Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Δυο Βήματα


Λέω να βγω...
Να για να μυρίσω την άνοιξη,
και για να ακούσω το βουητό του δρόμου.
 Να δω τις αμέτρητες
 λευκές πολυκατοικίες,
ίσως να δω και ερωτευμένους,
 να τρέχουν.
Μα.. σκέφτομαι πως
αν βγω τώρα
 πρέπει να αναμετρηθώ
με το ηλιοβασίλεμα.
Και θα χάσω.
 Ύστερα θα αρχίσω
 να κρεμαω ελπίδες,
στις κεραίες
που σκίζουν τον ουρανό.
Μα θα τις πάρει γρήγορα
ο ανοιξιάτικο αέρας.
Κι έτσι θα αρχίσω πάλι
να ονειρεύομαι το τίποτα.
Μα κι αυτό,
δεν θα κρατήσει πολύ
θα με ξυπνήσουν
οι μακρινές σειρήνες,
πολλές σειρήνες.
Οχι, όχι
μετάνιωσα
δεν βγαίνω
Γυρνάω πλευρό
και μου αρέσει ο ήχος
 απ τα σίδερα του κρεβατιού μου.
Άλλωστε,
εχω θέα.
Εναν λευκό,κενό τοίχο.
Κοίτα που αρχίζω να πεθαίνω
πόσο σακάτεψα το μέσα μου..
ούτε δύο βήματα προς
το μπαλκόνι μου
δεν κάνω.
Μου έπεσε βαριά
η εικόνα σου
κι όλο και σε ξεχνάω.

Αθηνά Κ. 

Άτιτλο



Μου πήρε
Δυο εβδομάδες για να δω όνειρό μας.
Κι όταν μας είδα
Ήταν εφιάλτης.
Σου'χα πει πως μ'αρέσουν οι εφιαλτες.
Οι εφιάλτες που σε κυνηγάνε
Ή που αναγκαζεσαι να πεθάνεις
Για να γλυτωσεις.
Γιατι αυτοί μου δίνουν μια αδρεναλίνη
Που δεν τη βρίσκω αλλού.
Όμως ο δικός σου ο εφιάλτης
Ήτανε διαφορετικός.
Κανείς δεν με κυνηγούσε
Κανείς δεν μ'ανάγκασε να πεθανω.
Εγώ σε κυνηγούσα κι σε έψαχνα,
γιατί ήθελα να σε αγγίξω,να σ' αγκαλιάσω...
Εσύ όμως έλειπες.
Κι όταν μου μίλησες μέσα από τα περιεργα τα φωτεινά σύμβολα σου
Εγώ έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Και ξυπνησα προσπαθώντας να σε παρω τηλεφωνο
Να έρθεις από το σπίτι μου.
Ξέχασα μέσα στη ζάλη του κυνηγιού
Ότι όχι απλά δε γίνεται να έρθεις σπίτι μου
Αλλά θα'ταν πιο εύκολο να μας καταπιεί μια μαύρη τρύπα.

Σ.Μ.

Άλλη μια ανούσια ιστορία


Είναι κάτι βράδια, όταν οι περισσότεροι κοιμούνται, που νομίζω πως κάτω από τις πόρτες, μέσα από τις κλειδαρότρυπες και από τα σιφόνια τρέχει νερό, πέφτει στο πάτωμα σιγά σιγά και πριν το καταλάβω γεμίζει τα δωμάτια του σπιτιού. Και η στάθμη ανεβαίνει και εγώ κάθομαι στον καναπέ και καπνίζω κοιτώντας το νερό να ρέει ασταμάτητο, αλλά με σταθερό ρυθμό, χαζεύω τον απέναντι καναπέ, ακούω μουσική, σιγοτραγουδώ "my eyes are black, my jail is dry and I feel nothing no more" και το νερό συνεχίζει να βγαίνει από τις τρύπες που βρήκε διαφυγή, χωρίς βέβαια να βρίσκω εγώ.  Δεν ταράσσομαι, ξέρω πότε σταματάει να τρέχει. Ξέρω πως λίγο αργότερα θα κολυμπήσω πάνω από τους καναπέδες, θα αγγίζω την λάμπα του καθιστικού με την μύτη μου και απλώνοντας τα χέρια μου θα κολυμπήσω προς τον διάδρομο και μετά στα υπνοδωμάτια και ξανά πίσω στο σαλόνι και μετά θα ανοίξω την πόρτα του μπαλκονιού και θα φύγουν όλα τα νερά, θα ξαπλώσω για λίγο στο πάτωμα και θα πάω να κοιμηθώ στα βρεγμένα σεντόνια.  Ή ίσως να κοιμηθώ και επιπλέοντας, αντικρύζοντας το ταβάνι. Τυπικά βραδιά λένε και αηδίες. Και μετά από όλα αυτά τα απλά και καθημερινά αναρωτιέμαι, αν κάποιος επιτέλους θα αγαπήσει τα νερά που τρέχουν από το σπίτι και θα κάθεται στον απέναντι καναπέ, θα κοιτάμε τα νερά, θα βγάζει τις κάλτσες του και θα έρχεται δίπλα μου να ξαπλώσει, θα χτυπάμε τα πόδια μας στο νερό, και δεν θα τρέχει πια. Τότε ,να ξερεις, το νερό δεν θα ερχεται για να κολυμπώ. Θα ερχεται μόνο για να μας κάνει να πλατσουρίζουμε σαν παιδιά, να γελάμε και μετά να κοιμόμαστε αγκαλιασμένοι στον καναπέ πάνω από το βρεγμένο πάτωμα. Θα έρχεται μόνο για να μην το αφήσουμε να μας σηκώσει.

Mindances 

Συνάντηση



Βυθίζονται
Συγκρούονται αρμονικά
Κάπως έτσι παντρεύεται στην κούπα μου
Και η ευτυχία είναι παρόν
Μα τα όνειρα καταζητούμενα
Μια συνάντηση το σημερινό απόγευμα
Η ηδονή φωνάζει
"Μα πόσο χαρούμενη είμαι σήμερα; "
Και νοσταλγεί τα καλοκαίρια που θα γεννηθούν
Δεν κρύβεται ο χρόνος
Παραμένει εκεί στην γωνιά του που του έφτιαξε ο κόσμος
Κρύβεται όμως πίσω από τα δέντρα και μας κοροϊδεύει
Και ο καπνός του κάνει παρέα ταξιδεύοντας
Στο άχαρο μοναχικό δωμάτιο
Σε αυτο που τα ρούχα αγκαλιάζουν το πάτωμα

Δ.Χ.

Η πρόσκληση


 Φορώ ένα στέμμα από αγκάθια και οι άνθρωποι κοιτούν
μιλώντας στα σιγά, τα πιο σπουδαία
φωνάζοντας «Ανάθεμα» ή «Αίσχος» όταν λάχει
κι αδικηθούν κατάφορα από έναν  όμοιό τους.

Ήρθε μια πρόσκληση σήμερα από δύο χείλη, για μια βραδιά κάτω απ' τον κόσμο που γνωρίζω, να 'χω κι ομπρέλα -να μη βυθιστώ στ' ονείρων την άξεστη βροχή.

Κι όμως, η πρόσκληση δεν αφορά εμένα μα όποια εντύπωση οι άλλοι μου προσδίδουν και είναι άδικο να περπατάς στο πλάι ανθρώπων που δε δέχτηκαν ποτέ να σε γνωρίσουν.

Ανώνυμο

Πολυτέλεια


Όταν έρχεται η ώρα του νυχτερινού ύπνου
ξαπλώνω με πρόσωπο στον τοίχο
και με πλάτη στο υπόλοιπο δωμάτιο.
Σαν να περιμένω πως
θα 'ρθείς να με αγκαλιάσεις
κουρνιάζοντας δίπλα μου
από την εξωτερική πλευρά του κρεβατιού μας.

Και ξανά το επόμενο βράδυ
και ξανά το μεθεπόμενο.

Έως ότου φανείς
και η μικρή μου δυστυχία
αποτελέσει πλέον πολυτέλεια.
Πολυτέλεια που εγώ σε έχω
ενώ άλλοι δεν έχουν κανέναν.
Πολυτέλεια που εσύ έρχεσαι συνέχεια
ενώ άλλοι δεν ήρθανε ποτέ.
Πολυτέλεια που εσύ με αγκαλιάζεις
ενώ άλλοι κοιμούνται με την πλάτη τους στον τοίχο.

Σωτήρης Ρούσσης

Ήλιε μου


Πάντα θα είσαι ο ήλιος μου
Γιατί πάντα με γέμιζες με το φως σου
Ποτέ δεν σκέφτηκα όμως τις συνέπειες
Ποιος σκέφτεται τις συνέπειες όταν νιώθει τόσο ευλογημένος άλλωστε;
Ο ήλιος σε καίει αργά
Χωρίς να το καταλαβαίνεις
Δεν μπόρεσα να προστατέψω τον εαυτό μου
Δεν ήθελα να προστατέψω τον εαυτό μου από σένα
Και τώρα, κάθομαι με τις πληγές μου
Νύχτωσε κι ακόμα πονάω
Ακόμα και ο πόνος που μου άφησες είναι γλυκός μέσα στην πίκρα μου
Δεν θα τον άλλαζα με τίποτα
Οι άμυνες μου έλιωσαν στο φως σου
Δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια
Θέλω να ξημερώσει
Κλείσε μου το φως

Α.Μ

Άτιτλο


Θέλω να σε σκοτώσω.
Να στρίψω βαθιά μέσα σου το μαχαίρι.
Λίγο πιο δεξιά από τη Μνήμη.
Μα, ο θάνατός σου,
επιθυμώ να είναι ανώδυνος.
Γιατί Εκείνη, δίνει όλο της το αίμα,
σαν γυρίσει πίσω και σταθεί.
Κι ύστερα πονέσει και πλαντάξει.
Και δεν θα μου έχει περισσέψει πια τίποτα,
μόλις μετανιωμένη,
θελήσω να σε σώσω.
Όπως εσύ δεν σκέφτηκες,
λαβώνοντάς με
στο τελευταίο μας φιλί.

Μίλκυ γουέι