ξηλώνεται η μεγαλεπήβολη παιδική μου αυταπάτη
και στα τριάντα μου
αντί για κατουρημένο παιδί
έχω ένα μουσκεμένο παντελόνι
και στα τριάντα μου
δουλεύω χωρίς κόμπλεξ
ντελίβερι
βοσκός
οικοδομή
εργάτης στα χωράφια
καθαρίστρια σε σκάλες
σερβιτόρα υποτακτική
κάνω τα πάντα
να μουσκέψω
αγχωμένη
το βρακί
να στάξει ψωμί
και στα τριάντα μου
κάνω τη ζωή του παππού μου το ’60 στο χωριό
εκείνος με αγκλίτσα
εγώ με το βιβλίο των Αρχαίων στη βροχή
ή ισορροπώντας με ένα ακριβό μπουκάλι κρασί
δεν ξέφυγα
είμαι η διαπιστωμένη απόδειξη των αναπόδραστων κύκλων της ζωής
το βάσανο του Σύριου πρόσφυγα που σπούδασε για μία καλύτερη ζωή
κι έγινε ράφτης στον νέο κόσμο για να σωθεί
ο Αλβανός που πέρασε τα σύνορα
κι ήρθε στην πόλη απ’ το χωριό
και υπομένει κάτω από ένα υπόστεγο την φιλελευθεροποίηση της αγοράς
ο μαύρος μετανάστης της Κυψέλης απ’ την ακτή ελεφαντοστού
που προσπαθούν να κλέψουν από τα μεγάλα του χείλη κάθε ανάπαυλα χαμόγελου
είμαι εκείνη
που κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι μου παίρνουν τη δουλειά
ξυπνάω
και σκοτώνω
τα πτυχία μου
σε κρίση υπαρξιακή
σε ώρα που τα τέλματα βραχυκυκλώνουν τους καημένους τους φτωχούς
και σε εποχές που δεν μας λογαριάζουν
παρά μόνο για πράξη τελική
ληξιαρχική
σε αναπόφευκτες, πατέρα, μοίρες ζωής.
Μάνα, άσε με κι εσύ
βγαίνω πάλι στους δρόμους για δουλειά
το ξέρω ότι τελευταία
έχω απομακρυνθεί από όλους πολύ
αλλά γι’ αυτό δεν με τάιζες τόσα βιβλία από μικρό παιδί;
Έχω φύγει, μαμά.
Να προσέχεις τα ήσυχα και ζεστά παιδικά μου βραδιά.
Αφροδίτη Κατσαδούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου