κι όσο ξημέρωνε κολλούσαμε
και όσο αφήναμε ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες μπαίνανε ακάλεστοι
κάθε λογής περαστικοί
και μύγες
αχ, οι μύγες
χειρότερες κι από τα κουνούπια
ψάχνανε αδιάκριτα τα ρούχα σου και τα μαλλιά μου
και στο τέλος μας αδειάσανε τις τσέπες
και έφυγαν μέσα στη ζέστη,
χάθηκαν μεταξύ ψυχρού και θερμού ρεύματος
λίβα και ερκοντίσιον
παράνοιας και όασης
μ΄ένα μαγιό στο χρώμα της ζέστης που, τι τύχη
ούτε οχτώ ευρώ δεν κόστιζε
έπαιζε αφρικάνικα και χόρευε μανιωδώς
και ίδρωνε μανιωδώς
και δε μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από αυτό το θέαμα
και όσο ξημέρωνε κολλούσαμε
κι όσο κολλούσαμε
ξημέρωνε
και η ζέστη, μάτια μου, είναι κολλητική, φύγε από πάνω μου
σε θέλω, αλλά
με αυτή τη ζέστη
ίσως να μη με θες εσύ
σκέψου το – αγκαλιά με τον ανεμιστήρα
είμαστε πολλοί για να χωρέσουμε σ’ένα μαγιό
τι θα έλεγες για γυμνισμό;
Α.(ρετή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου