ο καιρός τραβιέται
η φυρονεριά ξεγυμνώνει τα κρυμμένα ύφαλα
μαζί με όλες τις χαμένες ελπίδες που ξεχάστηκαν στις μέρες
Σ’ αυτά τα χώματα τα πέλματα έχουν συνηθίσει τα καλοκαιρινά βότσαλα
της καυτής άμμου και δεν πονάνε πια
Βότσαλα ταμένα στην αλήθεια
βιαστικοί τιμονιέρηδες τα κρατούν στα αμπάρι κρυμμένα
μαζί με μια φωτογραφία παλιάς αγαπημένης
μ’ ένα ξεθωριασμένο σ’ αγαπώ στη πίσω όψη της
να θυμίζει τα μακρινά κεχριμπάρια μιας υγρής ζωής
Ήταν η πρώτη αναμέτρηση με το Όμορφο
Ήταν η πρώτη ήττα…
Το κουμπί έκλεισε.
Ιδρώνουν τα σύγνεφα και νεύουν τα πρώτα δάκρυα θαλπωρής
να ξεδιψάσουν τους ψαροβαρκάρηδες και τους μακρινούς αναχωρητές των ορέων
Σε ματιές αθώες του δειλινού
εκεί που κάποτε αντικρίζαμε τις λευκές φάλαινες του ουρανού
αντικρίζουμε τη νοσταλγία της ήβης
Μάθαμε να ζούμε στα χρόνια τα κατοπινά
και πλέον διαλαλούμε πως δεν μας πειράζει
Όπως και να ‘χε τρίτη ζωή δεν είχε
Θοδωρής Κουτσοδήμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου