Ξάπλωσε δίπλα μου.
Ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου, το φεγγάρι.
και μου χαμογέλασε.
κι ύστερα άπλωσε το ψυχρό λευκό πέπλο του
με την κυνικότητα του χρόνου και την στοργή της μάνας
καθρεπτιζότανε ο παγωμένος χωροχρόνος και αντανακλούσε μέσα του, την πορφυρά λουσμένη γαία
πώς αναδύονται σαν να'ναι ηφαίστειο τα κορμιά κι ακροβατούν ανάμεσα μας
γέλια ακούγονται, κραυγές
αναγεννιούνται οι ψυχές των πονεμένων, των αδικοχαμένων
εκείνων, των χρόνια καταπιεσμένων
πώς θρέφουνε τα κράτη τους, τα κτήνη
πώς τα παιδιά αυτά - κι άλλα - πολλά παιδιά χορεύουνε
μα είν' ο χορός ολόγυρα μας, ξένος
τα χέρια τους απλώνουνε μα θλίβονται στο πέρασμα απ'την λήθη
μικροπρεπείς και λίγοι
εμείς
άραγε, τι έπεται στην ιστορία να γραφτεί για να μας συγκινήσει;
κι άραγε, το φεγγάρι αν εκραγεί, θα μας ξυπνήσει;
Ανώνυμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου