Σήμερα φόρεσα την τσαλακωμένη μου φούστα και βγήκα έξω.
Βαρέθηκα να την σιδερώσω και αποφάσισα ότι έτσι και αλλιώς πήγαινα να αγοράσω φράουλες Μανωλάδας και μια σιδερωμένη φούστα δεν θα με έκανε καλύτερο άνθρωπο.
Στον δρόμο θυμήθηκα εσένα. Πάντα σου φώναζα να μην βγαίνεις έξω με τις μπλούζες ασιδέρωτες. Τι χαζή που ήμουν, δεν είχα καταλάβει τότε πόσο τσαλακωμένος μπορεί να είναι ο έρωτας. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο θα τσαλακωνόμουν για εσένα σήμερα.
Τι να κάνω τώρα που το κατάλαβα; Να βγάλω όλα μου τα ρούχα, να αδειάσω την ντουλάπα, να τα πετάξω όλα ένα ένα κάτω, ζαρωμένα, πατημένα, ποδοπατημένα, κουβάρια να σέρνονται, να τα πάρω αγκαλιά, να’ ρθω να σου τα δείξω, να σου πω Να Τόσο Σ’ Αγαπώ.
Όμως τώρα είναι αργά. Έγινε η ζωή μας ατσαλάκωτη και εσύ αγόρασες σίδερο για να με ξεχάσεις.
Επιστρέφω σπίτι, κοιτάζω την ντουλάπα μου, τρώω μια φράουλα και νιώθω για σήμερα ο χειρότερος άνθρωπος επί γης.
Α.