Προσπαθούσα να βρω την έξοδο, ώσπου βρήκα το σκοινί απ' το ταβάνι. Το φόρεσα και μου πήγαινε τόσο πολύ, όπως εκείνο το πλεκτό κασκόλ της γιαγιάς. Έμοιαζα με φωτιστικό, μόνο που γύρω μου, αντί για φως, υπήρχαν δάκρυα, αστέρια και σκοτάδι.
Τώρα, από 'δω, δεν μπορώ να σου εξηγήσω και πολλά. Όχι πως από εκεί μπορούσα. Αλλά έπρεπε να είχες καταλάβει ότι η ταπετσαρία της ζωούλας μας ήθελε ξύσιμο. Δεν πειράζει, τουλάχιστον τώρα ούτε κρυώνω, ούτε ζεσταίνομαι. Έχει την ίδια θερμοκρασία εδώ. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Και άπνοια. Τρομερή άπνοια.
Θέλω μόνο να σου ζητήσω μια συγγνώμη που δεν μπόρεσα να ντυθώ νωρίτερα και είσαι αναγκασμένη να αργήσεις λιγάκι στη δουλεία σου. Αλλά η απελπισία έπρεπε να πάρει σάρκα και οστά. Πέτυχε και ήταν τα δικά μου.
Την επόμενη φορά θα το κάνω ξημερώματα.
Ρούσσης Σωτήρης