Κάποτε πίστευα πως θα με γεμίσουνε οι νίκες,
κόντρα σε αόρατους ανθρώπους.
Κάποτε πίστευα πως οι δίνες,
έκαναν τρωτούς τους ατρώτους.
Κάποτε στο σώμα μιας, δυο, δεκάδων γυναικών,
είχα συνηθίσει το αδύνατο να αναζητώ.
Κάποτε σκέφτηκα τους όρους να αλλάξω,
και την αγάπη να αποτινάξω.
Κάποτε έτρεξα στο σκοτάδι μου για να κλειστώ,
από το φως του Ηλίου να σωθώ.
Κάποτε θεώρησα πως για να με βρω,
πρέπει πρώτα από όλα να χαθώ.
Κάποτε κοίταξε στις καρδιές τον άλλων,
μα την δική μου άβυσσο κοίταζα μάλλον.
Κάποτε με έλουσα βενζίνη και άναψα φωτιά,
κι έψαχνα άλλους καμένους για παρηγοριά.
Κάποτε πίστεψα πως για όλα έφταιγα εγώ,
και σαν πρόβλημα ότι έπρεπε να λυθώ.
Κάποτε αντέδρασα και είπα πως οι άλλοι φταίνε,
μα με σταμάτησαν τα μάτια σου όταν κλαίνε.
Κάποτε σκέφτηκα να τα βάλω με τον Θεό,
μα στο σκοτάδι μου υπάρχω μόνο εγώ.
Κάποτε σκέφτηκα στο ραντεβού μας να αργήσω,
μα στην ιδέα να με θρηνείς δεν άντεχα να ζήσω.
Κάποτε σκέφτηκα πως όλα τα έχω σκεφτεί,
και για να μην μείνω μόνος μου άρχισα απ’την αρχή.
Κάποτε είδα πως για να σε συναντήσω,
πρέπει να πάψω την φωτιά να προσπαθώ να σβήσω.
Αρμάνδος Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου