Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Απ'τους Λειψούς


Μαναράκι μου ωραίο
Μαναράκι μου γλυκό
Θέλω να ‘ρθω στην Αθήνα
Δυο λογάκια να σου πω

Να βρεθούμε πλάι στο κύμα
Να σε πάρω αγκαλιά
Να σου δώσω κι ένα ποίημα
Και να μείνουμε ως αργά

Απ’ τους Λειψούς σε σκέφτομαι
Και λιώνω και σε θέλω
Να ‘ταν η φλόγα μου αρκετή
Και να σου δίνει γέλιο

Ο έρως μας πλατωνικός
Τη σάρκα δε γνωρίζει
Να σε φιλώ σα σκέφτομαι
Αρχίζει το μεθύσι

Πελώριο κβάντο

Ένα απλό ίσως


Ίσως απλά βαρέθηκε•
τα ίσως, τα απλά
και πρώτα-πρώτα
τα εκτυφλωτικά τα φώτα
που περικυκλώνουν νέους σύντομους έρωτες
μέσα στο θέατρο της ηδονής
και του πάθους
διακοσμημένο με την ίντριγκα
του λάθους

Ίσως και να αγάπησε
την τόση ομορφιά
που είχε ήδη
ή ίσως•
είδε την ομορφιά στην αγάπη-
την αγάπη εκείνη
για εκείνη

Γιατί από την μια
της είναι το δεντρο λίγο
και από την άλλη
τα φύλλα του πολλά
κι ίσως να μπερδεύεται
με τα δέντρα την άνοιξη
και τα φύλλα το φθινόπωρο
και την βροχή
που είναι πάντα ίδια

Μα την μια τα θρέφει
και την άλλη τα νεκρώνει

Ίσως να κατάλαβε
οτι τα δέντρα
παραμένουν δέντρα
όσο κι αν βρέξει

Η ίσως πάλι
να μην κατάλαβε τίποτα
Ίσως να 'ρθε πάλι η άνοιξη
και να είπε
πως άλλαξε επιτέλους ο καιρός

Ίσως με τον καιρό
να άλλαξε κι εκείνη
προς ένα αλγοριθμικό απαράλλαχτο
και να έγινε σαν τα δέντρα
που τη μια έχουν πολλά
και την άλλη ούτε ένα
ανάλογα με τον καιρό
ανάλογα με την βροχή
που είναι πάντα ίδια

Γιατί από τη μια
της είναι η ζωή μικρή
και από την άλλη
οι ώρες της πολλές
κι ίσως να μπερδεύεται
με την ζωή τα πρωινά
και τις ώρες χωρίς τον ήλιο
κι εκείνη
που παραμένει πάντα ίδια

Μα την μια απελπίζεται
και την άλλη βρίσκει νόημα

Ίσως να κατάλαβε
πως η ζωή
παραμένει ζωή
όσο κι αν δεν έχει νόημα

Ή ίσως τελικα,
να μην κατάλαβε τίποτα,
Ίσως να 'ρθε μια άλλη αγάπη
και να είπε
πως θα αλλάξει επιτέλους και αυτή

Συναισθημάταιο

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Άτιτλο


Ήταν πανέμορφη.
Έπρεπε να ήσουν εκεί να την έβλεπες
Έπαιζε με τα νερά της θάλασσας σαν μικρό κοριτσάκι.
Το χαμόγελο της ήταν μικρό αλλά σαγηνευτικό.
Καθόμουν και τη παρατηρούσα για ώρες.
Μου ακούμπησε δειλά δειλά το χέρι και με τράβηξε μαζί της στη θάλασσα.
Η σελήνη αγκάλιαζε τη θάλασσα σαν να ήταν ερωτευμένη με αυτή.
Εκείνη το κατάλαβε και με τράβηξε κοντά της.
Με κοίταξε με αυτά τα παιχνιδιάρικα μάτια της που φαινόντουσαν υπέροχα κάτω από το φως του λαμπερού φεγγαριού.
Ένα μειλίχιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ξανά στα σαρκώδη χείλη της.
Ένιωσα τη ψυχή μου να την ποθεί.
Λαχταρούσε την επαφή μαζί της όπως ένα σκύλος λαχταρά ένα χάδι.
Με πλησίασε.
Κάτι μου ψιθύρισε.
Ένιωσα τη φωνή της να τρέμει.
Σαν να χανόταν.
Ξέρεις , όπως χάνονται τα χελιδόνια στο τέλος του καλοκαιριού κελαηδώντας στην αποχώρησή τους.
«Φοβάμαι πως έχω χαθεί》, μου είπε και με φίλησε
Με το φιλί μας ένιωθα λες και όλη η ηδονή του κόσμου και συνάμα η καταστροφή χόρευαν μέσα μας
Δεν ήθελα να με αφήσει
Την αγαπούσα πολύ
Δε θέλω ακόμα να με αφήσει
Αγαπιόμαστε πολύ.

Ανώνυμο

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Κι ούτε στη μνήμη φίλημα…


Είναι η ίδια μουσική που μερικές φορές προσεύχομαι
Η ίδια που μου φέρνει δάκρυα κι άλλες φορές γλεντίζω με χορό.

Και την ευχή που δε σου έστειλα για τη γιορτή, την εκρατάω ακόμα μες τα δόντια μου
Ως θύμηση παντοτινής χαράς και υφάδι πόνου που δεν ομολογιέται, δε συλλαβίζεται.

Σ.

Αναιρέσεις


Αναιρώ ότι έχω πει
όσα λέω,
και όσα πρόκειται να πω.

Διατηρώ έτσι καθαρό
απ'τη δειλία μου,
το μονοπάτι που έχτισα
για σένα
και για μένα.

Μίλκυ Γουέι

Εκεί


Σε εσένα που τα αμήχανα βλέμματά μας συναντιόνται τυχαία και κατευθείαν αφού σκύψουμε τα κεφάλια, αλλάζουν πορεία.

Σε εσένα που τα χέρια μας ακουμπάνε πλέον άθελά τους μεταξύ τους καθώς στεκόμαστε στο πλήθος,
και τα τραβάμε βιαστικά.

Σε εσένα που τα γεμάτα έρωτα φιλιά μας έγιναν τυπική χειραψία συνοδευόμενη από ταχυκαρδία.

Σε εσένα που πουλήσαμε τις αγκαλιές μας για ένα χτύπημα στην πλάτη και ένα "πως πάει;".

Πως να πάει;

Σε εσένα που με άφησες και ας είναι να έρχομαι αντιμέτωπη με όλα αυτά.

Όλο εκεί, πάντα εκεί θα θέλω να γυρίζω . Που αλλού;

Ανώνυμο