Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Ο άνθρωπος που δε μιλούσε


αντιστέκομαι
στην παρόρμηση να ορμήξω πάνω σου
αντιστέκομαι
στην έλξη
ακολουθώ με τα μάτια μου
το λεκτικό παραπέτασμα
που μας χωρίζει

αναρωτιέμαι
ποια είναι η απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων
όχι σε μέτρα η εκατοστά,
αλλά σε λέξεις που δεν ειπώθηκαν,
γιατί κάποιος θεώρησε κάποτε ότι δεν είναι η ώρα να ειπωθούν,
σε κινήσεις και βλέμματα που δεν ανταλλάχθηκαν,
γιατί κάποιος θεώρησε κάποτε ότι δεν είναι της ώρας
ότι έχουμε καιρό για τέτοια

χτίσαμε το διάφανο τοίχο από λέξεις
έναν μπροστά μου
και έναν μπροστά σου
και τον γεμίζουμε δαχτυλιές
προσπαθώντας να πιάσουμε αυτό που είναι απέναντί μας
χωρίς να βλέπουμε αυτό που χτίσαμε μπροστά μας

ποιητική α-η-δία με πιάνει
θέλω να σου φωνάξω στο αυτί,
να σου πετάξω την ουδέτερη έκφραση
και μαζί μ'αυτήν
να σου πετάξω και ό,τι δε χρειάζεσαι από λέξεις.

Α. 

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Φυσάω στον βορρά

Ο χρόνος είναι σιωπή ο χρόνος κιλά στα μάτια σου ο χρόνος είσαι εσύ ο χρόνος είναι ένα τίποτα μου είχες πει.

Άγνωστο

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Άτιτλο

Σήμερα βαριέμαι
χυμένος
απ τη μια γωνιά στην άλλη
σκόνη
ξεστρατισμενες καλτσες
τριχες
αφου κατεληξα
ναι - καμιά φορά καταλήγω
τι μ αυτο;
να σε τσιγκλίσω
δυο μπουκετα λουδια
λογια
λουλουδια
δουλεια
μια παυση
τολμηρη
έχει κι αλλες γωνιές το δωμάτιο
αλλες τοσες
το κοιτας ανάποδα
κατακόρυφα
κι αυτο πάνω απ τους ώμους σου τι είναι;
λίγο χρόνο μόνο
πήρε. πόδι
πήρε χέρι
άπλωσε τα χείλια σαν βεντούζα να ρουφήξει τη μελανιά
άλλωστε δεν υπάρχουν σώματα
έστω φυστίκια
μέσα ο καρπός
και οι ώμοι ψηλά
κεφάλι είναι;

Βιζ 

glitter


νομίζω ότι ξεφτίζω
ναι, σιγά σιγά αρχίζω να ξηλώνομαι
αφήνω κλωστές μου εδώ κι εκεί
τις ξεχνάω σε καθίσματα, σε ξένα παπούτσια, σε ποτήρια καφέ μιας χρήσης
σε αγκαλιές που δεν ξέρω πώς βρέθηκα
σε πατώματα που δε μπορούν να με σηκώσουν και τρίζουν και ραγίζουν

νομίζω ότι ραγίζω
γέρνει η μια μου πλευρά και κολλάω με χανζαπλάστ το κρανίο μου στη μέση για να κρατήσω τις σκέψεις μου στη θέση τους και να τις παρηγορήσω λίγο

νομίζω ότι θολώνω
ή το βαρομετρικό γύρω μου είναι χαμηλό και έπεσε ομίχλη

πρώτη φορά χωράω μέσα σε τόσο μεγάλο χέρι
με έπιασε και με στράγγιξε κανονικά
και τώρα με άφησε σαν κακοπλυμένο πιάτο


και χαρτογραφώ τη μέρα με σκόρπιες λέξεις
κλαίω
καφές
πρέπει
σήκω
καθάρισμα
λες?
οδοντόβουρτσα
σκόνη
ήλιος
εκκρεμότητα
πέντε
τσούξιμο
πόρτα
πλυντήριο
χέρι
χ
ερ
ι

και ένα μυαλό που επουλώνεται
και επαναπρογραμματίζεται
συνηθίζει στο φως
φυσικό ή τεχνητό
και του αρέσουν πολύ οι σκόρπιες λέξεις.
του αρέσουν οι συνδυασμοί που προκαλούν αμηχανία
του αρέσει να σε σκέφτεται ακριβώς όταν δεν πρέπει

τη βρίσκει με το χάος
τη χάνει με την τάξη
την ξαναβρίσκει με την αταξία
και γλιτώνει στο τσακ την τιμωρία.

και όταν χάνεται γελάει διστακτικά
γιατί δεν έχει βγάλει τις αμυγδαλές ακόμα.

A. 

Παλίρροια

Ανάθεμα σ' αυτές
Τις παθιασμένες πλημμυρίδες.
Πρέπει ν' αγαπάς πολύ
Τη θάλασσα για να πνιγείς.
Και αφού πνιγείς
Πρέπει να ελπίζεις...
Πρέπει να ελπίζεις πως
Η αμπωτή θα σε ξεβράσει ανάσκελα.
Και θα σε δουν οι άνθρωποι
Και θα ζηλέψουν.

Romeo Rousseau

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Άτιτλο



Δεν ξέχασα ποτέ τα ξερά σου χείλη
που όλο αγάπη τα έλουζα
να νιώσεις την ζεστασιά των άστρων.
απόψε με χείλη όλο αγκάθια πλησιάζω
να ταΐσω το θεριό.
είμαι ένα κομμάτι κρέας
είμαι ένα κομμάτι ψέμα
και προσφέρομαι να με κατασπαράξεις
να χορτάσεις από το τίποτα.
είμαι ένα ρημάδι μοναξιά
που όλο θερίζει
με κόσα ατσάλινη
τα λουλούδια της αυλής σου.
δεν έχω τίποτα να πω
και όμως μέσα μου
όλο εκρήξεις μυστικές.
Δεν ξέχασα ποτέ τα ξερά σου χείλη,
δεν υπάρχει κρύο
και στα ζεστά σαλόνια σου
κρατάω ημερολόγιο αυτοφθοράς.
έστω για ότι έμεινε
έστω για ότι θυμάμαι πια.
είμαι μια σιωπή πριν το τέλος.
και αυτό να βηματίζει νωχελικά
γνωρίζοντας την γεύση
από τα ξερά σου χείλη.
ας ήταν μια φορά να ξεχνούσα
και όμως κάθε νύχτα
το σαράκι ροκανίζει ροκανίζει ροκανίζει
τσακ τσακ τσακ τσακ
ένα λευκό ξεθωριασμένο ημερολόγιο
ένα ξεχασμένο θυμικό
ένα παρατημένο ποίημα

Τάσος Πολίτης

Ανυπόγραφο


Τρελοί συνειρμοί καλοκαιριού.
Εκεί που η θλίψη βαραίνει.
Είδα μια φράουλα.
Άλλοτε ξινή, άλλοτε γλυκιά.
Δοκίμασα, ήταν η ζωή.
Τελικά, αυτό που μένει είναι μια γεύση.
Και η μουσική.

Ηλίας Σ.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Είμαι

Δεν μοιάζω με ‘σένα.
Είμαι μια Παρασκευή που φωνάζει δυνατά,
όπως οι μέλισσες στην ανθισμένη αμυγδαλιά.

Είμαι ένα ποδήλατο, δώρο απ’ τη νονά,
με ροζ κορδέλες στα χερούλια.

Είμαι ένα ζουμπούλι που προφήτεψε την άνοιξη
και άνθισε με τις ζέστες.

Είμαι ένα τραγούδι που ακούγεται δυνατά ,
για να μη το ακούει κανείς.

Είμαι μια λέξη, όμορφη ,γραμμένη στο πίνακα με κιμωλία
απ’ αυτές που δεν υπάρχουν στις σελίδες
παρά μόνο τις γεννά ο νους.


Μελίσσα

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Άτιτλο

Πίστεψα για μια στιγμή στην άνοιξη
Ώσπου προδότες καθαίρεσαν τον ήλιο
γιατί ήταν αμείλικτα στα βάθη των αιώνων απαράλλαχτος
κι απωθημένο τους καιρό να εκδικηθούν την αιωνιότητα
Τώρα χλευάζουν τα ηλιοτρόπια που πενθούν
κι αυτούς που νοσταλγούν τις πορφυρές του καταδύσεις
Τώρα γιορτάζουν των σκιών τη λευτεριά
που αύριο κιόλας θ᾽απαρνηθούν τα σώματά μας
Κι ο ήλιος ξέρει πως είμαστε οι προδότες
πως ήταν αβάσταχτη για μας η σιγουριά ότι αύριο θ᾽ανατείλει
Πίστεψα για μια στιγμή στην άνοιξη
Ώσπου με πρόδωσε το πλήρωμα του χρόνου
αυτού που όνειρα σε πύρινη λήθη παραδίδει
σαν να μην έχει ανάγκη το αύριο απ᾽αυτά
Πυρός το παρανάλωμα σχεδόν έγιναν τώρα
κι είναι η φωτιά ανυπότακτη κι εμείς δειλοί σωτήρες
Ξέρω πως κάποτε υπήρχε μία διάβαση εδώ
προτού γίνει παράτολμο το πέρασμα του χρόνου
Κι εκείνος ξέρει πως είμαστε εμείς το πλήρωμά του
πειθήνια κι υπάκουα σ᾽αυτόν πάντοτε όργανα
Δεν πίστεψα καμιά στιγμή στην άνοιξη
Μονάχα αναρωτιώμουν
πού να φυγάδευσε τον θάνατο απόψε
σ᾽ένα ζευγάρι μάτια παιδικά
στην αιμάσσουσα κραυγή ενός ηττημένου
σε μια υπόσχεση που χρόνια ξεψυχά
ή στων ανθρώπων την ελπίδα που απομένει
Με κλονισμένη πίστη, μ᾽αυτόν τον τρόμο πίσω μου
Πώς να κινήσω τώρα για το θέρος;

Μικρός Πρίγκιπας