Ο μικρός μου θίασος
περιοδεύει εδώ και κάποιες δεκαετίες.
Το κοινό πάντοτε το ίδιο
και, συγχρόνως, πάντοτε απρόβλεπτο.
Προπωλημένα τα εισιτήρια.
Η παράσταση ξεκινά με ακροβατικά.
Λεπτό το σκοινί
και δυσκολεύομαι από μικρός
με την ισορροπία.
Έτσι, περνώ με αμηχανία
στα ταχυδακτυλουργικά.
Άλλωστε, ο κόσμος, σήμερα,
λατρεύει να παραμυθιάζεται
και να αυταπατάται.
Μα εγώ, ποτέ δεν έμαθα
να κρύβω λαγούς στο καπέλο μου.
Άγαρμπος, αδέξιος στις κινήσεις
και αφοπλιστικά ειλικρινής…
Κάπου εκεί, έρχεται
-λυτρωτικά-
το επόμενο μέρος της παράστασης.
Ο κλόουν.
Βαμμένος με ένα μεγάλο, κόκκινο,
αιματηρό χαμόγελο,
σκορπά το γέλιο
και την ευθυμία απλόχερα.
Το σκόρπισμα, όμως,
είναι ανεπιστρεπτί
κι αυτό με τρομάζει.
Έχω ανάγκη
την ανταπόδοση της χαράς.
Γι’ αυτό και αδυνατώ
να τον υποδυθώ με επιτυχία.
Αποφασίζω, λοιπόν,
να παρακολουθήσω ως θεατής
αυτό το κωμικοτραγικό σόου,
λίγο πριν πέσει η αυλαία του οριστικά.
Μα είναι πολύ αργά.
Όλα τα νούμερα έχουν ολοκληρωθεί
και τα φώτα είναι έτοιμα να σβήσουν.
Και ψάχνω απεγνωσμένα
κι εγώ, τώρα,
ένα στερνό χαμόγελο
-ίσως μειδίαμα-
έστω και ως κλόουν,
έστω κι επιτηδευμένο,
έστω κι ανανταπόδοτο.
Μη φύγω απ’ την παράσταση
με την πικρή συνειδητοποίηση,
πως το εισιτήριο
δεν άξιζε τον κόπο…
Ιωσήφ Πετρίδης