Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Αναστεναγμός


Ακόμη με πιάνω να αναρωτιέμαι,

πώς να με σκέφτεσαι τώρα πια;

Δεδομένο το 'χω θαρρείς.

Τώρα το μου δεν είναι σου (παρόν)

και το εκεί σου στο εδώ ήταν απόν.

Με μισώ λίγο λίγο σε χρόνο παρελθοντικό.

Δεν υπάρχει ανεκπλήρωτο στο τέλος.

Μισοτελειωμένα έθαβες και τα τσιγάρα στο τασάκι.


Τζιβαέρι

Και αν ήρθε το τέλος;

Και αν αυτό είναι το τέλος; Και αν όλα αυτά είναι όντως βουνό;

Και αν παθαίνω ασφυξία μέσα στο βυθό τον σκέψεων μου;

Και αν δεν έχω φτερά να Ανοίξω για να πετάξω; 

Και αν πάει κατά διαόλου αυτό;

Δεν μου έμαθες να πετώ μόνο να πέφτω 

και τώρα; Τέλος χρόνου; Ήρθε το τέλος ; 

Όχι ήρθε η αρχή της ζωής μου. 


Υστερόγραφο: διάολε δεν ήμουν έτοιμη για αυτό.


Ελεβιν

Άτιτλο


Ήταν τα πρωινά μου 

Τα πρωινά μιας άλλης εποχής 

Τα πρωινά γεμάτα αμφιβολίες,βροχή και αναστεναγμούς 

Θαμπωμένα από μια ψευδαίσθηση ελπίδας 

Φωτιζόμενα από μια αχτίδα φωτός 

Κλειδωμένα και αμπαρωμένα σε ένα συρτάρι αδειανό

Μα μένουν εκεί 

κλεισμένα σε ένα κομμάτι μέσα μου που τα αναπολεί και τα αναζητεί τυφλά σαν απωθημένα

Betty Aloupogianni

Δάγκωσέ με


Τα δόντια της πραγματικότητας

μας πνίγουν

αυτά τα δόντια που όσο

και να τα ροκανίζουμε σε ρομάντζα

καλοκαιρινά και ναρκωτικά  δεν πέφτουν

είναι εκεί και μεγαλώνουν

Όταν αντικρίσουμε 

κάνα μάτι βουρκωμένο  

στη μπίχλα της πόλης

να τα παίρνει 

όλα στα διάλο

πίσω πατιούνται

όταν ακούσουμε

καμιά μελωδία 

πέφτοντας στάλες από τα αιρκοντίσιον

σαν θαλασσινός αέρας

διαπιστώνουμε ότι και εκεί λυγίζουν

μα σαν το χάδι μετά την δουλειά

στο λεωφορείο, δεν έχει

δεν έχει λοιπόν

έχει μόνο τελικά

τελικά

θα τα ακονίσουμε 

πάνω σας

πάνω στα 12ωρα 

και στις απαγορεύσεις

για να είναι έτοιμα να τα λιώσουμε

στις μικρές στιγμές

απόλαυσης


Θ.Μ

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Άτιτλο

 έξω από το μαγαζί

μυρίζει σκουπίδια

λίγο πιο πάνω

μυρίζει λουλούδια

μέσα μου μυρίζει λουλούδια

λίγο πιο μέσα μου

μυρίζει σκουπίδια

εγώ και το μαγαζί

περιμένουμε το σκουπιδιάρικο

να έρθει να περάσει άραγε 

θα ξεμυρίσει η γειτονιά 

άραγε

θα ξαναγαπήσω;


Βάσω Σαριάν

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Άτιτλο


Σε επαναλαμβανόμενο φθινόπωρο

απαριθμώ αυτά που ήθελα να σου δώσω

όσα δεν είχα

μα θα έβρισκα

ήταν να ζήσουμε αθώα και τραγικά 

σαν έφηβοι 

να μοιραζόμαστε πανσελήνους

να μοιάζουμε τόσο που να μην χρειάζεται να συναντιόμαστε

σε συνεχή μετατόπιση 

σε ετεροτοπία

να σου χάριζα το ουτοπικό μου σώμα 

ήθελα

ήταν να


Λίλλυ Ιουνίου

Άτιτλο

 Άτιτλο


τελειωμένα και σκόρπια στον χώρο της κουζίνας 

απομεινάρια, ενός τελευταίου καλοκαιριού 

σαν φρούτα που σάπισαν ξεχασμένα 

γιατί κάποια στιγμή μας μπούχτισε κι η ομορφιά


αυτή τη νύχτα λοιπόν

κερνάω τα τελευταία

λίγο κρασί, λίγα σύκα και ατέλειωτη μουσική 


πέρνα να μου χαμογελάσεις



lupus


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Στο περίπου άνθρωποι


Βαρέθηκα τους ανθρώπους. 

Κουράστηκα με την πάρτη τους.

Άνθρωποι κενοί, χωρίς ουσία.

Άνθρωποι με κόμπλεξ, που δεν τα αναγνωρίζουν.

Άνθρωποι με καύλες και απωθημένα.

Άνθρωποι που κρατάνε καβάτζες.

Άνθρωποι εκδικητικοί, υπερόπτες.

Άνθρωποι με κριτική κάτω από την γλώσσα.

Άνθρωποι φαντασμένοι, νάρκισσοι. 

Τους κοιτάζω και στρέφω το βλέμμα μου αλλού.

Με αηδιάζουν.

Άνθρωποι που μοιάζουν σε εμένα.


L'appel du vide

Άγουρη στροφή


Όσο τα μάτια σου θα λάμπουν 

Και οι νύχτες φωτογραφίες θα γίνονται 

Εγώ θα αφήνω να θάβουν 

Τα όνειρα των ζωντανών που κείτονται

Για κάθε ρίσκο που δεν πήρες 

Οι κρεβατωμένοι ωρύονται  


Αναστασία

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Αστιγματισμός


Σαν τι να πούμε;

Όσο και να καίγεσαι,

φωνή δεν θα ακουστεί.

Αμήχανη θα ηχήσει η σιωπή μας.

Κι αν αδιαφορώ τόσο που σε πληγώνει,

κατά βάθος είναι γραφτό

οι πιο κοντινοί είναι που καταλήγουν ολότελα ξένοι

άγνωστοι περαστικοί 

με μάτια θολά, χωρίς βροχή.

Προσπερνώ και προσποιούμαι πως δεν σ'είδα.

Να 'ναι καλά αυτό το πράγμα που τα μάτια μας θαμπώνει.


little_deceiver_

Άτιτλο


Το κεφάλι μου διαρκώς με πονάει.

Οι αϋπνίες μου τη νύχτα, δίνουν τροφή στις σκέψεις μου, κι εκείνες, μου τρώνε μέσα στη μέρα το κεφάλι.

Προσπαθώ να τις ξεράσω όλες πάνω στο χαρτί, και μόλις πιάσω το μολύβι γίνονται, παραδόξως, ασήμαντες.


Σαν κομμάτι ξένο προς εμένα, τις διαβάζω, και μπορώ αμέσως να μαντέψω την αδιαφορία που θα ξέθαβες μέσα από αυτές.


Αρχίζω να βρίζω.

" Καμιά ουσία δεν έχει όλο αυτό".

Σβήνω το χαρτί και τα φορτώνω όλα στους πονοκεφάλους και στις αϋπνίες.

Κι αν όλα αυτά δεν θα 'πρεπε κανένα χώρο να πιάνουν, κράτα τουλάχιστον το μόνο πράγμα που ήθελα ποτέ μου να σου πω:


" Η θάλασσα είναι απέραντη και με τρομάζει. Όμως, εκεί που το μπλε γίνεται κρεβάτι να πλαγιάσω το κεφάλι μου, σε νιώθω πάντα λίγο πιο κοντά. "


Μίλκυ Γουέι

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Μόνη


Τι κι αν έχω τόσα άτομα γύρω μου;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν σας ανοίγω την ψυχή μου;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν έχω δυο γονείς που με αγαπάνε και νοιάζονται για μένα;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν έχω τόσους φίλους να περάσω καλά;

Είμαι μόνη.

Τι και αν υπάρχει ένα άτομο που θα νιώθει έλξη για μένα;

Είμαι μόνη.

Τι και αν φαινομενικά με ακούτε;

Είμαι μόνη.

Τι και αν η αγάπη μπορεί να δειχθεί με διάφορους τρόπους;

Είμαι μόνη.

Τι και αν με προστατεύετε από τις λάθος επιλογές μου;

Είμαι μόνη.


Βουκαμβίλια

Άτιτλο

 


Οι πόρτες

που περιμένουν

χωρίς μια σχισμή

αυτοματισμός μου μοιάζουν

για να ξεχάσω

με τα ρούχα στην κρεμάστρα

υπομονετικά 

να μοιάζω πως διαλύομαι

σε κάθε παύση

να ριζώνει η αμφιβολία

για το αν σε ξύπνησα

αν με ξύπνησες

κι αν βαριέσαι

να εξαφανιστώ

γιατί πρέπει να πάω

να ταΐσω

γάτες

και σκύλους

και πουλιά

που κρόζουν

πάνω απ' την αυλή μου

σε σχήματα ανήκουστα

που περπατάνε

πάνω απ' το κεφάλι μου

και περιβάλλουν τα τοπία

που κάποτε είχα πάει

επισκέφθηκα διαμέτρους

και περιμέτρους

για να με αποφύγω

για να με συναντήσω

εκεί

ακριβής στο ραντεβού μου


Μ. Περδίκη

Ταξίδι του Αυγούστου


Κι αν σε ερωτευτώ; 

Που λες να μας βγάλει αυτό το ταξίδι; 

Λες πως ανυπομονείς κάθε φορά 

που πρόκειται να με δεις 

Κι εγώ νιώθω κάτι τόσο απαλό 

και ταυτόχρονα λάγνο 

όταν έρχεσαι στο μυαλό μου. 


Και θέλω να σου πω:

Μάθε μου πώς είναι μια αγάπη 

που δεν πονάει 

ένας έρωτας 

που δε με σπάει σε κομμάτια 

μια αγκαλιά 

που είναι εκεί 

ακόμη κι όταν κατεβαίνουμε 

στα κατασκότεινα βάθη των φόβων μας. 


Σου είπα: "πάμε ένα ταξίδι" 

και γύρισες και μου είπες 

ότι δεν ξέρεις αν προλαβαίνεις 

κι επέστρεψες ύστερα από ένα μήνα 

με δύο εισιτήρια στα χέρια. 


Μου ήταν αδύνατο να αντισταθώ. 

Διαλέξαμε το ταξίδι 

κι ας μη ξέρει καμιά που θα μας βγάλει.


Πελώριο Κβάντο

4 Αυγούστου 2020


Ωραία που καθόμαστε

εδώ στο σπιτικό μας

απολαμβάνοντας τα «πλούτη» μας

Την ίδια στιγμή που δίπλα μας

εκρήγνυται μια πόλη,

δάκρυα και άνθρωποι,

 φόβος και αναστάτωση.


Κι μείς «σκάμε» ενώ δουλεύει το κλιματιστικό.


Εμείς εκρηγνύμεθα με τους γεμάτη εκρηκτικότητα πελάτες μας.

Εκείνοι εκρήγνυνται αναζητώντας εαυτούς και αγαπημένους.


Και τι μπορώ να κάνω εγώ

Για να αλλάξω ένα τυχαίο περιστατικό;


Μα δεν συνέβη και στη χωρά μου ή στους ομοθρήσκους μου

για να το συζητήσω.

Ας κάτσω να σκεφτώ πως θα αποκτήσω

μια περιουσία κι έναν σκύλο,

που σε λίγο θα μου «κλέψουν»

με πυρκαγιά και δηλητήριο.


Ανώνυμη

Οι άνθρωποι δεν ανοιγοκλείνουν με τηλεκοντρόλ

Πώς να σου περιγράψω αυτό που βλέπω,

πόσο όμορφη είσαι μέσα κι έξω

πώς να σου το δείξω

όταν συνεχώς φοβάμαι

ότι σε τρομάζει το τέρας 

που κουβαλώ στην πλάτη μου


Θέλησα να το σκοτώσω

η τουλάχιστον να το θάψω

πώς όμως να ξεφορτωθώ κάτι

όταν ποτέ δεν είμαι σίγουρος 

αν τελικά είναι ελάττωμα 

ή δύναμη


Αν όμως πρόκειται για ελάττωμα

θα ‘θελα να σκότωνα πρώτο

το δικό σου τέρας

όχι για να δείξω δυνατός

αλλά σαν μικρή ανταπόδοση

στα δώρα που μου έκανες

χωρίς να το καταλάβεις


Ίσως έπρεπε να το παίξω άνετος

και να περιμένω μια καλύτερη ευκαιρία

όμως όλο αυτό μου μοιάζει πια με θάνατο

και οι άνθρωποι δεν ανοιγοκλείνουμε με τηλεκοντρόλ


Πότε εγκλωβιστήκαμε σε μια εικόνα;

Πότε γίναμε καρικατούρες πίσω από μια οθόνη;

Γιατί όλοι προσπαθούν να δείχνουν τόσο άνετοι

όταν ο φόβος είναι αυτός που βασιλεύει;


Καμιά φορά η κλειδαρότρυπα 

είναι κάτι ανείπωτα θλιβερό

κι εγώ θέλω να θυμάμαι τα λίγα που μοιραστήκαμε ως άνθρωποι στερεοί

όχι ως εικόνες φευγαλέες


Ξέρω ότι μπορείς να σκάψεις βαθιά

και να φτιάξεις πράγματα σπουδαία

εύχομαι να μπορούσα να είμαι κοντά όταν αυτά συμβούν

εύχομαι να μιλούσα με πράξεις και όχι με λόγια

αλλά και πάλι μόνος μου φανφαρολογώ

τρέμοντας την έλλειψη χρόνου

αχ, και να μου είχες δώσει χρόνο


Ήθελα να απολαύσουμε το φως και το σκοτάδι

και να τα ξεφτιλίσουμε για όλες τις φορές 

που πήγαν να μας πονέσουν

πλέκοντας τα δάχτυλα

και συνδυάζοντας αναπνοές

κάτω από το γεμάτο φεγγάρι


Ήθελα να ακούω τη ζεστή φωνή σου

να μου λέει τι σκέφτεσαι

καθώς ψηλαφίζουμε

τοπία άγρια και καινούρια

αλλά νιώθοντας ασφαλείς

λες και μας προστατεύουν

οι ατέλειες μας


Τούτες οι σκέψεις όμορφες μοιάζουν

καμιά φορά όμως

γίνονται μαρτύριο


Ν.

Ο κόσμος των μικρών κατακτήσεων


Θα κάνω μια στάση εδώ.

Είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως στάσεις.

Θα σταθώ και θα κοιτάζω με το σώμα ευθύ

να ισιώνω τις καμπύλες απ’ τα χρόνια που γείραν.

Το πρόσωπο μου θα φορά το πιο πλατύ του χαμόγελο,

θα με ρωτάς ανυπόμονα να σου πω τι βλέπω,

θα σου απαντώ πως βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.


Είναι ο κόσμος των μικρών κατακτήσεων,

των στιγμών που αρθρώνεις δειλά τις πρώτες σου λέξεις,

που λες είμαι λίγος

αλλά έχω υπάρξει και πιο λίγος, άρα ψηλώνω,

που λες φοβάμαι

αλλά θα πάω όπως και να ‘χει,

που λες συγγνώμη έκανα λάθος,

κοκκινίζεις από ντροπή αλλά αναλαμβάνεις την ευθύνη,

που λες συγχώρεσέ με,

οι απώλειες μας είναι πιο βαθιές απ’ τα μικρά που έχουμε να χωρίσουμε,

που λες οι ζωές μας περπατάνε δίπλα δίπλα,

βοήθησέ με,

που λες μη με αφήσεις, δε θα αντέξω

αλλά προετοιμάζεις το πιο όμορφό σου αντίο.


Θα κάνω λοιπόν μια στάση εδώ, στον ενεστώτα της άνοιξης.

Θα αφήσω τα μάτια μου να λαμπυρίσουν μπροστά στη θέα,

οι μικρές κατακτήσεις βλέπεις κερδίζονται πάντα με δάκρυα,

μα τώρα μπορώ και δακρύζω από χαρά.

Θα χρησιμοποιώ τον αόριστο συχνά για να θυμάμαι,

δεν θέλω να ξεχνώ τις ζωές που περάσαν για να φτάσω στη δική μου,

κι όπως συχνά με ρωτούσες γιατί,

θα με ρωτήσεις και πάλι,

γιατί τόσος κόπος για να φτάσεις εδώ,

κι εγώ θα σου απαντώ και πάλι επειδή’

επειδή ήταν ο μόνος μου τρόπος να με κοιτάω στα μάτια.


Επειδή ήθελα πάντα να ξέρω,

τα πιστεύω μου φαίνονταν πάντα μισά.

Ήθελα να ξέρω

πώς μυρίζει ο ιδρώτας των εργατών του κόσμου πάνω στο κορμί μου,

πώς ο μόχθος λυγίζει το μέσα μου

και πώς το μεταμορφώνει,

ήθελα να ξέρω

ποιος γίνομαι όταν τρίβω ξεραμένα σκατά απ’ το πάτωμα

και μετά ποιος επιλέγω να γίνω,

να ξέρω να μένω μόνος,

να ξέρω πόσο φοβάμαι να είμαι μόνος,

έτσι μαθαίνω να μοιράζομαι,

δειλά δειλά μια κουβέντα, ύστερα ένα απόγευμα, μετά τη ζωή,

να ξέρω να μεταναστεύω,

να κάνω τον κόσμο σπίτι για όλους

όπως έμαθα να τον κάνω για μένα,

να ξέρω την τέχνη του να απλώνω το χέρι και να παρηγορώ

κι ύστερα να μου απλώνω το χέρι,

να σου απλώνω το χέρι,

ίσως τώρα ξέρω να σε κρατάω σφιχτότερα

όχι γιατί σε σφίγγω

αλλά γιατί σε αφήνω να με σφίξεις εσύ,

επιλεκτικά.

Πάντα επιλεκτικά.


Και τώρα που ξέρω,

σίγουρα όχι πολλά,

μόνο πως βάδισα ως εδώ με τα δυο μου πόδια,

βήμα προς βήμα,

το ένα πόδι πίσω από το άλλο,

επαναληπτικά,

βασανιστικά επαναληπτικά,

πως γέμισαν τα πόδια φουσκάλες

στη φτέρνα, στην πατούσα,

στο μικρό δαχτυλάκι,

στο μεσαίο,

στο μεγάλο,

πως με έφτασαν τα πόδια αυτά κάπου,

στην αρχή δέκα χιλιόμετρα, μετά εικοσιδύο, σαραντατρία,

στους μικρούς και στους μεγάλους μου προορισμούς

σε ένα χωριό,

σε μια πόλη,

σε έναν εαυτό που εκτιμώ,

θα ζητήσω από εσένα

τα ίδια που ζητώ από εμένα

να βαδίσεις με τα δυο σου πόδια,

βήμα προς βήμα,

το ένα πόδι πίσω από το άλλο

προς τους μικρούς και τους μεγάλους σου προορισμούς.


Επειδή έτσι μόνο συναντιούνται οι άνθρωποι,

όταν βαδίζει ο καθένας με τα δικά του πόδια,

-φαντάσου μόνο να περπατούσες με τα δικά μου

ή εγώ με τα δικά σου,

τι κρίμα δεν θα είχαμε συναντηθεί ποτέ -

γιατί συνάντηση σημαίνει

πως πήρα τη δική μου πορεία κι εσύ τη δική σου

και σε πέτυχα κάπου

ή με πέτυχες εσύ,

στην αρχή, στη μέση, στο τέλος,

αναπάντεχα συναντιούνται οι άνθρωποι,

σε κάποια γωνία,

στο πάτημα ενός κουμπιού,

με ένα τηλεφώνημα,

σε μια βόλτα καλοκαιρινή,

σε έναν Δεκέμβρη.


- Ε: Γεια σου, με λένε Εύκλεια.

Ποιο το όνομα σου;

- Α: Άννα.

- E: Άννα έχω κάνει μια στάση εδώ και κοιτάζω τη θέα.

Και είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως

στάσεις.

- A: Και πες μου τι βλέπεις;

- E: Βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.

- A: Έρχεσαι κι εσύ λοιπόν απ’ τον κόσμο των μικρών

κατακτήσεων;


Και ίσως κάπως έτσι λοιπόν να ξεκινάνε οι όμορφες ιστορίες.

Χρειάζονται μια στάση και λίγη θέα.

Τώρα ξέρετε κι εσείς το μεγάλο μυστικό.


Ε.Π

Άτιτλο

 Έφυγες και εσύ και ξέμεινα πλέον από ανθρώπους να με παίρνουν τηλέφωνο στις τέσσερεις το βράδυ

Έφυγαν και οι άνθρωποι που μου έκαναν παρέα τα βράδια και μαζί χαζευαμε τα άστρα που σκεπαζαν τον ουρανό

Θα ξημερώσει σε ολίγον και θα βρεθώ μόνος μου στο διπλό μου κρεβάτι να γύροφερνω ψάχνοντας να βρω τι λείπει, γνωρίζοντας το ήδη


Τηλέμαχος