Όσο σφίγγεις τον ήλιο στην αριστερή σου χούφτα
φτύνω ζέστη να ξεχαστώ
Έρχομαι στο πρόσωπο σου αμίλητη
μαθαίνω κάθε συλλαβή από την αρχή
Κι ας μαζεύω την σελήνη από τον δεξί σου δείκτη
κρυώνεις όταν ξημερώνω πάνω στις λέξεις σου
Εγώ δεν έχω τις δικές μου είναι όλες αλλωνών
ήταν όλοι τους αλλωνών
Κι εσύ ολόδικός μου, αρκεί να μην σου κοστίζω τίποτα
Ανεβάζω την φωνή, αλλά δεν έχω μιλιά
Ούτως ή άλλως η αγάπη είναι άρρητη
Κρίμα που μάθαμε στα κλάσματα
Αν άφηνα λίγο τα μαθηματικά, αν έβαζες λίγη γλώσσα
Δεν θα πατώναμε στη χημεία, κλειδώσαμε τη τάξη
μια ατέλειωτη κοπάνα ώσπου να βγει ο χειμώνας
να μεγαλώσουν οι μέρες και εγώ να μείνω μικρή
όπως σε γνώρισα πριν καν σε πρωτοδώ
ξάπλα σε μια τριχωτή νυχτερινή κουφόβραση
με τις μύτες των ποδιών γατζωμένες στην άκρη
του πρώτου φόβου
του πρώτου φιλιού
του πρώτου μεθυσιού
της δεύτερης παρουσίας
της τρίτης και φαρμακερής εξαύλωσης
του τέταρτου που τελικά ήπια ολόκληρο
της μεγάλης πέμπτης με την βιρτζίνια γουλφ
της έκτης δημοτικού, το αγαπητό μου ημερολόγιο
της έβδομης ημέρας αφιερωμένη στο χανγκόβερ
του όγδοου οίκου και χρονιάς
της ένατης κάρτας της μεγάλης αρκάνας
του δέκα του καλού -
το χαρτί που αφήνουμε έξω για μια παρτίδα αγωνίας
είναι το πιο σημαντικό και χρειάζεται να παίρνει αέρα
αν ήξερα πως να εκπνέω θα γινόμουν ο ανεμιστήρας σου
αλλά ας μην μοιάξω με εκείνο το κομμάτι
που θα λεγες τρέντι λες και
έχουμε οποιοδήποτε σημείο συνοχής όταν δεν ψειρίζουμε
τις συγχρονικότητες από τα λόγια των άλλων
λες και θα έπεφτε το ρεύμα αν έριχνα τον ιδρώτα σου
όσο έκανες ζάπινγκ από το ματς στο πάνελ
και στην κλήρωση του λόττο λες
πως είναι πολύ όμορφη εκείνη η πολύ όμορφη κοπέλα
λες καμιά φορά πως είμαι όμορφη κι εγώ
λες να πάμε σπίτι μας και σε κρύβω στον διάδρομο
χαζεύω την χειμέρια νάρκη πάνω στην γυρισμένη πλάτη
λυπάσαι που δεν με παίρνει ο ύπνος
λυπάμαι που ξημέρωσε το καλοκαίρι
και φέτος, αναρίθμητο.
ε.