Πεθαίνοντας στην Αθήνα
Στην αρχή έμοιαζε με κουβέρτα/ παχιά μάλλινη με ένα γερό στρώμα σκόνης/ τραχιά, βαριά, μυρωδιά αποπνικτική μπαούλου/ έπεσε μαλακά και κάλυψε τους ήχους.
Εδώ κι έναν χρόνο ήταν χυλός παχύς/ κολλώδης/ καθιστά ανέφικτη την κίνηση/ στάζει από τα χέρια και τα πόδια μου κομμάτια/ τα τραβάει πίσω στην καφετιά ακινησία.
Τις τελευταίες μέρες άλλαξε πάλι/ έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα από ένα μεγάλο καζάνι με μαύρη πίσσα που βράζει/ κοχλάζει και ξερνάει καπνούς/ είναι κολλώδης αλλά ζεματιστή/ κάνει τα πάντα να μαυρίζουν απ' τις αναθυμιάσεις/ είναι ο θάνατος.
Απρίλιος 2017
Ανώνυμο
Στην αρχή έμοιαζε με κουβέρτα/ παχιά μάλλινη με ένα γερό στρώμα σκόνης/ τραχιά, βαριά, μυρωδιά αποπνικτική μπαούλου/ έπεσε μαλακά και κάλυψε τους ήχους.
Εδώ κι έναν χρόνο ήταν χυλός παχύς/ κολλώδης/ καθιστά ανέφικτη την κίνηση/ στάζει από τα χέρια και τα πόδια μου κομμάτια/ τα τραβάει πίσω στην καφετιά ακινησία.
Τις τελευταίες μέρες άλλαξε πάλι/ έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα από ένα μεγάλο καζάνι με μαύρη πίσσα που βράζει/ κοχλάζει και ξερνάει καπνούς/ είναι κολλώδης αλλά ζεματιστή/ κάνει τα πάντα να μαυρίζουν απ' τις αναθυμιάσεις/ είναι ο θάνατος.
Απρίλιος 2017
Ανώνυμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου