Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Άστεγη


Καμία φορά,
όχι πολύ συχνά, μην φανταστείς,
γίνομαι άστεγη.
Όχι όπως αυτοί που βλέπουμε στους δρόμους,
που κοιμούνται σε παγκάκια, σε πλατείες
και σε υπόστεγα.
Γίνομαι άστεγη γιατί δεν υπάρχει κανένα μέρος στον
κόσμο που να μπορώ να αποκαλέσω σπίτι.
Σέρνω το κορμί μου δεξιά κι αριστερά
προσπαθώντας να του βρω μια εστία.
Αλλά δεν βρίσκω.
Όπως τα μικρά παιδιά κλαίνε και θέλουν να πάνε
σπίτι στην μαμά τους,
έτσι κι εγώ κλαίω γιατί θέλω να βρω μία φωλιά να
πετάξω το κουφάρι μου.
Κλαίω ακόμη κι αν βρίσκομαι μέσα στο κτήριο που
άλλες φορές αποκαλώ σπίτι.
Κι ας βρίσκεται μέσα σε αυτό το κτήριο η
δικιά μου μαμά.
Νιώθω νεκρή μέσα μου
και μόνο οι αδένες που παράγουν δάκρυα
λειτουργούν.
Και παράγουν πολλά δάκρυα.
Ξέρεις τι νομίζω;
Ότι όλες εκείνες τις φορές που νιώθω άστεγη και
αναζητώ ένα μέρος να αποκαλέσω σπίτι,
το μέρος αυτό είναι η δικιά σου αγκαλιά.

Ανώνυμο

Ελπίδα



Δώσε μου ελπίδα
Φέρε τη λεπιδα
Σκισε μου τη σάρκα, κάνε την κομμάτια
Δεν γουστάρω πια να ζω τέτοια ζωή
Άκου που φωνάζω
Αν τρομαζεις τρέξε
Πάρε την καρδιά μου να τη νιώθεις δίπλα σου
Θα την αφήσω να χτυπάει για σενα
Αφού σου ανήκει
Σκισε μου το δέρμα σαν παλιά ζωγραφιά
Και κρεμασε με στον τοίχο
Δεν βγάζω νόημα και δεν ξέρω τι κανω
Ξέρω όμως ότι αγάπη τα δέχεται ολα
Τελείωσε με και πετά με στο γκρεμό
Λιωσε με, με το αμάξι
Σπασε μου το λαιμό
Κάρφωσε μου το μαχαίρι στην πλατη
Και μετά χαμογελα γιατί έτσι θα θελα

Α.Μ

Ως το τέλος


Φίλε μου
Τρεις μέρες πριν έλαβα το γράμμα σου
Να σε ενημερώσω
Βρίσκομαι στο σκοτεινό δωμάτιο και πάλι.
 Ξέρεις
Αυτό που παίζαμε μικρά
Και περιμέναμε ένα χάδι
Εκεί που χανόταν το φως
Στις ντουλάπες μέσα.
Φίλε μου
Τα λόγια ξεράθηκαν στο κίτρινο χαρτί
 Θυμάσαι άλλωστε
Πως πάντα μόνος ήμουν
Ανήμπορος να κερδίσω μήνες
Στα λευκά αμάξια
Και τα κόκκινα κορδόνια.
 Δημήτρη
Ξεχάστηκα
Χάνομαι και πάλι
Και ίσως να μην λάβεις ποτε απάντηση
 Δεν ξέρω τι άλλο να σου γράψω
Τα χρόνια μου παρόμοια
 Με μια απέραντη θλιμμένη γη


Singapore Sling

Αστική μοναξιά

Φθαρμένες, μπαλωμένες,
ξανά ξηλωμένες, ξανά σακατεμένες.
Όχι, δεν μιλάω αόριστα.
Για τις ψυχές μας μιλάω.
Την πολυτέλεια
της σύγχρονης ηχομόνωσης,
που δεν μας αφήνει
ν’αγκαλιάσουμε την θλίψη μας
τις ήσυχες βραδιές.
Ποτέ δεν μάθαμε γιατί
η κοπέλα εκείνη
κοιτούσε τόσο επίμονα
πίσω απ’τις κουρτίνες.
Και ποιος είναι ο ένοικος
-από ποιον όροφοπου υποκύπτει καμιά φορά
στα τραύματα του;
Η ηχομόνωση, ξανά,
ως σύγχρονη αναγκαιότητα.
Και να σκεφτείς
ότι τα βολικά μας σπιρτόκουτα
απλώνονται τόσο άσχημα
πάνω στις αρχαίες πολιτείες,
σαν είδωλα της αστικής μας μοναξιάς.

Χριστίνα Π. 

Το γέλιο σου


Πέρασε καιρός απ' την τελευταία φορά που άκουσα το γέλιο σου και σήμερα αφηρημένος άκουσα έναν γνώριμο ήχο.Ένιωσα ότι την τελευταία φορά που άκουσα άνθρωπο να γελάει ήσουν πάλι εσύ.Κάπως ετσι κατάλαβα ότι κατά κάποιο τρόπο έχω αντικαταστήσει τα υπόλοιπα γέλια με κάποια άλλη ανθρώπινη ενέργεια η οποία παραμένει αβάπτιστη στο μυαλό μου.Πλεον αναγνωρίζω μόνο το δικό σου.Σαν να έπαιξες χαλασμένο τηλέφωνο με τους ανθρώπους που με περιβάλλουν .Ξέρεις αυτό το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά,μονο που αντί να τους ψιθυρίσεις μια δύσκολη λέξη τους γέλασες και ενώ τους έδειξες με μεγάλη προσοχή πως είναι το γέλιο αυτοι με την πάροδο του χρόνου το αλλοιωσαν.Ίσως πρέπει να έρθεις να τους το δείξεις μια ακόμη φορά ή μάλλον καλύτερα κάνε μου μια τελευταία χάρη και κανε μια παρατυπία, προσπέρασε τους όλους αθόρυβα και κάτσε στην τελευταία θέση, παράκουσε ότι σου ψιθυρίσουν στο αυτί και διέδωσε την ευτυχία με τον δικό σου μοναδικό τρόπο.

Bueno

Εκτός εποχής


Σε μια εποχή όπου
όλα συστήνονται
πολυσύλλαβα
έρχεσαι εσύ
με τις δυο σου συλλαβές

Σε μια εποχή όπου
όλοι κάνουν εκθέσεις
τις πολυγωνικές τους γνώσεις
έρχεσαι συ
-διστακτικά-
και ρωτάς

Σε μια εποχή όπου
τα μάτια
και τα στόματα
κινούνται λαίμαργα
το ευγενικό σου βλέμμα
είναι αυτό
που με χορταίνει

Σε μια εποχή όπου
όλα επιβάλλονται
με το μέγεθος του στηθόδεσμου
και του καβάλου τους
η λεπτή σου παρουσία
περνάει ανάμεσα
και μου χαϊδεύει τα μαλλιά

Σε μια εποχή όπου
όλα μοιάζουν με
πολύχρωμες
μάλλινες κουβέρτες
ξαπλώνεις πάνω μου
σαν καλοκαιρινό
λευκό σεντονάκι
και βρίσκομαι
-ως δια μαγείας-
εκτός εποχής


Σωτήρης Ρούσσης

Άτιτλο


Κάθε φορά που σκέφτεσαι δηλητηριάζεις τη σιωπή.
Ποιος σου πε ότι δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν;
Ποιος σου πε  τόσο μεγάλο ψέμα;
"Κάθε ανάμνηση χάνει την αξία της κάθε φορά που κρυφοκοιτάζεις το φωτογραφικό φιλμ του νου". Εκεί δε θα βρεις την απάντηση που ψάχνεις ..παρά μόνο ετοιμόρροπα "γιατί" έτοιμα να καταπλακώσουν το κενό που με λύσσα προσπαθείς να γεμίσεις. Μην αναπολείς ..παραμορφώνεις ότι ήσουν και θα σαι. Σταμάτα να πολεμάς! Αφέσου στην ορμή, αποδέξου τον πνιγμό και άσε το τώρα να ποτίσει κάθε σπιθαμή στα ξερακιασμένα σου πνευμόνια..Πέθανε! Παρά μόνο τότε θα σαι ελεύθερος ..Είμαστε η πνοή ..μέχρι να έρθει η επόμενη. Μην αμφιβάλλεις για το τώρα έως ότου το κάνεις.

"Ζούμε και αναπνέουμε όσες φορές πεθαίνουμε και εκπνέουμε".
 "Όποιος κοιτάζει στο παρελθόν θα είναι πάντα νεκρός".

Ανώνυμο

Άτιτλο


Ηρεμία
Λέξη την οποία ψάχνω καιρό για να κουρνιάσω μέσα της.
 Τί είναι ηρεμία; Και πόσο χρήσιμη είναι για τον καθέναν  από εμάς;
Άλλοτε κανείς, ηρεμία θα ονόμαζε την απόλυτη σιγή, την αδράνεια,
την απάθεια
 Κι άλλοτε κανείς την απόλυτη βουή, τον κορεσμό των αισθημάτων εκείνων, που σε κάνουν να νιώθεις
κενό,
γυμνό,
γεμάτο.
 Σε καιρούς σαν και δαύτους όλοι μας την αναζητάμε , μη γνωρίζοντας αν πραγματικά την επιθυμούμε.
Στην προσπάθεια μας αυτή βουτάμε το βλέμμα μας στην θάλασσα και το ταξιδεύουμε στον ουρανό.
 Λύτρωση ψυχής η εναρμόνιση μας με την φύση.
Η ηρεμία της φύσης βέβαια, ποτίζεται με λογική.
Συνειρμικά και αυθαίρετα προσπαθώ να εκφραστώ σε κάποιο κείμενο, προσμένοντας την δικιά μου γαλήνη ή.. μάλλον ευγνωμονώντας την.
 Η ηρεμία μου εμένα χρωματίζεται με τα χρώματα της λησμονιάς, της εκτίμησης, της κούρασης και της ανεξαρτησίας.
Δένω τα χέρια μου με πείσμα , ώστε να απαγορεύσω να ακουμπήσουν ότι επρόκειτο να διαταράξει την ίδια.
 Και τελικά εύχομαι να νιώσουν όλοι το άγγιγμα της , μα πάνω απ'όλα οι αδικημένοι.


Ανώνυμο

Άτιτλο

Θωρώ τη γλυκιά και κατευναστική της παρουσία και αισθάνομαι πιο ευτυχισμένος από ποτέ.
Τα ακροδάχτυλά της όταν με ακουμπούν ηλεκτρίζουν το ξαναμμένο μου κορμί που φλέγεται για μια στιγμή μαζί της.
Γελάει και με παρασέρνει στο χάος και στη λήθη.
Δεν είναι σαν τις άλλες, φοβάμαι την ιδιαιτερότητά της.
Φοβάμαι εμένα μαζί της.
Φοβάμαι μην την χάσω.

Ανώνυμο