Κι αυτή η καταθλιπτική μας πόλη
Δεν μας αφήνει λίγο χρόνο να λησμονήσουμε.
Μικρές οθόνες στα παγκάκια, στις γωνίες,
στις πλατείες , στα δωμάτια, στα βρώμικα κρεβάτια
που προβάλλουν όλα εκείνα που μας ταράζουν.
Και ύστερα η ποίηση, η καταπίεση και το αλκοόλ.
Ύστερα το ψύχος και η πλημμύρες.
Αλκυονίδες μέρες δεν προβλέπονται.
Η αγωνία τρομερή ξεβάφει στην μελαγχολία μας
Και φτιάχνει χρώμα πένθιμο, λευκό,
εκείνο του ματιού του σαλεμένου σκύλου.
Η αναπόληση βασανιστική,
τα ταξίδια, ο πόνος του σώματος και της ψυχής.
Και ύστερα ο βάλτος,
πράγματα που δεν είπαμε, που δεν κάναμε,
που δεν δοκιμάσαμε βαλτώνουν στο θυμικό μας.
Και ύστερα το παραμιλητό στον ύπνο και
τα όνειρα που δεν φτάνουν ποτέ στην επιφάνεια,
πνίγονται στην διαδρομή και αφήνουν αυτή την
πικρή γεύση στο στόμα.
Δάκρυσα… το φαγητό περιμένει στο σπίτι,
Το κρύο καφενείο της γειτονιάς με μαγνήτισε.
Γράφω για εσένα, γράφω για εμένα…
Η χειρότερη φαγούρα είναι αυτή της ανικανότητας
να εκφράσεις με λόγια ακόμα και τα πιο απλά.
Σ’αγαπώ , σημαίνεις για εμένα το άγνωστο γι’αυτό και σε φοβάμαι ,
φωτοδοτείς το δρόμο στα ταξίδια.
Τραγούδια, στίχοι κι αλκοόλ, αφαγία και καυγάδες,
έλλειψη υπομονής και ματαιότης, χαρτιά, στυλό,
ταμπάκο και φωτιά που σιγοκαίει τα δάχτυλα.
Ιάσων Άλυ