Η φωτιά που σε έκαιγε πάγωσε στο χρόνο
Και από τους τροπικούς στον καυτό πάγο κοιμάσαι τώρα
Έπεσαν τα φύλλα στο πουδρένιο χώμα, σιωπηλή αγκαλιά του τέλους.
Οι δρόμοι που άνοιξες, φλεγόμενους βάτους γέμισαν, μια ωδή στους ξεχασμένους νόμους.
Στους αλλοτινούς καιρούς που έζησες η λησμονιά έγινε σεντόνι, κεντημένο με χέρια ματωμένα
Ότι πήρες με τόκο το επέστρεψες και μάταια ψάχνεις μέσα στις τσέπες σου, απομεινάρια αυτού που ήσουν να βρεις.
Μεγάλες προσευχές στα φαγωμένα σκαλοπάτια όλο κάνεις, μα μέσα δεν τολμάς να μπεις.
Πίσω από την ουρά απ' το στάχυ κρύφτηκες,
σαν είδες να καταφτάνει ο Αλωνάρης με το δρεπάνι στο οστέινο χέρι του.
Ο θέρος είναι πόλεμος και εσύ δεν είσαι πια στρατιώτης
Κάτω από τα ψαθια και τα λευκά κεφαλομάντιλα νιώθεις την αγωνία, ιδρώτας που κυλάει,
μα ξέρεις πως εσύ είσαι πρώτος στο τεφτέρι που από την τσέπη του εξέχει.
Το τρέμουλο σου δεν είναι από το κρύο που σε τύλιξε αλλά από την γνώση που σε κατακλύζει.
Η ώρα του θερισμού έφτασε και τα ψωμωμένα στάχυα αργά γέρνουν το κεφάλι καθώς ο ήχος από το δρεπάνι τα σιμώνει.
Κωνσταντίνα Βασιλακόπουλου