Είναι κάτι βράδια, όταν οι περισσότεροι κοιμούνται, που νομίζω πως κάτω από τις πόρτες, μέσα από τις κλειδαρότρυπες και από τα σιφόνια τρέχει νερό, πέφτει στο πάτωμα σιγά σιγά και πριν το καταλάβω γεμίζει τα δωμάτια του σπιτιού. Και η στάθμη ανεβαίνει και εγώ κάθομαι στον καναπέ και καπνίζω κοιτώντας το νερό να ρέει ασταμάτητο, αλλά με σταθερό ρυθμό, χαζεύω τον απέναντι καναπέ, ακούω μουσική, σιγοτραγουδώ "my eyes are black, my jail is dry and I feel nothing no more" και το νερό συνεχίζει να βγαίνει από τις τρύπες που βρήκε διαφυγή, χωρίς βέβαια να βρίσκω εγώ. Δεν ταράσσομαι, ξέρω πότε σταματάει να τρέχει. Ξέρω πως λίγο αργότερα θα κολυμπήσω πάνω από τους καναπέδες, θα αγγίζω την λάμπα του καθιστικού με την μύτη μου και απλώνοντας τα χέρια μου θα κολυμπήσω προς τον διάδρομο και μετά στα υπνοδωμάτια και ξανά πίσω στο σαλόνι και μετά θα ανοίξω την πόρτα του μπαλκονιού και θα φύγουν όλα τα νερά, θα ξαπλώσω για λίγο στο πάτωμα και θα πάω να κοιμηθώ στα βρεγμένα σεντόνια. Ή ίσως να κοιμηθώ και επιπλέοντας, αντικρύζοντας το ταβάνι. Τυπικά βραδιά λένε και αηδίες. Και μετά από όλα αυτά τα απλά και καθημερινά αναρωτιέμαι, αν κάποιος επιτέλους θα αγαπήσει τα νερά που τρέχουν από το σπίτι και θα κάθεται στον απέναντι καναπέ, θα κοιτάμε τα νερά, θα βγάζει τις κάλτσες του και θα έρχεται δίπλα μου να ξαπλώσει, θα χτυπάμε τα πόδια μας στο νερό, και δεν θα τρέχει πια. Τότε ,να ξερεις, το νερό δεν θα ερχεται για να κολυμπώ. Θα ερχεται μόνο για να μας κάνει να πλατσουρίζουμε σαν παιδιά, να γελάμε και μετά να κοιμόμαστε αγκαλιασμένοι στον καναπέ πάνω από το βρεγμένο πάτωμα. Θα έρχεται μόνο για να μην το αφήσουμε να μας σηκώσει.
Mindances
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου