Δώσ' μου
ν' ανοίξω εγώ
τον δικό σου τον λογαριασμό,
να δεις
πώς με χτυπάει το χαμόγελό σου κατευθείαν στην καρδιά και κοροϊδεύω τον λιγνίτη
Αφροδίτη Κατσαδούρη
Δώσ' μου
ν' ανοίξω εγώ
τον δικό σου τον λογαριασμό,
να δεις
πώς με χτυπάει το χαμόγελό σου κατευθείαν στην καρδιά και κοροϊδεύω τον λιγνίτη
Αφροδίτη Κατσαδούρη
μου λείπει η προηγούμενη ζωή μου
να κρέμομαι απ’τα χείλη μιας χορωδίας
μέσα στο κύμα της φωνής κάποιου άλλου
και ήμουν μισή, αλλά ήξερα ακριβώς ποιο μισό μου έλειπε
και τι θα έπρεπε να κάνω για να το γεμίσω
τίποτα δε μ’ευχαριστεί
σκάω κάτω με δύναμη απ’ τον τρίτο
και τινάζω απλά τη σκόνη από το παλτό μου
για να ξανασηκωθώ και να πάω δουλειά
ξανά, και ξανά, και πάλι, και κάθε μέρα μέχρι τη μέρα
που όταν σκάσω κάτω όπως συνήθισα πια
θα γίνω ένα με το χώμα
ήταν τόσο μικρή, μα μπορώ ακόμα να τη δω
να στέκεται στη στάση του λεωφορείου
περιμένοντας ν’αλλάξει κάτι που να φαίνεται
ή να παίρνει τα πόδια της κλαίγοντας για το σπίτι
όταν δεν της έβγαινε
(ποτέ δεν της έβγαινε)
πόσο πιο αληθινή ήταν; πόσο πιο διασώσιμη;
το πρωί, ανάμεσα στους αγνώστους στο μετρό
είναι τόσο εύκολο να το νιώσω:
δεν είμαι εκεί για κανέναν άλλο
πέρα από τον εαυτό μου, και ακόμη κι αυτό
είναι συζητήσιμο
ungrateful
Το ποντίκι εκεί
το βελάκι δίπλα στο όνομά σου
online offline online offline
με κάθε αναπνοή
πίεση ξανά πίεση αποσυμπίεση
τα γράμματα
το ένα δίπλα στο άλλο
το enter απόμακρο
καρδιοχτύπι και πλήκτρο
όλα τα δάχτυλα
μανιωδώς στο escape
μικρή στιχομυθία
χαμένη στο space
Γιόλι Μπεζ
Μου έκανε δώρο
ένα πακέτο τσιγάρα
να τα καπνίζω
και να την σκέφτομαι
κι εκείνη έφυγε
κι εγώ καπνίζω
και την σκέφτομαι
όταν τελειώσει το πακέτο
θα σταματήσω να την σκέφτομαι
ή μήπως να κόψω το τσιγάρο
να κρατήσω το πακέτο
και να σε σκέφτομαι
σαν μια καλή συνήθεια
και όχι σαν μια όμορφη
αργή και βασανιστική βοήθεια
ΒΚ
Σκάβουμε ασταμάτητα από το πρωί·
μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε επιτέλους;
Καθένας σκάβει όπως μπορεί·
άλλος με το φτυάρι, άλλος με τα χέρια,
άλλος δεν έχει ούτε χέρια ούτε φτυάρι
και σκάβει με τα δόντια –
μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε;
Τριγύρω το χώμα υγρό·
η βροχή σταματά λίγο κι ύστερα
ξαναρχινάει
πιο δυνατή, πιο σφοδρή
κι ανατριχιάζει τα κόκκαλά μας.
Ωστόσο, καθένας έχει τον λάκκο του.
Δώθε ένας έχει πάρει το χρώμα αυτό
λίγο πριν ξεψυχήσει,
μα δεν σταματά να σκάβει
κι όλο επιμένει κι επιβιώνει.
Ο κόσμος όλος γίνεται και πιο μαύρος,
πιο σκοτεινός κι εμείς πλέον βλέπουμε
μόνο τα χέρια μας μελανιασμένα
κι εκείνους τους λάκκους
που μας κοιτάζουν πάντα πίσω.
Νύχτωσε πια·
η ψυχή μας κουράστηκε,
δεν μπορεί άλλο να περιμένει.
Αδράξαμε όλη την μέρα μας σκάβοντας·
ο λάκκος που μας κοιτάζει πίσω
είναι δικός μας λάκκος.
Αφήνουμε τα φτυάρια ή τα χέρια ή τα δόντια–
μπαίνουμε μέσα.
Τώρα μπορούμε να σταματήσουμε.
Λευτέρης Χονδρός