Και κάπως έτσι σταματήσαμε να μιλάμε
οι λέξεις έγιναν βαριές, σαν πέτρες, σκοτεινές σαν τις βαθιές τάφρους.
κάθε προσπάθεια να αναδυθούν, πνιγμένη, κάθε προσπάθεια και κόμπος. Η συνείδηση ότι όλα φτάνουν στο τέλος τους απλώνονταν σαν μούδιασμα στο κεφάλι μου
Τα βλέμματα μας άλλοτε σπίθες, τώρα θαμπές εικόνες, χάνονταν σε άδειες γωνίες του δωματίου.
Μια παύση που φαινόταν άλλοτε αθώα,
έγινε τώρα το πρώτο ράγισμα του εμείς και έπειτα του εγώ,
και κάθε μέρα, λιγόστευε ο χρόνος,
λιγόστευαν οι λέξεις, λιγόστευαν οι ματιές,
Τώρα μια σκιά περισσότερη ένα βλέμμα χαμηλότερο.
Τα βράδια, εκεί που γελούσαμε,
μόνο το ρολόι ακούγετε τώρα.
ο χρόνος να μας κοιτά σαν χανόμασταν στην καμπυλότητα του.
Οι στιγμές, άλλοτε γεμάτες χρώμα,
έσβησαν σε τόνους του θολού.
Και κάπως έτσι σταματήσαμε να μιλάμε,
όχι από θυμό, όχι από μίσος,
μα από μια κούραση που δεν είπαμε ποτέ δυνατά.
Μαζί με τις λέξεις, χάθηκε κι η ελπίδα.
Μαζί με την ελπίδα, χάθηκε το εμείς.
Τώρα περπατάμε σε παράλληλους δρόμους,
όχι πια σαν σύντροφοι, αλλά σαν άγνωστοι.
Μα, αν ποτέ τολμήσεις να πεις κάτι ξανά,
ίσως βρεις πως ακόμα θυμάμαι το χρώμα της φωνή σου.
Δημήτρης Καλογρίδης