κι αν η γραφή
έστω και digital
μου έσωσε την ζωή
κανά δυο φορές
σε σένα το χρωστάω
κι ίσως αν και τα παγκάκια
τα αγάπησα εξίσου
με την καλοκαιρινή αλμύρα
και το καμένο χορτάρι
εσύ να ευθύνεσαι
στην κουζίνα
της μάνας μου όταν εισβάλω
ανοίγω ντουλάπια
να βρω μπαχαρικά
μα δεν παίζουν τόσα
στο μπαρ
φρέντο εσπρέσσο σκέτο
μαζί ανακαλύψαμε πως
τα ζεστά
μου γαμάνε το στομάχι
άρχισα να αγοράζω
μέχρι και ρούχα
ίσως παραπάνω και από
αυτά που χρειάζομαι
γαμώ την γρήγορη κουλτούρα
στον φίλο μας
τον βιβλιοπώλη
κάνω κατάθεση ψυχής
αρπάζει και αυτός κάτι νουβέλες
με βρίσκει στις περισσότερες
στο σουβλατζίδικο στην γωνία
δεν πατάω
κατεβαίνω απ’ τον παράλληλο
βαρέθηκα κάθε Τετάρτη
να με ρωτάν πώς είμαι
το σκούτερ μου το σκέπασα
με εκείνη την παλιά
πετσέτα θαλάσσης
δεν με χτυπάει αέρας πλέον
στα μούτρα
πηγαίνοντας στην δουλειά
τις νύχτες
μαρκάρω τα σημεία
θυμάσαι που μου φώναζες
κάτω από αυτόν τον φανοστάτη;
ρωτάει η γιαγιά πότε
θα έρθεις να την επισκεφτείς
παίρνει την ίδια απάντηση κάθε πρωί
το ξεχνάει
ή δεν το πιστεύει
έκοψα επαφές
με όποιον του έσφιξες
τα χέρια
μέχρι και τα αγαπημένα μου τοπία
τα αισθάνομαι δικά σου
μετακομίζω
στο είπα;
εξωτερικό
ξέχασα πλέον
δεν είσαι μαζί μας
σε εκείνη την χιλιοκαμένη
εκκλησία
θα ξαναπάω
έχω ανοιχτούς λογαριασμούς
δεν έβαλε πλάτη
Ανώνυμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου