Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

Ω ΔΕΗ


Δώσ' μου

ν' ανοίξω εγώ

τον δικό σου τον λογαριασμό,

να δεις

πώς με χτυπάει το χαμόγελό σου κατευθείαν στην καρδιά και κοροϊδεύω τον λιγνίτη


Αφροδίτη Κατσαδούρη

συζητήσιμο

 μου λείπει η προηγούμενη ζωή μου

να κρέμομαι απ’τα χείλη μιας χορωδίας

μέσα στο κύμα της φωνής κάποιου άλλου

και ήμουν μισή, αλλά ήξερα ακριβώς ποιο μισό μου έλειπε

και τι θα έπρεπε να κάνω για να το γεμίσω


τίποτα δε μ’ευχαριστεί

σκάω κάτω με δύναμη απ’ τον τρίτο

και τινάζω απλά τη σκόνη από το παλτό μου

για να ξανασηκωθώ και να πάω δουλειά

ξανά, και ξανά, και πάλι, και κάθε μέρα μέχρι τη μέρα

που όταν σκάσω κάτω όπως συνήθισα πια

θα γίνω ένα με το χώμα


ήταν τόσο μικρή, μα μπορώ ακόμα να τη δω

να στέκεται στη στάση του λεωφορείου

περιμένοντας ν’αλλάξει κάτι που να φαίνεται

ή να παίρνει τα πόδια της κλαίγοντας για το σπίτι

όταν δεν της έβγαινε 

(ποτέ δεν της έβγαινε)

πόσο πιο αληθινή ήταν; πόσο πιο διασώσιμη;


το πρωί, ανάμεσα στους αγνώστους στο μετρό

είναι τόσο εύκολο να το νιώσω:

δεν είμαι εκεί για κανέναν άλλο 

πέρα από τον εαυτό μου, και ακόμη κι αυτό

είναι συζητήσιμο


ungrateful


Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Στο πρόχειρο

Το ποντίκι εκεί 

το βελάκι δίπλα στο όνομά σου

online offline online offline

με κάθε αναπνοή 

πίεση ξανά πίεση αποσυμπίεση

τα γράμματα 

το ένα δίπλα στο άλλο 

το enter απόμακρο

καρδιοχτύπι και πλήκτρο

όλα τα δάχτυλα 

μανιωδώς στο escape

μικρή στιχομυθία

χαμένη στο space


Γιόλι Μπεζ


Τα τσιγάρα που μου χάρισες

Μου έκανε δώρο 

ένα πακέτο τσιγάρα

να τα καπνίζω

και να την σκέφτομαι

κι εκείνη έφυγε 

κι εγώ καπνίζω

και την σκέφτομαι

όταν τελειώσει το πακέτο

θα σταματήσω να την σκέφτομαι

ή μήπως να κόψω το τσιγάρο

να κρατήσω το πακέτο 

και να σε σκέφτομαι

σαν μια καλή συνήθεια 

και όχι σαν μια όμορφη 

αργή και βασανιστική βοήθεια


ΒΚ

Οι νεκροθάφτες


Σκάβουμε ασταμάτητα από το πρωί· 

μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε επιτέλους; 

Καθένας σκάβει όπως μπορεί· 

άλλος με το φτυάρι, άλλος με τα χέρια, 

άλλος δεν έχει ούτε χέρια ούτε φτυάρι 

και σκάβει με τα δόντια –

μα τι θέλουμε να ξεθάψουμε; 

Τριγύρω το χώμα υγρό· 

η βροχή σταματά λίγο κι ύστερα 

ξαναρχινάει 

πιο δυνατή, πιο σφοδρή 

κι ανατριχιάζει τα κόκκαλά μας. 

Ωστόσο, καθένας έχει τον λάκκο του. 

Δώθε ένας έχει πάρει το χρώμα αυτό 

λίγο πριν ξεψυχήσει, 

μα δεν σταματά να σκάβει 

κι όλο επιμένει κι επιβιώνει. 

Ο κόσμος όλος γίνεται και πιο μαύρος, 

πιο σκοτεινός κι εμείς πλέον βλέπουμε 

μόνο τα χέρια μας μελανιασμένα 

κι εκείνους τους λάκκους 

που μας κοιτάζουν πάντα πίσω. 

Νύχτωσε πια· 

η ψυχή μας κουράστηκε, 

δεν μπορεί άλλο να περιμένει. 

Αδράξαμε όλη την μέρα μας σκάβοντας·

ο λάκκος που μας κοιτάζει πίσω 

είναι δικός μας λάκκος.

Αφήνουμε τα φτυάρια ή τα χέρια ή τα δόντια–

μπαίνουμε μέσα. 

Τώρα μπορούμε να σταματήσουμε.


Λευτέρης Χονδρός