Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Προδοσία

που δεν είναι άλλη απ' το δικό της καλημεεεέραααααα και το δικό μου σκοτωμένο καλημέρα.
Σκοτωμένο, όπως το βλέμμα σου που χαμηλώνει πάντα στο πάτωμα, λες και κρύβει τα πολλά έψιλον και τα πολλά άλφα.

Α.Κ.

Εποχές απάθειας

Κάθονται στην γωνιά τους τα ζάρια.
Δεν παίζουν το παιχνίδι.
Κι εμείς , καθόμαστε και τα κοιτάμε, δεν έχουμε αριθμούς, πώς θα μετρήσουμε τα βήματα;
Μόνο σαν πιόνια μπορούμε να λειτουργούμε.
Πιόνια οποιασδήποτε κατάστασης.
Όπως κι αν ονομάζεται , οτιδήποτε κι αν είναι…
Η καθοδήγηση μας γέννησε.
Μόνος δεν μπορεί κανείς.
Εκτός κι αν  ρίξεις την ζαριά,
αν αφήσεις τα ζάρια στο τραπέζι,
αν μετρήσεις μέχρι τον αριθμό που έφεραν
και μετά κλέψεις και συνεχίσεις να παίζεις.

Κοράκι

άτιτλο


κάθε φορά που έρχεσαι
δηλώνω ανέτοιμη
με λίγα λόγια
πιο έτοιμη από ποτέ

ευχήθηκα να’ μαι το ποίημα
κι από τότε
δε γράφω μόνο νιώθω

και με γράφεις
τόσο ωραία
που θα μπορούσα να σε

λίγα λόγια είπαμε
άσε τα άλλα
παρηγοριά στις μονες μας ώρες

έλα να το ζήσουμε ρε αλάνι

ανώνυμο 2

Κάτι Κυριακές


Κι είναι κι αυτές οι Κυριακές
Που κόβεις βόλτες σε αγγεία και νευρώνες
Το άρωμά σου διαχέεται στους τοίχους
Μία εικόνα σου γεμίζει τις οθόνες

Δεν σου ζητώ να μ’ αγαπάς
Ούτε καν να μου μιλάς
Θέλω μονάχα πού και πού να με θυμάσαι

Και τα φιλιά που ονειρεύτηκα
να μη μείνουν αναπάντητα

Γάμμα Βήτα

Άτιτλο


Τέμνομαι μεταξύ δίκαιου και αδικίας
Τα όρια συγκεχυμένα κάθε φορά που πατώ σε ένα πλαίσιο.
Υποκατάστατα νόμων με  άνωθεν ισχύ τα πρόσωπα και ο χρόνος.
Δακτύλιοι φωτιάς στα βήματα μου.

Ισορροπώ  σε αυτό το  ασπρόμαυρο δίχτυ του άγχους  που χρόνια μας χωρίζει
Και τα χέρια μας κρυώνει, τώρα που αντί να τα σφίξουμε υποχρεούμαι μιαν απάντηση να δώσω.
Και η ματαιοδοξία μηχανική την κίνηση μου κάνει και αγκαλιά δε θα σε πάρω γιατί τα μάτια δεν αντέχονται να θωρούνται με ντροπή.
Και τώρα ένα μάτσο εκφράσεις στολίδια που τόσο αριστοτεχνικά και άκοπα ζωγραφίζουν τα κίνητρα μας, ολισθαίνουν αργά στο πάτωμα λέξη μετά λέξης, γράμμα μετά το γράμμα.
Και μαζί τους εμείς, ως αν αποτυχημένοι Ερμή-δες της αρετής του είδους,
Πέφτουμε σαν ντόμινο σε διττή κατεύθυνση,
Ξύλο μετά ξύλου,
Ένταση στη σιωπή,
Κραυγή στην ένταση.

Δεν είμαστε παρά καρτεσιανά υβρίδια που τους αφαίρεσαν τα άκρα,
και δε δέχονται να εκθέσουν τον κορμό τους,
 δέσμιοι της ιδέας πως είναι το μόνο εφόδιο τους,
Και έτσι- το χάνουν.

Ανώνυμο

Άτιτλο


Το θολωμένο τζάμι του δωματίου μου αποκρούει τις στάλες της βροχής και με κρατά ζεστή
Τι ζεστή δηλαδή…
Μέσα μου έχει πεθάνει κάθε ίχνος ευτυχίας που υπήρχε πριν φύγεις εσύ
Μιλάω για εκείνο το δειλινό που οι δρόμοι μας χωρίστηκαν…
Ένοχοι αυτής της κίνησης είμαστε εμείς οι ίδιοι που πυροβολήσαμε ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου.
Έπειτα περιεργαστήκαμε αυθόρμητα τα χέρια μας και το μόνο που διακρίναμε ήταν η στάχτη μας…η στάχτη της σχέσης μας…τα απομεινάρια.
Φοβήθηκα τόσο πολύ που έπνιξα μετά βίας ένα ουρλιαχτό μου και εσύ ίδρωσες τόσο πολύ που δεν έβλεπες μπροστά σου από τις κηλίδες που έτρεχαν στο κατευναστικό πρόσωπό σου.
Μόνο που τώρα το πρόσωπό σου είχε αλλάξει μορφή.
Ο θυμός κυριαρχούσε στα μάτια σου τα οποία αντανακλούσαν τρικυμίες ανώνυμων ωκεανών…ξένων και αφιλόξενων.
Πριν καλά-καλά το καταλάβω είχες αποχωρήσει πρώτος από τη σκηνή.
Έπεσε η αυλαία.
Μα το πλήθος των θεατών ακόμα με κοιτά επικριτικά.
Πέφτω κάτω και σπαράζω.
Όπου να’ ναι βγαίνει ο ήλιος.

ΤζοκόνταVI

Το φιλί


Σε ένα βιβλίο διάβασα ότι οι ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής όταν ζευγαρώνουν δεν φιλιούνται.
Το φιλί γι αυτούς μοιάζει παράξενο, ακατανόητο.
Μακάρι να ζούσα ανάμεσα σε αυτούς τους λαούς.
Όλα θα ήταν πιο απλά.
Αλλά δεν ζω.
Για εμάς τους λευκούς τι σημαίνει το φιλί;
Το φιλί στο στόμα.
Γιατί για εμάς αυτή η ανταλλαγή σάλιου, όπου οι μύτες χτυπάνε άβολα και οι γλώσσες αγγίζονται, αποπνέει ερωτισμό;
Τι ένστικτα μας ξυπνάει που οι ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής δεν έχουν;
Δεν ξέρω.
Ο Ρόμπερτ Μ. Ντρεικ λέει ότι πάντα πρέπει να εκτιμάμε την στιγμή ενός πρώτου φιλιού γιατί ίσως είναι η τελευταία φορά που η καρδιά μας μας ανήκει.
Πώς γίνεται να παύει να μας ανήκει η καρδιά μας με ένα απλό φιλί;
Μα τι είναι το φιλί επιτέλους, τι σημαίνει και πώς γίνεται να μας κλέβει την καρδιά;
Πώς γίνεται να χάνουμε το μυαλό μας εξαιτίας του;
Πως είναι δυνατόν μια τόσο φαινομενικά απλή πράξη να ταλαιπωρεί τις σκέψεις μας για μέρες;
Δεν ξέρω.
Ξέρω όμως ότι σήμερα ζηλεύω πολύ τους ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής.

Ανώνυμο

Μια μέρα, μια στιγμή



Ανατολή σαν όλες τις άλλες -νομίζεις.
Ξύπνημα ύστερ’ από νύχτα του τύπου,
τάση στο μηρό που συνοδεύει το κυνήγι
για την ανάδυση του
πλαστικού, ως μαρμάρινου, σώματος,

Να σκέφτεσαι, ν’ αναπολείς
την ομορφιά που πάλι σε ξένα μάτια βρήκες,

ένα γλυκό μυστήριο έχουν συντροφιά,
μα βιάστηκε ν’ ανθίσει ενθουσιασμός·
πίσω απ’ την ξένη αυλαία σού έμελλε

γκρεμός

και στη γη του παραδείσου, ξανά, δε μπήκες |

Μια μέρα, μια στιγμή· σαν ριπή οφθαλμού.
Μια μέρα, μια στιγμή· έκλεψες το βλέμμα μου.


Εμπιστευτικός

Και πώς να μου το συγχωρέσουν αυτό


Προσπάθησα πολύ αλλά δεν τα κατάφερα.
Βλέπεις η καρδιά του μωρού χτυπάει κάπως ανορθόδοξα.
Και φταίω εγώ γι' αυτό;
Ε, ποιος να φταίει, εγώ φταίω.
Φωνάζουν σιωπηλά πως είμαι μια αποτυχημένη επιτυχία
μια ισόβια ατυχία.
Και στο βάθρο της μητρικής εργατιάς
θρονιάζονται τα βλέμματα αθόρυβα.
Το βλέπω, εγώ φταίω.
Και πως να μου το συγχωρέσουν αυτό;
Δεν μπορείς να με βοηθήσεις εσύ από κει κάτω.
Έρχεται το μωρό.
'Ερχομαι και γω.

Ρούσσης Σωτήρης

Μόνό Έρωτάς

Τελικά υπάρχουνε χαμένοι έρωτες ; Και άμα υπάρχουνε πως θα τους μετράς ; Είναι χαμένοι μόνο αυτοί που ξεκινήσαν και δεν ολοκληρωθήκαν ; Ή μήπως μετράς και αυτούς που δεν ξεκίνησαν ποτέ ; Άρα χάνω κάθε στιγμή και από έναν . Ή δεν έχασα κανένανε ποτέ . Μόνο εσένα έχασα Που δεν υπάρχεις και χαμένη ερωτάς • Τελικά υπάρχουνε χαμένοι έρωτες ; Και άμα υπάρχουνε πως θα τους μετράς ; .Α

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Άτιτλο


Και με τυράννησε η σκέψη ότι σε είχα ξεχάσει
και έφυγες σαν κλέφτης από τα όνειρα.
Τα μάτια ορθάνοιχτα να προσπαθούν να θυμηθούν,
τα χέρια σφίγγουν τα σεντόνια γιατί δεν πονάει
πια η απουσία σου.
Σκέφτομαι ότι μου αρέσει που έχει σκοτεινιά έξω και μπορώ να κρύψω το αμαρτωλό μου χαμόγελο.

Δ.Κ

κλιματική αλλαγή



κάτω από ένα αδιάκριτο πορτοκαλί φεγγάρι
τόλμησες
και, σαν από ελεημοσύνη,
αντί να αφήσεις να με απολιθώσει το ψύχος
με φίλησες και έλιωσε
όλο το χιόνι στο λόφο

αχ, ας άφηνες τη φύση στην ησυχία της,
ως είχε
πλημμύρισε ο τόπος
ελπίδες ατελέσφορες
να βαραίνουν το οικοσύστημα-
δε θ'αντέξω κι άλλη οικολογική καταστροφή

βλέπεις τώρα τι έκανες;
από δω κι ύστερα
πάντα θα ονειρεύεσαι ότι με κρατάς,
μα πάντα θα ξυπνάς
μόνος.

ungrateful

Nυχτερόβια φώτα


Πάντα απολάμβανα τις βουβές νυχτερινές περιπλανήσεις.
Νύχτες ποίησης και αδιάκοπης φλυαρίας με την ίδια σου την ύπαρξη σε κάνουν να αναρωτιέσαι  μέχρι και για τον τρόπο δημιουργίας εκείνης της φωτογραφίας που σιγοστέκει στο ξύλινο έπιπλο του σαλονιού,που τόσο καιρό αγνοούσες.
Νύχτες σιωπής και ατελείωτου πάθους.
Νύχτες άδειων δρόμων και κρυφών οργίων.
Νύχτες τύψεων,λες και απάτησες το ίδιο το ξημέρωμα,λες και για μια λεπτομερής στιγμή έπαψε να υπάρχει.
"Το ξημέρωμα εξαφανίστηκε",φωνάζει ένα παιδί στην μέση του σιωπηλού δρόμου,γεμάτου αβεβαιότητα, και βυθίζεται στους υπονόμους.
"Το ξημέρωμα πλησιάζει",του απαντάει εκείνη η παράξενη γιαγιά που στέκεται απειλητικά στην καρέκλα του μπαλκονιού της ρουφώντας το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου της,ζωγραφίζοντας κόκκινα τα πνευμόνια της και αφήνοντας τον πόνο να εξατμιστεί με τον καπνό της τελευταίας της τζούρας.
Νύχτες αχαλίνωτης μοναξιάς και έρωτα με την αντανάκλαση του καθρέφτη μας.
Νύχτες ουρλιαχτών που ακούνε μόνο όσοι μένουν ξύπνοι.
Οι νεκροί κοιμούνται.
Οι κοιμισμένοι φοβήθηκαν και έγειραν στην ασφάλεια του παπλώματος τους, ελπίζοντας πως το ξημέρωμα θα τους εκπληρώσει εκείνη την επιθυμία που έχουν κλειδώσει στο συρτάρι,δίπλα στο κρεβάτι,που μοιάζει ανύπαρκτο μέσα στο σκοτάδι.
Και όμως εγώ καθισμένος στο απόλυτο σκοτάδι ,βλέπω άπειρα συρτάρια.
Τα συρτάρια χάθηκαν στο φως και η νύχτα τα καλωσόρισε.
Για αυτό αγαπάω την νύχτα.
Γιατί είναι ονειροπόλα και σιωπηλή.
Γιατί ανοίγει τα συρτάρια και τα καίει φανερά,ενώ οι άνθρωποι κοιμούνται βαθιά.
Γιατί  υπάρχει στο ατελείωτο της στιγμής και ξυπνάει με την βιασύνη του φόβου.
Γιατί εκείνη κατά βάθος δεν φοβάται,είναι συμφιλιωμένη με την σκοτεινή της φύση
και  έτοιμη να υποδεχθεί το φως.
Ενώ το φως;
Κοιμάται σβήνοντας τον εαυτό του.

Δημήτρης Κονταράτος

Το φάντασμα


Αργά το βράδυ
Είπα να τηλεφωνήσω σ’ ένα φάντασμα.
Παραδόξως όμως, δεν χωρούσε στη φαντασία.
Παραήταν σκληρό το άτιμο…
Και άκαμπτο.
Και τ΄αγκάθια του πολλά.
Πώς ν΄αντέξεις…


Ανώνυμο

Νεροποντή



Μπερδεύεις τους ήχους της βροχής.
Τις στάλες στον υγρό δρόμο
Τον κρότο που άκουσες μετά την λάμψη.
Το σφύριγμα του ανέμου.
Νομίζεις πως είναι η φωνή.
Ή φωνή που προσμένεις να φτάσει και πάλι στα αυτιά σου.
Μέρες τώρα.
Χρόνια.
Και θυμάσαι.
Θυμάσαι ξανά τα λόγια.
Κάθε σταγόνα και μια λέξη ή μια συλλαβή..
Φράσεις ολόκληρες.
Ξεκινά καταιγίδα, νεροποντή.
Χάνεσαι, τι να πρωτακούσεις;
Τι να κρατήσεις;
Τι να αφήσεις;
Κατακλυσμός.
Το νερό έξω..
Οι σκέψεις μέσα..
Οι θύμησες, νερό κι αυτές.
Πρόσεχε!
Σε πνίγουν!
Ψάξε τρόπο να σωθείς.
Ένα φωσάκι μέσα απ' τα σύννεφα.
Ψάξε κι άλλο..

Θ.Π.

Μίασμα


Εραστής της μετουσίωσης, του νόθου, του παλμού
Εξουσιαστής του πρότερου, στο μέλλον θιασώτης.
Απόμερος και μίζερος, σκυφτός, ιδεαλιστής.
Καλπάζει κάθε ανατολή, γυρίζει όμως τη δύση.

Φαντασιώνεται ουρανούς και χώματα κοινόβια
Ξεροσταλιάζει με αργαλιούς, παράπονα, μπουζούκια
Ελπίζει σε νεόφερτους, σε σκοτς, σε ντισκοτέκ.

Εμείς δε γεννηθήκαμε τη νύχτα σε στρατώνες
Σαράγιεβο δε ζήσαμε, σκούριασε το καρφί.
Τα μπλουζ μου εγώ τα βίωσα πετώντας τα γαρύφαλλα
Τι φειδωλή η νιότη μου, στην κόψη έχει καμπή.

Στείλε μου ένα μήνυμα, στο αιώνιο σταλαχτίτη.
Στη μοναξιά εξώδικο, δικαιολογητικό.
Πάρε με ένα τηλέφωνο, χάιδεψε την οθόνη
Με τα καλώδια αναμετρήσου, δώσε μου ένα ρεπό.

Δε θέλω δέσμευση, δεν ήθελα ποτέ μου
Το πάθος σου ατόφιο, αυτό το απαιτώ.
Καφέ πικρό το σούρουπο, βαρύ γλυκό τη μέρα
Της απραξίας μας ο γιος είναι το σ’αγαπώ.

Και ας είμαι τόσο άμαθη που εσύ να μετανιώνεις
Και στο κρεβάτι σου μπιζού, μαρμάρινο γλυπτό
Είναι μικρό το μίασμα και λίγη η συστολή μου
Μιας και δεν είχες ποταμό για τον καθρεπτισμό.

Νερόβραστο το ποίημα μου
και η στοργή  από σπόντα.
Αναπολώ ενέργειες και δράσεις και ορμές
Μα σαν κεράκιατις  βαστώ σφιχτά  την αφορμές.

Α.Γ

Τζοκόντα

Έπειτα κάθισε στο σκαλοπάτι της αυλής και με κοίταξε
Δεν άντεξα
Της εξέφρασα τα συναισθήματα μου γι’αυτήν
Το πώς πάλλεται η καρδιά μου στο άκουσμα του ονόματός της
Το πώς πεθαίνω όταν αισθάνομαι την παρουσία της δίπλα μου
Το πώς χάνομαι όταν με αντικρίζει
Το πώς αυτοκτονεί κάθε ίχνος δυστυχίας μέσα μου όταν μ’ακουμπά
Το πώς ξαναζωντανεύω όταν ανοίγει γλυκά το  στόμα της και με φιλά.

Λ

Στην Ρ


Εμείς οι άνθρωποι, μόνο ίσκιους βλέπουμε.
Πραγματικότητες σε μηδέν και ένα.
Προβολές συναισθημάτων, σε δακρύβρεχτες οθόνες.

Τα γυαλιά στάζουν.
Τα γυαλιά, μας σπάζουν.

Εμείς οι άνθρωποι, ξεχάσαμε να γυρίσουμε το κεφάλι προς τον ήλιο.
Όχι από το φόβο να τυφλωθούμε.
Μα ξεχάσαμε πως αυτός,
είναι εκεί .

Και εγώ ξέχασα.
Ξέχασα και τους μύες του αυχένα.

Εσύ,
πήρες τον ήλιο και μου τον έφερες μπρος στα μούτρα.
Τόσο κοντά που είδα το υδρογόνο να απεργάζεται το ήλιο.
Με ένα σου χαμόγελο,
έκρυψες τις σκιές πίσω από το ηλιοστέφανο σου.

Όταν έφυγες απ’ την αυλή μου,
το χαμόγελο μου έλιωσε•
πίσω από την κάψα των σκιών που με περιέβαλαν.
Και γινήκαν πιο μεγάλες
και πιο τρανές από ποτέ.
Τόσες ,
που τα όνειρα εμοιάξαν πιο αληθινά από το ξύπνιο.

Θα φωτίσω κάποτε.
Το νου μου.
Με κεριά από λευκές κορδέλες , φυλαγμένες.
Με φανάρια από γλώσσες , μετρημένες.
Με λαμπατέρ καμωμένα από κεράσια.

Με το όνειρο .

Και τότε θα σπάσει σαν λυγμός η λήθη μου.
Θα απλώνεσαι μπροστά μου όμορφη και αρκετή.
Το στεφάνι θα ανοίξει σε περισσότερα.
Ο κόσμος όλος θα είναι ένα στεφάνι.
Ένα στεφάνι που καίει υδράργυρο.

Και τα μάτια σου,
θα είναι ο ίσκιος που απλώνω την ψυχή μου να ξαποστάσει.

5:38 π.μ


Τελικά με το να μετράς προβατάκια δεν σε παίρνει ο ύπνος πόσο μάλλον χαμένους έρωτες.Θα ρίξω το φταίξιμο για τις αϋπνίες στους πολλούς καφέδες που ήπια και όχι στο μόνιμο θέμα που σκέφτομαι πριν κοιμηθώ. Κάθε φορά νιώθω και πιο αξιολύπητος όταν γράφω για εσένα καθώς ξέρω ότι ποτέ δεν θα διαβαστούν απ'τα δικά σου μάτια και κάθε φορά λέω ότι θα είναι και η τελευταια. Νιώθω σαν έναν χρόνιο ναρκομανή που λέει με αποφασιστικότητα ότι θα σταματήσει και παράλληλα τρυπιέται. Σήμερα σκεφτόμουν πόσο με έχει γοητεύσει το ονοματεπώνυμο σου όχι σαν λέξεις αλλά σαν σχέδιο, άλλοι ερωτεύονται τα νούμερα των τηλεφώνων. Εγώ έτυχε να ερωτευτώ το σχέδιο που αφήνει πάνω στο τηλέφωνό μου το ονοματεπώνυμο σου. Δοκίμασε να το δεις θαμπά και θα καταλάβεις τι περίπου εννοώ. Μπορεί αυτές οι παράξενες σκέψεις να ευθύνονται στο ότι έχω καιρό να σε δω και έτσι ψάχνω κάτι καινούριο από εσένα να ερωτευτώ. Ίσως αν συνέχιζα να σε βλέπω και παρέμενα ερωτευμένος με το φαγωμενο σου πρόσωπο και το εκκωφαντικό σου γέλιο στην κάθε σου κλήση να έβλεπα μια απλή αλληλουχία γραμμάτων.

Bueno

Άτιτλο


Μέσα στις σιωπές κατάλαβα πως μπόρεσε η αλήθεια να ξεπροβάλει .

Τα μάτια είναι αυτά που πάντοτε λένε την αλήθεια και για αυτό σιωπούν .
Για αυτόν τον λόγο εκφράζονται βουβά ,
δημιουργώντας σύννεφα και ύστερα καταιγίδες .

Σαν κοιτούσε ένθεη το πρόσωπό του γιόρταζε δειλά δειλά
Σαν παιδί που κλέβει πονηρά από το βάζο το γλυκό .

Όπως αισθάνεται η γη το πρωτοβρόχι , έτσι ένθεη αισθανόταν κάθε του συναίσθημα .
Τύχη και ευλογία να σε σκεπάζει η ενσυναίσθηση και να καλύπτει τη μοναξιά.

Δειλά δειλά γιορτάζοντας με το φεγγάρι έδυε ξανά και ξανά .

Ανώνυμο

Αντίστροφη στροφή.


Πνίγεσαι στο εδώ
Σώζεσαι στο εκεί
Έχοντας την ελπίδα για σύντροφο
Τώρα...
Κατάλαβες την απάτη
Κατάλαβες την ελπίδα
Πνίγηκες!
Το τέλος γίνεται αρχή διαβάζοντάς το αντίστροφα.


Lluvia

Το όνομα στο κουδούνι δεν άλλαξε ποτέ


Σου ήρθαν τα νέα;
Ξενοίκιασα. Πάει κι αυτό.
Τα χνάρια μου σβήνουν ένα-ένα,
σαν θλιβερή αλληλουχία.
Να δεις, σε λίγο
θα είναι σα να μην υπήρξα ποτέ.
Να το δεις, ε;
Σου έκανα κι αυτή τη χάρη.
Μου είπαν πως το όνομα στο κουδούνι δεν άλλαξε ακόμη.
Ξέχασαν, βέβαια, να αναφέρουν εάν
ένα "σ’αγαπώ” γραμμένο με στυλό,
συνεχίζει να καταπατά το επίθετό μου
κι εάν, στην τελική, υφίσταται ακόμα,
ως τελευταία πράξη ενός σύμπαντος
που και υπήρχαμε και αγαπιόμασταν
και μας ένοιαζε αρκετά, ώστε να το αποτυπώσουμε.
Τώρα πια, από κάποιο άλλο σύμπαν,
σβήνουμε και γράφουμε τον μεγάλο μας επίλογο.
Εγώ γράφω,
εσύ σβήνεις.
Εγώ ονειρεύομαι την χάρτινή μας πόλη,
κι εσύ κρατάς τα σπίρτα στα χέρια σου.
Τι λες;
Θα της βάλεις φωτιά;

Ανώνυμο

Πώς το λένε


Αυτό δεν ήταν έρωτας /γουστάρισμα  / πάθος ή όπως αλλιώς το λένε τελοσπάντων
Ήταν ελπίδα
Μια κατάσταση δίνης που ρουφούσε ενέργεια, συναισθήματα, όρεξη για ζωή
Μια κίνηση δύο παράλληλων γραμμών που τεμνόντουσαν
Όταν εκείνος το επιθυμούσε
Και εκείνη ακολουθούσε, έρμαιο των προσδοκιών της για κάτι πιο έντονο
Για έναν έρωτα / μια έλξη δύο σωμάτων ή όπως αλλιώς το λένε τελοσπάντων
Ήταν σύγκρουση μιας γραμμικότητας από την πλευρά του και
Μιας ελπίδας για ένα πλοτ τουίστ από την πλευρά της
Και στο μεταξύ ένα εκκρεμές συναισθημάτων, μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού
Του εαυτού της
Μια προσπάθεια άμβλυνσης των συναισθημάτων της από γκρίζες ζώνες
Και όταν έρχεται εκείνη η στιγμή της συζήτησης και του επαναπροσδιορισμού
Του δυαδικού συστήματος που έχουν ορίσει
Βγαίνουν στην επιφάνεια λέξεις χωμένες από τα έγκατα του συναισθηματικού της κόσμου
Για να ξαναπεί άλλη μια φορά στον εαυτό της το επανειλημμένο ψέμα:
Είμαι κουλ ή καλύτερα πρέπει να γίνω
Για να έρθει ο έρωτας / η κάβλα ή όπως αλλιώς το λένε
Η ματαιότητα στα καλύτερά της και
Η προσδοκία / ελπίδα ή όπως αλλιώς το λένε στα χειρότερά της

μαύροι κύκλοι