Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 Ας μην κρυβόμαστε. 

Δεν το δέχθηκες ποτέ. 

Δεν το κατανόησες. 

Έντυσες την ανάγκη σου με δήθεν αποδοχή και μέσα σου τα κράτησες. 

Δεν φώναξες. 

Δεν έκλαψες. 

Δεν μάλωσες.

Μονάχα άλλαξες τα σεντόνια σου, να μην σου μυρίζουν απογοήτευση. 

Μετά. 

Τα λόγια είπες που σε πλήγωσαν, 

Σε άλλους πρώτα και μετά στον εαυτό σου. 

Έκανες αυτούσιες τις πράξεις. 

Δήθεν , πως δεν είναι δα και τόσο κακές να σε πείσεις. 

Γύρισες σπίτι, προσωπογραφία του ανθρώπου που σου έκοψε τα γόνατα από πόνο. 

Προσπάθεια μάταιη. 

"Δεν είμαι αυτό",

 ψιθυρίζεις στον εαυτό σου. 

Μα δεν φωνάζεις.

Όταν γίνεσαι αυτό που μισείς, 

σαν να κατευνάζει την απέχθεια. 

Θαρρείς πως εφόσον το ενστερνιστείς, 

το ίδιο δεν θα σε βλάπτει. 

Μη κοροϊδευόμαστε. 

Το μίσος γίνεται οργή. 

Ποτέ με τον άλλον εάν το υιοθετήσεις. 

Μα μόνο με εσένα. 

Εάν κάπου μέχρι τώρα δεν ταυτίζεσαι. 

Στο τέλος του κειμένου μου, μη φτάσεις. 

Έχω αφήσει τα λογικά συμπεράσματα πίσω προ πολλού. 

Εγκολπώνω μέσα μου , 

χαρακτηριστικά που με πλήγωσαν από τους ανθρώπους γύρω μου σε μια προσπάθεια να τους απενοχοποιώ. 

Αποτυγχάνω και καταλήγω να διαβάζω βιβλία για την συγχώρεση. 

Πλέον όχι για τους άλλους. 

Για τον εαυτό μου.


Ίρις

Βύρωνας- Βαρκελώνη


Και αν τελικά τα φιλιά δόθηκαν και αν τα λόγια που θέλαμε να ειπωθούν ειπώθηκαν ποιο το νόημα τώρα που η μόνη μου επαφή μαζί σου είναι να γυρνάω την υδρόγειο μόνος μου και με τον δείκτη να προσπαθώ να πέσω πάνω στην χώρα που βρίσκεσαι. Ο αποχαιρετισμός μας δεν θύμισε σινεμά, ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με βροχή ίσως αν κάτσω και τα βάλω κάτω μπορεί να υποδηλώνει κάτι και αυτό. Η τελευταία σου κουβέντα ήταν ότι χάρηκες που με γνώρισες ,μου φάνηκε αστείο καθώς το ίδιο μου είχες πει και 8 μήνες πριν όταν με είδες για πρώτη φορά. Τελικά πότε γνωρίζεις έναν άνθρωπο διερωτήθηκα καθώς έβλεπα την πλάτη σου να χάνεται κάπου στην Βασιλέως Κωνσταντίνου; Ο Λειβαδίτης έλεγε ότι ο πιο δύσκολος δρόμος για να γνωρίσεις κάποιον είναι όταν τον ερωτεύεσαι μα κανείς μεγάλος ποιητής δεν μίλησε για αυτούς που ερωτεύονται καθώς γνωρίζουν τους άλλους. Δεν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας που λέει ο λαός. Μα πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι κεραυνοβόλος με ένα κορίτσι που οι πρώτες της πράξεις ήταν να πάρει το φαγητό με το περισσότερο σκόρδο και να ψάξει την πιο εύκολη λύση για να προσελκύσει το κορίτσι που κάθεται απέναντι μας. Πόσο λίγος νιώθω τώρα, τελικά κάπως έτσι θα έπρεπε να ερωτεύεσαι κεραυνοβόλα. Αυτά τα κορίτσια που δεν φιλτράρουν τίποτα, που μυρίζουν αντικουνουπικό και αγνή ελευθερία. Αυτά τα κορίτσια που περισσότερο σε χτυπάνε και λιγότερο σε χαϊδεύουν. Αυτά τα κορίτσια που γελάνε όλη μέρα μα πριν και μετά τα φιλιά έχουν όλη την σοβαρότητα του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπο τους. Αυτά τα κορίτσια που χάνονται κάθε χρόνο σε διαφορετικές χώρες μέχρι να βρουν αυτό που ψάχνουν. Αυτό το κορίτσι που θα το σκέφτομαι μέχρι την μέρα που θα αφήσω την υδρόγειο ξανά πίσω στο σκονισμένο της ράφι και η απόσταση μας πλέον θα διανύεται με τα πόδια.


Bueno

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 


Και αν με σκοτώσεις μέσα σου,

Θα βρω καράβι να ξανάρθω. 

Ποιος ναυαγός φοβήθηκε; Που βούλιαξε μονάχος;

Και αν ακόμη και η μνήμη με προδώσει, φτάνουν τα μάτια στο στέρνο να κοιτάξουν. 

Εκεί που χαραγμένο μένει το σημάδι. 

Μα ύστερα πες μου πως, θα σε φωνάξω πίσω. 

Αφού και το ναυάγιο, τον καπετάνιο του ζητά. 


Ή άσε με να χαθώ. Μια για πάντα εκεί κάτω. 

Εξάλλου έμαθα πια. 

Η αγάπη βουλιάζει στο τέλος.

Επιβιώνει, μόνο ο άδειος. 

Εκείνος που κανένα βάρος δεν τον τραβά, στα χαμένα αυτού του κόσμου.


Κατερίνα Ηλιάδη

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 υπάρχουν οι αυτόφωτοι, οι ήλιοι

οι ετερόφωτοι , τα φεγγάρια

κι υπάρχουν και τα αστέρια 

για να τα δεις πρέπει να πέσει η νύχτα

κι αυτά μ΄ αρέσουν περισσότερο


lupus


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Φτερά Κομμένα

 Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα 

Από το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα 

Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα 

Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα

Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα, άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα 

Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα 

Άγγελοι θα μείνουμε στην γη, φτερά κομμένα 



Από την μήτρα όταν βγήκα δεν θυμάμαι και πολλά

Απλά μου είπαν ότι έκλαιγα και αυτά είναι αρκετά

Με έπνιγαν σε καζάνι που το έλεγαν κολυμπήθρα

Να ξεπλύνουν οι αμαρτωλοί αμαρτίες που δεν είχα

Οι γύρω με ανάγκαζαν να ωριμάσω γρήγορα 

Σε όσα δεν βρίσκουν λύση τα βαφτίζουν προβλήματα 

Μου εξηγούσαν την ζωή πάνω στον πίνακα με γράμματα ,με νούμερα ,δεν κατάλαβα τίποτα 

Ο κόσμος άρχισε να γίνεται περίεργος

Ο φόβος εξαπλώνεται μα πως να μείνω ήρεμος;

Όχι άλλη βία στο μαξιλάρι ψέλλιζα, φωνές από την κουζίνα και από το διπλανό διαμέρισμα 

Το κάθε δάκρυ έγινε πληγή στην μνήμη, σταγόνες κατακόκκινες σαν περπατώ αφήνει 

Δεν είναι δύσκολο σε κάποιον να με κρίνει 

Έχω επιλογές όμως για αυτές έχω ευθύνη 

Μου λένε πως να φέρομαι ,πως να μιλώ ή να χαίρομαι 

Ορίζουνε το ανώμαλο και αν είμαι αυτό να ντρέπομαι 

Αυτό το σύστημα δεν σπάει και το σιχαίνομαι 

Η μέρα δεν αργεί να είναι παράνομο να σκέφτομαι 

Μου λένε "σκάσε η σιωπή είναι χρυσός" 

συνεχίζω να μιλώ έτσι και αλλιώς είμαι φτωχός

Αν οι λέξεις δεν αρκούν καταλήγουνε κραυγές

Θα σου κάψουνε την βιτρίνα, άμα προλαβαίνεις βγες

Αντί για αέρα αναπνέω την χολέρα 

Τα όνειρα μου όλα καταντήσανε καριέρα 

Τι κι αν δεν είμαι άγιος μα νιώθω την φοβέρα

Κρατάει κάθε μέρα, έως Κυριακή από Δευτέρα 

Προτείνουν φάρμακα να μην ακούν την γκρίνια μου

Η κάμερα ζουμάρει, καταγράφει την ασχήμια μου

Αφού κουράστηκα ,ξάπλωσα ανάσκελα ακόμα και από τον ήλιο γύρω γύρω στήναν κάγκελα 

Αν γίνω ήρωας δεν θα φοράω μπέρτα

Την σελήνη θα χαζεύω από ιπτάμενη κονσέρβα έως τότε σε ένα σπίτι υγρασία και κουβέρτα

Πρωί θα ακούω κόρνες με καφέ και θα έχω νεύρα 

Το βράδυ θα γυρνάω σε κάτι στέκια 

Πάλι τα ποτά θα παίζουν ξύλο με τα κέφια 

Έφυγες αφήνοντας για πουρμπουάρ τα ντέρτια

Ντουβάρια θα κερνώ με εμετό και άλλα τέτοια 

Για κάποιους είμαι σκουπιδάκι μες στο μάτι τους

Που κάνουνε τα άγχη και το άχτι τους ,ανάγκη τους

Έτσι ξενέρωσα την πάρτη τους, στο πάρτι του

Το χάπι τους δεν χρύσωσα ,το σκάτωσα για χάρη τους

Και τι από όλα αυτά εν τέλει έχει νόημα;

Έτσι και αλλιώς μετράει το πρώτο επιφώνημα 

Παράσιτο στην γη και η ζωή μου ένα στοίχημα 

Σαν έρωτας πρώτης ματιάς στην εθνική δυστύχημα 

 


Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα 

Από το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα 

Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα 

Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα

Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα, άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα 

Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα 

Άγγελοι θα μείνουμε στην γη, φτερά κομμένα 


Σαρδάμ

Άτιτλο


Η παρουσία σου

Σαν αχτίδα

Δίπλα μου

Και γω

Που δεν έχω υπάρξει 

Πιο τυχερή

 ή

ευτυχισμένη

   από ότι όταν είσαι δίπλα μου


Blanco y Negro

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Τρομοκρατία


Είναι ξένος ο αέρας που αναπνέω και όσο καίγομαι αυτός μειώνετε. 

Είναι ξένο το σώμα που κοιτώ και όσο μουδιάζω χάνεται. 

Ανεβαίνει στα σύννεφα μια ψυχή κι εγώ κοιτώ να λικνίζεται. 

Μα όσο πάει βαριανασαίνει και το τέρας αφυπνίζεται. 

Όταν αργότερα χάσω το νόημα θα  κοιτώ τα δειλινά μας. 

Και όταν κάποτε έκλαψα πλέον θα γελάω με την χαρά μας. 

Ανεβάζω την ψυχή πιο γρήγορα προς το φως. 

Το ότι έγινε ανάμνηση και όχι καπνός 

Το ότι γράφτηκαν τραγούδια για αυτήν 

Το ότι αγαπήθηκε αντί να μισηθεί

Με τρομάζει. 

Και όσο πάει την ψυχή μου καταριέμαι

Και οσο πάει με την πάρτη μου χαλιέμαι. 

Γιατί οσο υπάρχει η τριβή μαζί σου θα υπάρχω στην ζωή σου 

Και θα υπάρχεις στην δικιά μου

Πως αυτό δεν σε τρομάζει; 

Πως αυτό δεν σου χρεώνει χρόνια και άγχη;

Ανοίγω το στόμα μου να πω δυο λέξεις και λέω δέκα.

Ένας πολλαπλασιασμός που με διαίρει στα δυο.

Μια μόνιμη δημιουργία αναμνήσεων μέσα στο κρύο. 


Όλο μιλάω και όλο γελάω και όλο κοιτάω και όλο δακρύζω. 

Και όλο σε χάνω και όλο σε βρίσκω και όλο έτσι με χάνω και ποτέ δεν με βρίσκω. 

Αναρωτιέσαι τι υπάρχει στο κενό;

Λίγο μπεζ και λίγο χρυσαφί 

Λίγο εγώ και λίγο εσυ.

Είναι πολύ τρομακτικό για μένα. 

Και τόσο φθηνό για σένα. 

Αναρωτιέμαι για την ψυχή που φεύγει. 

Και συ για αυτά που μένουν. 

Δεν θα πετούσα ποτέ σε μια νύχτα με άστρα. 

Γιατί έχω καταλάβει ότι θαμπώνομαι από τα διαμάντια.

Μου κρύβουν τους πλανήτες μου. 

Μου κρύβουν τις ελπίδες μου, ότι όταν αυτός ο κόσμος διαλυθεί θα έχω ήδη ταξιδέψει μακριά του. 

Δεν θα έδινα τα σταφύλια της αγάπης σε κανέναν άλλον εκτός από μένα. 

Και θα τα έτρωγα τόσο λαίμαργα και τόσο γρήγορα 

Και θα ξερνούσα ύστερα στον κόσμο σας αγάπη.

Γιατί θα είχα μια καβάτζα επιτέλους  για ώρες τέτοιες, που θα κυλιέμαι στην στάχτη. 


Έσκυψες και πήρες ότι καρπούς είχα φυτέψει. 

Δεν καρποφόρησες ποτέ. 

Και για αυτό σε μίσησα. Και για αυτό σε πέταξα μακριά μου δεσποινίς. 

Ίσως άδικο μα σε βλέπω σε εμένα και δεν το αντέχω 

Δεν το αντέχω 

Δεν το φοβάμαι 

Τρομοκρατούμαι. 

Δεν το μισώ 

Το αγαπώ

Για αυτό τρομακρατούμαι 

Για αυτό αλυσοδένομαι στον κατάρτι και κλείνω τα αυτιά μου σειρήνα. 

Η μεγαλύτερη ανθρώπινη τρομοκρατία είναι η φοβία της ανθρώπινης επαφής. 

Μα εγώ δεν φοβάμαι σου είπα 

Εγώ τρομοκρατούμαι. 

Στο είπα, δεν στο είπα; 

Ή έμεινε και αυτό ανείπωτο; 

Στο είπα;


Κάπα

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 Καλοκαίρι και Άνοιξη με έντυνες ανυπόμονα

Αγάπες κι όνειρα

Κι όταν σου έλεγα, αγάπη μη βιαστείς 

Έλεγε ο χειμώνας έρχεται και θα τα χρειαστείς

Ο Χειμώνας έφτασε και ήρθες να μου πεις

Καλέ, φόρα ανοιξιάτικα στους δρόμους της βροχής.


Maria del Pueblo

Άχρονη σκέψη


Άχρονη σκέψη.

Με κόβει στη μέση.

Στα δύο, στα τρία, στα τέσσερα.

Στα γόνατα.

Αίμα κυλάει, τις φλέβες χτυπάει.

Φωνάζει, διαμαρτύρεται.

Γεμίζει τα άκρα μας.

Τα φουσκώνει, τα μεγαλώνει.

Έλα σε μένα.

Αναζητώ να μπω στο σώμα σου.

Σε κάποιο σώμα.

Οι λέξεις αργοσβήνουν στη βαβούρα των συχνοτήτων.

Χάνονται.

Το σώμα διατηρείται.

Αποσυντίθεται με βραδύ ρυθμό.

Υπόκωφο.

Σαν το τέρας που βρυχάται στα σωθικά μου. Κι εγώ προσπαθώ να το ναρκώσω.

Από τα βάθη της κολάσεως.

Εκεί που κάποιοι σκάψαν βαθύτερα από τις δυνάμεις τους.

Εκεί που κάποιοι ξυπνήσαν θεριά δυνατότερα από τα σκέλια τους.

Σκέλια ξηρά. Μόνο σταγόνες υγρών από τους δικούς τους βυθούς κυλούν πάνω τους.

Μόνο τα άκρα έχουν βουτήξει βαθιά μέσα στην υγρή άβυσσο.

Εκεί. Εκεί που θαλασσομανιούν τα μυτερά βράχια των ψυχών μας.

Ψυχρή κι αφιλόξενη η κόλαση.

Από εκεί δεν βγαίνουν θεριά.

Μόνο νεκροζωντανοί οργανισμοί.

Μόνο καρκινώματα.

Από εκεί μόνο διαβαίνουν τα θεριά.Δεν στέκονται.

Υποφέρουν και σκληραίνουν από το ψύχος.

Ώσπου να επιστρέψουν στις δολοφονικά μέτριες κι ανέραστες θερμοκρασίες του πλανήτη.

Κολύμπα στο βυθό μου.

Δεν σου υπόσχομαι ασφάλεια.

Το τέρας που επιπλέει στα βάθη τους ίσως σε αρπάξει από τα σκέλια και σε τραβήξει μέσα.

Μην φοβηθείς.

Αφέσου στα νύχια του.

Αυτό αποζητά εξάλλου. Τυφλή εμπιστοσύνη στις καταστροφικές του τάσεις.

Με νύχια ματωμένα και δόντια σημαδεμένα. Ίσως επιστρέψουμε στην επιφάνεια.

Ίσως μαζί με το θεριό. Ίσως και χώρια.

Εγώ στέκομαι εδώ. Στην άκρη. Περιμένω το θεριό μου να συναντήσει το δικό σου και να αλληλοπνιχτούν στα βράχια.

Κι εμείς να βγούμε από το νερό πετώντας.

Ανάλαφροι.

Νέοι.

Εξαθλιωμένοι.


Milvus

Δάφνη


εκεί μας κατάντησε 

ο κορωνοϊός 

να σ'αγαπαω στα πάρκα

μέσα στο κρύο

να σ'αγαπάω στα παγκάκια 

να μη μπορώ να σε φιλήσω 

στα μέρη που πιο πολύ θέλω 


να σε θέλω έτσι περισσότερο


εκεί μας έφτασε ο κορωνοϊός 

να σου γράφω πάλι γράμματα

να σου στέλνω δώρα 

να μη σε αγγίζω

να σε βλέπω πάλι στον ύπνο μου 


σε λαχταράω 


εκεί μας έφερε επιτέλους 


ο κορωνοϊός


Το καρτ

Παροξυσμοί


Σημειώματα αυτοκτονίας

αναβλύζουν ξυράφια,

ανώφελους έρωτες,

κραυγές ηλεκτρικές.

Φωτιστικό οινόπνευμα

στις διεσταλμένες

κόρες τους

κυλά, ενώ διαβάζουν

«Ήταν αναπόφευκτο.»


Κουρνιάζω στο

αναφιλητό μου.

Κραδαίνω διπλές

κόκκινες γραμμές

εκτελεσμένων συνταγών:

τα όνειρά μου

τρυπιούνται

απ’ τις λόγχες τους.

Αιμάτινα φιλιά

ξεγυμνώνουν

τη μωλωπισμένη

σάρκα μου.

Σαπίζουν την

καρδιά μου.


Σφαίρα.

Θαλάμη.

Σκανδάλη.

Γεμάτη υποσχέσεις

Μηχανικοί κρότοι

σφυρίζουν αλήτικα

κάτω απ’ το

φλεγόμενο ουρανό.

Γεύση αίματος

αναμεμειγμένη

με σκόνη.

Έπειτα, σωπαίνω.



Μαρία Κατσίκα


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Οι μεγάλοι έρωτες


Οι μεγάλοι έρωτες έχουν ήδη πει Καλημέρα, έχουν ανταλλάξει φιλιά, έχουν κάνει σχέδια για το Σαββατοκύριακο. 

Ίσως έχουν μαλώσει, ίσως τα ξαναβρούν, προσπαθούν, ζουν.

Οι μεγάλοι έρωτες δεν γνωρίζουν εμπόδια, τί εμπόδιο να υπάρχει;

Σκίζουν βουνά, γονατίζουν τον εγωισμό τους, ξεπερνούν τους φόβους τους.

Οι μεγάλοι έρωτες ζουν μαζί.

Κι αν όχι, τότε γίνονται ποιήματα.


Ανθή Πάνου

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Η τελευταία κουβέντα


Διαμετρικά αντίθετες αλήθειες

αυξάνουν την πολυπλοκότητα της κοινής μας πραγματικότητας,

μέσα από μια τεράστια ποικιλία πεποιθήσεων,

όπου η κάθε μια από αυτές κρύβει μια τελείως διαφορετική ιστορία,

τόσο μοναδική που καθίσταται αδύνατη η σύγκριση μεταξύ τους.

Κάπως έτσι όλοι έχουν τα δίκια τους

και όλοι είναι εξίσου αδικημένοι από τη χαώδη φύση της λογικής..

Γι' αυτό αποδέχομαι να βαδίσω πάνω σε έναν πρωτόγνωρο μονόλογο,

που πηγάζει από την αλληλεπίδραση της δικής μου και της δικής σου οπτικής

γωνίας, επιτρέποντας σε χίλιες και μία άγνωστες λέξεις

να μας κατευθύνουν αβίαστα προς ένα παράδοξο φινάλε,

όπου τα λόγια πλέον είναι περιττά

και κανείς δεν ενδιαφέρεται να πει την τελευταία κουβέντα.


μονομίαφορα

Ναυαγός


Βροχή. Ομίχλη. Τρικυμία.

Πού κρύφτηκε η ηρεμία; 

Πρέπει να τα καταφέρει,

να σωθεί, άραγε μπορεί;


Μες στη βάρκα είναι μοναχός,

σύμμαχός του δεν είναι ο καιρός.

Τα δυο κουπιά σφιχτά κρατά,

διασχίζει τα πελώρια τα κύματα.


Δυνατός κρότος από κεραυνό ηχεί.

Πού να τρέξει να κρυφτεί;

Είναι φοβισμένος, έχει κουραστεί,

η δύναμή του σιγά σιγά εξασθενεί. 


Αναμνήσεις από παλιά

του ρχονται στο μυαλό ξανά και ξανά.

Της γυναίκας του τα μάτια τα γαλανά,

τη φωνή του παιδιού να τον αποκαλεί "μπαμπά". 


Άραγε θα ανταμώσουν; Θα τους ξαναδεί;

Ή από τη θάλασσα άδικα θα ηττηθεί; 

Νερό γεμίζει την άδεια του τη βάρκα.

Ειν απ τη θάλασσα; Ή δάκρυα απ τα καστανά του τα μάτια; 


Την ώρα που κουράγιο στα αστέρια αναζητά,

ένα κύμα τη βάρκα ανάποδα γυρνά.

Θέλει να φωνάξει, να ακουστεί,

μα μάταια, το χέρι του αφήνει το κουπί.


Ύστερα από πολλά, πολλά λεπτά,

ο ήλιος ανατέλλει από μακριά.

Η θάλασσα αρχίζει να ηρεμεί,

παντού απλώνεται ξανά σιγή. 


Τι έγινε; Μπορεί κανείς να πει;

Θα σε θυμούνται η γυναίκα σου και το παιδί; 

Ήσουνα στήριγμα για αυτούς, 

Και τώρα που έφυγες τους άφησες μοναχούς. 


Α.Π.