Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Άτιτλο

Διάττων αστέρας, έσβησε
μέχρι το πρώτο φως της μέρας να φανεί.
Με ταχύτητα σφαίρας κατάφερε
κι απόψε να χαθεί.
Κι αν διάλεξες εκείνον να εκπληρώσει
της ψυχής σου τη βαθύτερη ευχή
λυπάμαι, αλλά ατύχησες!
Το πέρασμα του ολάκερο
-μα πόσο γρήγορα ξεψύχησες;-
αντικρίσαμε, φοβάμαι.

Παναγιώτης Γκαραβέλας

Ευθανασία


Και μάλλον τα βήματα σου δεν θα ακουστούν ξανά απ’ το σαλόνι στο δωμάτιο.
Και μάλλον θα αφεθείς στα βήματα που κάναμε για σένα.

Κοράκι

Ένας υπέροχος άνθρωπος


Ρυτίδιασες
Το χρώμα των μαλλιών σου πλέον κάτασπρο με λίγες μαύρες τρίχες στην άκρη
Τα μάτια σου μικρά σκιστά με σακούλες που δείχνουν το πέρασμα των χρόνων πάνω σου..
Μα η ομορφιά σου παραμένει μαζί και οι ιστορίες σου.Σε κάθε γιορτινό τραπέζι παίρνεις τον ρόλο του αφηγητή και εμείς το ακροατήριο σου όπου μας μεταφέρεις στα χρόνια της νεότητος σου μιλώντας για πλατωνικού έρωτες.Να καμαρώνεις για τον εαυτό σου και εμείς εσένα.Ώρες ώρες σαν μικρό παιδί αγνό τρυφερό
Μεγαλώνουμε γιαγιά μεγαλώνεις και εσύ και οι ιστορίες σου πλέον επαναλαμβάνονται.

Ανώνυμο 

1:46


Ο ουρανός πάλι μωβ, ο καπνός από το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας σιγά σιγά χάνεται από τα μάτια μου.
Με τον καπνό στο κεφάλι μου όμως τι θα γίνει;
Μέσα σε αυτή την ασυναρτησία που ονομάζω σκέψη σε θυμήθηκα,σύντομα και ευγενικά,σαν την βροχή που μόλις τελείωσε.
Τόσο γρήγορη,τόσο ήρεμη .
Ίσα ίσα να σπάσει την ησυχία.
Ξέρεις για ποια ησυχία λέω, αυτή που με τρελαίνει,αυτή που κάνει τον καπνό πυρκαγιά.


Για την Χ

Kainson

Παρομοίωση




Δυό πουλιά και ένα αστέρι
Πετάνε προς το άγνωστο
Κι είναι οι αντιστοιχίες
της παρομοίωσης πολλές

Πολλά μπορεί να πει κανείς 
με δυο ουσιαστικά κι ένα ρήμα
Και ακόμα λιγότερα
με ακόμα πιο πολλά

Καινοφανείς οι πόθοι μας
ψυχορραγούν μες στο γυαλί

Ανεκπλήρωτο όνειρο τα μυστικά μας
άρωμα που ξεθωριάζει
στης καθημερινότητας το άυλο πανί



Αθηνά Μελή

8-8-18


Είναι βαρύ αυτό το βράδυ.
Το στομάχι άδειο.
Μόνο η λέξεις σου, έμειναν μπροστά μου.
Φευγαλέα πρέπει να πω... Φτάνει.
Και να γίνω σκόνη, στον αέρα αυτό που ζω.

Ζορτι

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Άτιτλο



Σήμερα άκουσα το όνομα σου στο δρόμο.

                                   Τρικυμία στα νερά του κορμιού μου.
τέσσερις συλλαβές
οχτώ γράμματα
                                    Δε φανταζόμουν.

 [ πες μου, πόσες και απόψε απομένουν; ]
                                                                                                    αλαλαφροΐσκιωτη

Παραμύθι


Μια φορά και έναν καιρό
υπήρχε άγριο και κολασμένο σκοτάδι,
μια φορά και έναν καιρό
στο μαρτύριό μου υπήρξε ψεγάδι.
Γιατί μέχρι που νύχτα όμορφη ανέτειλε,
δεν ήξερα πώς να χαμογελάσω,
άνθρωπος του δακρύου ήμουν, ένα σκοτάδι
μονίμως με εμπόδιζε τα όνειρά μου να πιάσω.
Μέχρι που νύχτα με σελήνη και δροσιά ανέτειλε,
μια ελπίδα μου να ξεχάσω,
στα μάτια σου τα ξεχασμένα είδα
τον προορισμό στον οποίο θέλησα να φτάσω.
Νύχτα που μου κράτησες το χέρι,
μικρό έγινα παιδί και πάλι,
και χάθηκα στα σύννεφα, τους ουρανούς, τα αστέρια,
εγώ, ο άνθρωπος που για καρδιά έφερε ατσάλι.
Στα πέρατα της ομορφιάς σου σαν χανόμουν,
τον ήλιο και την θάλασσα του θέρους
σε δυο μάτια ανθρώπου συναντούσα,
πώς μπόρεσε ένα βλέμμα να κοπάσει τους ανέμους;
Όσο δυσθεώρητη και αν είναι η κορυφή,
όπου το αστέρι μου μια μέρα θα βρω,
δύο μάτια ανθρώπου σε ένα παραμύθι
μου έμαθαν να ζω.
Και αν οι άνθρωποι δακρύζουν,
για όσα τις καρδιές τους στεναχωρούν,
καταφύγιο στο δικό τους παραμύθι είθε ν’ εύρουν
σαν ανθρώπου μάτια ερωτευτούν.

Luc Spero

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Χειμερινή κολύμβηση


Κάθε καλοκαίρι το παίρνω μαζί,
το φοράω σαν Μάρτη τις Παρασκευές.
Κ' είναι η αψάδα της πέτρας,
το φως το παράφορο,
το τραγούδι σου στον ανήφορο
που κάνει τη ζωή να μιμείται την τέχνη.
Οι αποχωρισμοί μας.
Τα Κάστρα με τις μπλε μοκέτες και τα γαλάζια ταβάνια,
που θα 'ρθούν καλύτεροι μηχανικοί να τα αναστηλώσουν,
να τους δώσουν,
 τάχα ,
την πραγματική τους υπόσταση στην Ιστορία.
Λησμονημένοι εμείς.
Αχ, πόσο εύκολο είναι να παραδοθεί κανείς στην μυθολογία του τόπου του,
να μπει κάτω από το χώμα,
στην γλυκιά αγκαλιά των σκουληκιών,
και να ξεχάσει για πάντα τι θα πει καλοκαίρι.

K.B.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ορισμός του ιδανικού


Αμέτρητες σκέψεις σήμερα, για τον χειμώνα που
Έρχεται
Για την ζωή που
Φεύγει, και γι’ αυτή που
Έρχεται.
Στέκομαι μόνη, περιτριγυρισμένη από όλους και
Κανέναν
Νοιώθοντας την μοναξιά τόσο αναγκαία μερικές φορές.
Σκοτείνιασε.
Τόσο δύσκολο και τόσο εύκολο να μένει κανείς μόνος,
Τα φώτα κλείνουν.
Ησυχία, σκοτάδι, ομίχλη
Ορισμός της ιδανικής μοναξιάς.
Η ομίχλη διαπέρασε το κλειστό ερμητικά παράθυρο
Γεμίζοντας την άδεια μου ψυχή.
Τόσο εύκολο να μένει κανείς μόνος. 


Lluvia

Ωδή στο μάτι μου που με κοίταζε

Ωδή στο μάτι μου που με κοίταζε:
Με ξέρασε το βουνό,
Με ήπιε ολόκληρο η θάλασσα.
Η σκιά μου, έκανε έκλειψη με τον Ήλιο.
Κυνήγησα τη Σελήνη κι αυτή κρύφτηκε πίσω από τον Άρη.
Έκαψα τον Αίολο και φύτεψα στις στάχτες του τον Παγετό.
Έκλεισα το μάτι στο Δαίμονα κι αυτός εξορίστηκε σε κάποιο Παράδεισο.

ødy

Τετάρτες


Κούραση, άγχος και μυρωδιά από τσιγάρο στ’ ακροδάχτυλα
Η νοητική εξάντληση συναγωνίζεται την σωματική
Μάθημα πάνω στο μάθημα, με μοναχικές διαδρομές για διάλειμμα
Μηνύματα που δεν μου απάντησες όταν το χρειαζόμουν
Βασανιστικές ώρες στο αστικό συντροφιά με αμέτρητα άγνωστα πρόσωπα
Κι αυτόν τον καύσωνα που τείνει μονίμως να στραγγίσει κάθε συναίσθημα από πάνω μου
Μάταιες προσπάθειες να σε συναντήσω κάπου στο πλήθος
Σίγουρος πως τα μάτια σου θα αναγεννήσουν την όρεξή μου για ζωή
Κι ας ξέρω πως για σένα θα ‘ναι απλώς μια ακόμη Τετάρτη

jf

Τετάρτη βράδυ


Από έξω επικρατεί μια εκκωφαντική σιωπή
Και μέσα μου ένας θόρυβος που στέκεται αμίλητος.
Καθώς οδηγούμαι προς το σπίτι μου
Μέσα σε ένα αποστειρωμένο από αισθήματα αστικό
Μετακινείται και η σκέψη μου,
Έτσι αδέσποτη σαν είναι.
Από την μια σταγόνα της μνήμης στην επόμενη.
Και βρίσκομαι ξαφνικά λουσμένη ολόκληρη
Από αμέτρητες μνήμες που δεν λένε να στεγνώσουν.
Καμία απαλυντική αγκαλιά,
Και καμία παρηγορητική συζήτηση ,
Δεν μπορεί να βοηθήσει.
Παρά μόνο η λήθη.

Στέγνωσα.

Μα η βροχή δεν έχει τελειώσει.



Μαρίτα

ΑΒ Βασιλόπουλος


Στου σούπερ μάρκετ την ουρά
Με έπιασε η γκρίνια ξαφνικά
Κι έτσι μου ήρθε να σου πω
Όσα σκεφτόμουνα καιρό

Στα αλήθεια πόσες οι φορές
Που δε μου φέρθηκες καλά
«Ήταν στα νεύρα επάνω» λες
Όμως θυμήσου μια βραδιά

Που είχες μέσα σου θυμό
Τα ‘κανες όλα ρημαδιό
«Κι αν είναι να ‘ρθεις στο νησί
Δε θα με δεις ζωγραφιστή!»

Ήταν τα λόγια σου βαριά
Και τα ξεσπάσματα πολλά
Μόνο βρισιές και προσβολές
Που είσαι εσύ που ήθελα χθες;

Και λέει η ταμίας αυστηρά
«Εγώ δεν κάνω τουρισμό.
Είστε σαράντα στρογγυλά.
Μακάρι να ‘χα και ρεπό!»

Ήταν μεγάλη η ντροπή
Κι έφυγε η γκρίνια στη στιγμή
Πήρα τα ψώνια στο λεπτό
Κι ούτε που σου ‘πα «σ’ αγαπώ»

Πελώριο κβάντο