Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

τελευταία φορά

 



καλησπέρα, καλησπέρα μου λες και κάθεσαι δίπλα μου,


με αμήχανες κινήσεις προσπαθείς να στρίψεις,


προσπαθώντας να το παίξεις μάγκας, και εγώ σιωπηλά χαζεύω τις ηλίθιες κινήσεις σου,


που είναι αυτός ο αναπτήρας πια? φωνάζεις, και αυτόματα σκέφτομαι πως η καρδιά 

μου είναι έτοιμη να με κάψει ζωντανή και ποσό θα ήθελα εγώ να σε ανάψω,


ή μάλλον να σου ανάψω το τσιγάρο. Τέλος πάντων...


 βγάζω τον αγαπημένο μου αναπτήρα και δειλά-δειλά

υψώνω το χέρι μου να σου ανάψω το αναθεματισμένο τσιγάρο 


και με κοιτάς στα ματιά με μια λάμψη, 


ρουφάς την πρώτη τζούρα σηκώνεσαι καβατζώνεις τον αναπτήρα και τον βάζεις όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στην τσέπη σου


 και καθώς απομακρύνεσαι σκέφτομαι ότι ο αναπτήρας αυτός είναι ο αγαπημένος μου και εσύ ο σταθμός της ζωής μου 


Ελεβίν

Πάλη, πάλι


Πλάσμα της φαντασίας μου εσύ,

Να φόραγα τη μπλούζα σου

Να έλυνα τα μαλλιά μου

Να μας έφτιαχνα καφέ

Να γύρναγες να μου 'κλεινες το μάτι

Να ακούγαμε τους δίσκους σου στο κρεβάτι

Κάθε Κυριακή, κάθε Δευτέρα, κάθε Τρίτη

Να μην έμενες άλλου, κι εγώ αλλού

Δέκα λεπτά είναι μεγάλη απόσταση για τους ερωτευμένους

Να σμίγαμε άγρια κι απελπισμένα

Άγρια γιατί έτσι θα ήταν-

Απελπισμένα όμως γιατί δεν υπάρχεις και δεν υπάρχω.


Γιατί με δημιούργησες με το μυαλό σου,

Όσο κι εγώ εσένα

Κι αρκεί μέρα μισή να μείνουμε μαζί 

Για να εξαφανιστούμε πάλι.


Ανώνυμο

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Λύγισαν όλα


Ξεψύχησα ψελλίζοντας το όνομά σου κι έσπασαν οι πέτρες.

 Έλιωσαν τα σίδερα.

Λύγισαν όλα, εκτός από την καρδιά σου.


Ανθή Πάνου


Το εμβόλιμο


Πριν μας προσβάλει η ασθένεια

υποταγμένοι

από πάθος

και βαθεία ταξικότητα

καταπατημένοι

από οποιαδήποτε κοινωνική ή ερωτική δικαιοσύνη

τσίμπα με

ισχυρά

αναισθητικά

σαν μέλισσα τον Αύγουστο

να πεθάνω από το δικό σου δηλητήριο

όχι από χρησιμοποιημένη βελόνα

ψωνισμένου πολιτικάντη.


Αφροδίτη Κατσαδούρη

Τσαλακωμένα χαμόγελα



Ζούμε με χαμόγελα δανεικά.

Στιγμές δανεικές.


Και όταν γυρνάμε στο σπίτι και γδυνόμαστε, 

μας μένουν μόνο οι φόβοι και οι ανασφάλειες.


Στο δρόμο όταν μας βλέπεις,

δε θα παρατηρήσεις εύκολα τις ρωγμές μας.


Μεταξύ μας όμως, υποκρινόμαστε.

Μη μας δούν οι εξουσιαστές μας ευάλωτους.

Σε αυτούς θα μοιάζουμε πάντα απειλή.

Και είμαστε. Τα μάτια μας εκπέμπουν φωτιά.


Και όταν εν τέλει μένουμε μόνοι,

τότε μπορούμε να πετάξουμε τα προσωπεία μας.

Να νιώσουμε ανήμποροι και τσαλακωμένοι.


Την επόμενη μέρα βγαίνουμε από το σπίτι και χαμογελάμε στον υπάλληλο του μίνι μάρκετ.


Καλημέρα.


Νίκος Καππα

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Πού θα κοιμηθεί ο γυμνοσάλιαγκας;


Τόσο τυλιγμένη

γύρω μου. 

Τόσο συνηθισμένη σε εμένα

που φαίνεται ασύλληπτο να είμαι σ’ άλλα μάτια

άγνωστη.

Η τέχνη του ξετυλίγματος, έχει σχέση με την πλεκτική; 

Ή μάλλον, η πλεκτική, έχει σχέση με εμένα; 

Το είπανε για αστείο, αλλά είμαι στα αλήθεια

η κυρία Κρεμμυδάκη.

Όπως μου αρέσει να σκεπάζομαι.

Με πολλά σκεπάσματα το ένα πάνω απ’ το άλλο,  

να νιώθω το βάρος όλων. 

Χαλαρώνουμε στο σφίξιμο: συγκροτούμε το σώμα μας.


Μ.Κατς

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

 


Εγώ θα ανοίξω τη καρδιά μου. Εσύ κλείσε το θερμοσίφωνα.

Και σβήσε τα φώτα πάλι. Μην τύχει και κοιταχτούμε και δούμε την άρνηση..

Τέλος πάντων.

Καλύτερα να φύγω, 

αλλά ήθελα να σου πω. Σήμερα είδα ένα κορίτσι με ποδήλατο. Θυμάσαι; Μισούσες τα κορίτσια πάνω στο ποδήλατο. 

Βέβαια όχι αυτές, παρά τη σεξουαλικοποιημένη εικόνα που έχει πλάσει η πατριαρχία για τα κορίτσια με τα ποδήλατα.

Συνειρμοί, έλεγες.

Προτιμούσες αυτές με τη μηχανή, γιατί είναι τολμηρές και το σπάνε το ρημάδι το στερεότυπο.

Τέλος πάντων, καλύτερα να φύγω.

Αλλά ήθελα να σου πω..

Μεγειά το ποδήλατο.


Σήμα Δ. 

'Ωρες μπορώ να μιλάω για σένα


Θέλω να γράψω για σένα και κανείς να μη το διαβάσει, 

αλλά το διαβάζουν όλοι, εκτός από σένα

και να σού γράψω ακόμη ένα ποίημα που να μη σου αρέσει,

αλλά κατά βάθος να σπαρταράει η καρδιά σου καθώς το διαβάζεις

και να σε βλέπω να κοιμάσαι και ν 'ανοίγω τα χέρια σου και να χώνομαι εκεί μέσα,

να μη χάνω στιγμή χωρίς την αγκαλιά σου,

και να σε χαζεύω χωρίς να το καταλαβαίνεις,

πόσο όμορφος είσαι Θεέ μου όταν σκέφτεσαι, όταν χαμογελάς, όταν οδηγείς,

όταν τρως, ακόμη κι όταν μού λες ψέματα,

πόσο όμορφα είναι τα χέρια και τα χείλη σου και τα πόδια σου, 

όταν μπλέκονται μέσα στα δικά μου

και να περπατάμε χέρι-χέρι, να μού δείχνεις τα καράβια και τα πλοία

κι αυτή τη θάλασσα την ξένη για μένα, μα που τόσο περίμενα για να τη δω

και να πίνουμε καφέ στο δρόμο και να πίνω από το ποτήρι σου,

να μού λες κάτι κρύο για αστείο, ότι δεν ταιριάζουμε εμείς οι δύο,

(τίποτα δεν είναι καλύτερο χωρίς εσένα),

να σε ακούω να μιλάς ώρες για ποδόσφαιρο, για τη δουλειά σου, για το σκύλο σου ή τη μάνα σου,

για εκείνη που αγάπησες, για την άλλη που παράτησες, ώρες να σε ακούω να μιλάς.

'Ωρες μπορώ να μιλάω για σένα, αγάπη μου.



Ανθή Πάνου

Άτιτλο

 Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες

Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή

Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα

Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος

Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται

Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα

Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια

Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται

Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων

τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα

κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος

να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή

μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει

μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου

φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου


Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες, μτφ. Ιωάννα Αβραμίδου

Samuel Beckett

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

 Οι μέρες 

που περνούν 

έχουν μόνο 

να μου πάρουν. 


Και εγώ, θέλω

να σπάσω το στερνό μου 

πρίν το κάνουν 

οι ταχυκαρδίες. 


Φωνάζω , 

κοιτώντας τον τοίχο 

χωρίς ίχνος φωνής

να βγαίνει από το στόμα μου. 

 

Η ασφυξία , 

θηλιά στο λαιμό. 

Το ίδιο και όσα 

ποτέ δεν σου είπα. 


Δεν ξέρω

εάν κάνει κρύο 

για μπουφάν 

ή για ελπίδα; 


Μη φοβάσαι, 

στείλε μου 

E-mail 

Να με καθησυχάσεις. 


~Ιρις

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει


σε 'βαλε στη θέση σου

αυτό το τετραψήφιο 

για αυτό ζεις 

μα είναι καλά 

είναι καλά σου λέω 

που θα βρεις καλύτερα 

να κάνεις τη δουλίτσα σου 


να τη

φαίνεται η ευτυχία 

αλλά μη μου πεις ότι 

ονειρεύεσαι ένα σπιτάκι στο δάσος 

να σπέρνεις πατάτες 


κόψε τις μαλακίες 


pugakush

η αντωνυμία σου δεν είναι εσύ

αναζήτηση στη συζήτηση – έχει αποκτήσει 

τη μορφή του χρώματός σου

και τις ελπίδες σου τις ελπίδες σου

τις έχει διαμορφώσει


      έτσι ώστε


το σχήμα ενός τραύματος που όλο πλαταίνει 

μέσα, [να] βρίσκει λόγο ριζώνει πάνω στο λόγο


τα μάτια του μες στα μάτια σου το σώμα του είναι ένας πόνος που διαστέλλεται και η σύσπαση 


   αυτή δεν είναι δική μου


δεν γεννάω εγώ τέτοιες συσπάσεις στους πνεύμονές σου δεν είμαι εγώ 

ο κάτοικος αυτής της πληγής


ο ήλιος που σου έδωσα να καρφώσεις στο κεφάλι σου

είναι δικός του και μάλλον μόνο δικός του


πρόσκ[όλ]ληση αποδεκτή. τώρα μπορείτε να καλείτε ο ένας τον άλλο

χρησιμοποιώντας αντωνυμίες πιο κτητικού περιεχομένου.



Ντενίσα Σαχίνι

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας


Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας

κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,

πρέπει να ξέρει (για να ’ναι προετοιμασμένος) ότι

όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα

την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.

Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει

αποφεύγει τον αγώνα

όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –

καθώς

για του εχθρού του την υπόθεση θα ’χει παλέψει

όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.


Bertold Brecht

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Πονεμένοι αλγό/ρυθμοί


Τα ῥεῖ ξεχείλισαν

βρασμένη πραγματικότητα

σέλινο

σούπα

σουρεαλισμός

σε οπή εμβρόντητου κρανίου

χαρούμενο 21

ζοφερός Δεκέμβρης

αλλά εμείς

ανάβουμε φωτιά

από την υπερχρησία

καλωδίων και καλωδιωμένων

φύτρες

τα χέρια μας

στα διάκενα του πληκτρολογίου

ικέτες

γύρω από έναν ψηφιακό βωμό

προσπέφτουμε

για τη σπορά

ξένιου σάλιου

από τα «θα» της βραχείας μας λίστας

ζεσταινόμαστε

λόγια

ευχολόγια

μόλις ανταμωθούμε

ως τότε

φυλαγμένη τροφή σκύλου

θα τρώμε και θα φαγωνόμαστε

μπας και ξεφύγουμε

βρούμε ένα εισιτήριο

και γαυγίσουμε

σε αφέντη

νοσηλευόμενο

σε δωμάτιο ιδιωτικού νοσοκομείου

και τους χειμώνες

αν μας καταλάβουνε

και μας γυρίσουν πίσω

συντροφικοί κι αγαπημένοι

θα παγώνουμε

πίσω από τις οθόνες

πονεμένων αλγο/ρύθμων


Αφροδίτη Κατσαδούρη

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Στον Δ.


Η αγάπη δεν αρκεί

Το σύνηθες κλισέ

Το σύνηθες κλείσιμο.

Ο έρωτας που πήγε;

Έφυγε από την έξοδο κινδύνου για να μην τραυματιστεί κανείς

Γιατί ο έρωτας είναι εύθραυστος

Σπάει

Έμειναν όμως κάποια θραύσματα του πίσω

Πισω στον άνθρωπο που άφησες

Δεν μπορούσαν να φύγουν κι αυτά από την έξοδο κινδύνου;

Δεν τα ελέγχεις τα θραύσματα του έρωτα

Μπορεί να κάνουν καιρό να εξαφανιστούν και τα τελευταία

Όταν αρχίζει να τρέχει προς την έξοδο κινδύνου είναι ήδη αργά

Δεν μπορείς να τον πιάσεις

Ακόμα κι αν το'χες καταλάβει ότι θα φύγει

Δεν τον ελέγχεις τον έρωτα

Δεν ήθελα να σου αφήσω τα θραύσματα

Μακάρι να τα είχα πάρει όλα μαζί μου

Δεν θέλω να πονάς

Σαγαπάω

Αλλά η αγάπη δεν αρκεί.



Βουκαμβίλια

Άτιτλο

 


Η επιτυχία τελειώνει εκεί 

που αρχίζει η έπαρση.


Με χαμηλωμενό κεφάλι όσοι προχώρησαν,

ουδέποτε σκόνταψαν.


Αντιθέτως, όλοι οι άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν.


Αγγελική Σπανδωνίδου

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Αφή

 


Αίσθηση

απτική.


Όλα.

Σε αυτή τη σύνθεση. 

Το πι με το ταυ 

υπόσχονται κόσμους 

που η αδρή μου φαντασία

κλέβει 

λίγο πριν σχηματιστούν.


Η κοσμογονία

η δική μου

απέτυχε.


Αλλά έχεις χρόνο μπροστά σου 

εσύ.


Άκουσε τη συμβουλή μου.

Φώναξε μέσα σου

τον παιάνα της κάβλας. 


Ναι, πλέκω το εγκώμιο του απτού.

Τα δυο σύμφωνα

χυμούν το ένα στο άλλο  

κι είν' εύφλεκτα

αντιπαλεύουν χείλια δόντια

σαν πυρόλιθοι

η σπίθα να χυμάει στα μέσα

κατεβαίνει στα σπλάχνα

ανεβαίνει και καθαρίζει το μάτι 

Δακρύζω και χάνεται.


Ο μέσος χτυπάει τον αντίχειρα 

σαν το πι χτυπάει το ταυ

δίνει ρυθμό καρδιακό 

και χορεύεις μέσα μου


σε νιώθω σε όλο μου το δέρμα.


Με δυο γράμματα

δίνω τα κλειδιά 

το παλάτι της σάρκας μου.

Φώναξε τα.


Π.Γ.

Άτιτλο


Σε γυάλα μες στον Σκλαβενίτη, εγκιβωτιζόμαστε διπλά και τριπλά


πιάνει βροχή•

εκτός από την απαγορευτική συνθήκη του κορονοϊού

τώρα

προστέθηκε ανεπιθύμητα και άλλη μια.


γάλα, ψωμί του τοστ, δημητριακά - και λίγο χώμα να καλλωπίσουμε τα φυτά


εκείνα απαλλάχθηκαν της μάσκας, τα τυχερά.


φλερτάρουν

με το τζάμι,

τις αχτίδες του ήλιου,

τις σταγόνες της βροχής,

τα αυτόνομα πουλιά,

τις ολοστόλιστες βεράντες,

το χριστουγεννιάτικα δέντρο στο γυμνό παράθυρο

-πάντα με εκείνη την παραμερισμένη κουρτίνα

στ' αριστερά ή τα δεξιά-

τον καουμπόι σεκιούριτι της εταιρείας

που μου κάνει ματιά


Πιάνει βροχή

κι αντί να βγεις

να μουσκευτείς ως το μεδούλι, 

όπως παλιά,

κάποιος πατάει ένα κουμπί και φυλακίζεσαι αεροστεγώς

ξανά

και ξανά.


Αφροδίτη Κατσαδούρη

ακινησία


Είναι σαν μούδιασμα

Δεν ξέρω πως να το αποφύγω

Σαν αμέτρητα χέρια να σέρνονται στο πρόσωπο μου

Μου τραβάνε τα μάτια και τα ανοίγουν βίαια

Μετά έρχονται τα στόματα στεγνά

Και διψασμένα και μου πίνουν τα δάκρυα λαίμαργα

Η δίψα δεν τελειώνει 

Περιμένουν στις γωνίες του προσώπου μου

Έρχονται και μου ξεριζώνουν τα βλέφαρα 

μήπως και πέσει έστω κάτι για να ξεδιψάσουν

Όταν τελειώσουν τα δάκρυα μου

γαντζώνουν το σώμα μου 

ολόκληρο από πάνω μέχρι κάτω

Και μουδιάζω τόσο που δεν κουνιέμαι 

Δεν με νιώθω

Αν κλάψω θα ξαναέρθουν

Αν κλείσω τα μάτια μου θα ξυπνήσουν

Φοβάμαι 

Δεν κουνιέμαι ξανά


Stelliferous

Άτιτλο


Κάθε φορά που περνάς 

Φοβάμαι να σε κοιτάξω για πολύ 

Δεν έχω δει πουθενά μάτια σαν τα δικά σου 

Μπορεί κανείς να σε εντοπίζει μόνο από αυτά 

Κι ας έχεις το πιο σκοτεινό βλέμμα που έχω δει 

Αναρωτιέμαι αν το ξέρεις ήδη 

Πως είναι να κουβαλάς τέτοιο βλέμμα; 

εμένα θα με ρούφαγε και 

Τηρώ τα μέτρα ασφαλείας 

Με τις απαραίτητες αποστάσεις 

Καιρό τώρα 

Δε μπορώ να πλησιάσω γιατί

Καίει και 

Εδώ κάνει πάντα κρύο

Ένα χρόνο τώρα έζησα ένα χειμώνα τέσσερις εποχές 

Και μου άφησε δύο κρύα άκρα 

Δεν έχω φορέσει ρούχο χωρίς τσέπες 

Βγάζουν παγωνιά και ντρέπομαι δε θέλω κάνεις να το καταλάβει κι ας ξέρω πως έτσι όπως πάω 

Θα φύγουν για ακρωτηριασμό 

Τώρα με βλέπουν από μακριά και δε ξέρουν 

Κι ας φαντάζομαι να σε πλησιάζω

Στο ένα μέτρο θα το έβλεπες 

Έχω πολύ μελανιασμένα χείλη για να μιλήσω 

Και αν δε μπορώ να χαμογελάσω τι να τα κάνω

Εδώ κάνει πάντα κρύο 

Δεν ξέρεις πόσο κρυώνω 

Αν ακουμπούσα κάποιον 

Θα ζεσταινόμουν λίγο 

Μα εγώ θα τον πάγωνα 

Καμία αυτοθυσία ,είναι ότι

Θα έφευγε επιτόπου για να ζεσταθεί και εγώ θα έχανα  την εξοικείωση μου με το κρύο 

Θέλω να ουρλιάξω ανείπωτα λόγια

Και ανύπαρκτους βηματισμούς


Ας είμαι ένα γυαλί που κόβει ό,τι τον πλησιάσει 

Δεν θέλω αίματα 

Θέλω να μετατοπιστεί η αλήθεια 

Ότι εγώ

Μπορεί πανεύκολα να σπάσω


Λυκ. 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

οικογενειακές ιστορίες


οι εποχές ήταν τέτοιες

που μόνο ο πληθυντικός ταίριαζε στις λέξεις 

φοβίες, καραντίνες, απαγορεύσεις, 

και εμείς, οι τρεις, 

τέσσερις μείον έναν

ακούγαμε τον ήχο της σιωπής

τρία στομάχια να γουργουρίζουν 

όχι από πείνα 

όχι από τους πληθυντικούς

αλλά από αγάπη.


-μπλε-

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο


από παντού κλοπές, μα μην σ' ακούσουν

όλη την ώρα ζητάω και άδειασε κι αυτή η λέξη

όλη την ώρα κοιτάω απερίσκεπτα 

και καταφέρνω μόνο 

να κολυμπήσω στις νευρώσεις μου 


από παντού δειλές -

προσπάθειες ατέρμονες για έρωτα κι ουσία 

που χάθηκαν λίγο πριν γίνουν προσπάθειες 

στην γέννησή τους πεθάνανε κιόλας


ειδήσεις 

παντού λίγος  χαμός -  απλά  να ερεθίζεται ο χρόνος


απλησίαστος ο πόνος 

κι όμως με κάποιο τρόπο μοιράζεται 

για κάποιο λόγο το ελάχιστο ακόμα υπάρχει

το ελάχιστο δεν θα χαθεί ποτέ 


που να σταθείς 

αφού γνώρισες τους πάντες 

και πια δεν ξέρεις ποιος είσαι 


τι να τηρήσεις και τι να προλάβεις 

στο φως λησμονιόμαστε 

και πια ο φίλος σκοτάδι 


κι αλίμονο 

δεν έχω να πω και τίποτα νέο 

απλά μες στο χάσιμο διαλέγω για λίγο να υπάρξω

 

lupus


26/1


Πρωινό του Γενάρη.

Το πρώτο με σένα, για σένα.                    

Εσύ,

στο κρεβάτι.

Ανοίγω τα παντζούρια,

να μπει το φως.

Δύο πράσινα μάτια,

με κοιτάζουν.

Ανατρέχω στις κτητικές αντωνυμίες.

Δικά μου.

Τότε, αρχίζω το αγαπημένο μου παιχνίδι.

Κινδυνολογώ.

Ιδίως, εκείνη τη στιγμή που κλείνει η πόρτα,

μέχρι τη στιγμή που θ’ ανοίξει ξανά.


''Ρ''

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Μπουκαμβίλια


Η λευκή μπουκαμβίλια στην αυλή του πλέκει τα κλαδιά της πάνω από την είσοδο. 

Η λευκή μπουκαμβίλια σαρώθηκε από τον κηπουρό την τελευταία μέρα του φθινοπώρου. Μαραμένα λευκά άνθη στην άσφαλτο, στην πόλη που δεν χιονίζει σχεδόν ποτέ. 

Σε μια γωνιά της αυλής που κοιμάται τον χειμωνιάτικο ύπνο της, λεπτό κλαράκι κόκκινης μπουκαμβίλιας αιματώνει την καρδιά 

μου. 


Μ.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Reality slap


Αλλάζοντας κρεβάτια, αλλάζουμε και δέρμα. Το θέμα είναι πιο μας αρέσει περισσότερο. Ή και ποιο είναι το πιο αναγκαίο. Και πάντα μας αφήνει με την εντύπωση πως έχουμε μόλις ξυπνήσει. 


ανώνυμο


Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2020

Φλέβες και βασανιστήρια


Ακουμπώ το κεφάλι μου

Σε ένα μαξιλάρι από λάβα

Για να κοιμηθώ

Λεπτά

Ώρες

Ή χρόνια προδοσίας

Μακάβρια χρόνια

Χρόνια όμορφα σαν πτώμα

Πρέπει να κοιμηθώ

Και γιατί να ξυπνήσω;

Για να ζήσω σε έναν κόσμο

Όπου κρύβεται ο άνθρωπος

Πίσω από την πόρτα

Και όπου οι ελπίδες κόβονται

Τις ημέρες των γιορτών

Γιατί να ξυπνήσω;

Για να ζήσω μια εποχή πολέμου

Στιγμές τρόμου

Και στιγμές αποχαιρετισμού

Αυτό είναι η ζωή; ...

Χτίσαμε τον αιώνα μας

Με τις υποσχέσεις μας

Και με τις πιστές μας αγάπες

Αλίμονο! Η στέγη καταρρέει

Και να μαστε, απογυμνωμένοι!

Μην εκπλήσσεστε

Αυτή είναι η αλήθεια μας

Που μας χαστούκισε

Στη μέση ενός μυστικιστικού ύπνου

Μονοπωλήσαμε την περιπλάνηση των φεγγαριών

Λερώσαμε τα πέταλα του μέλλοντος

Βάλαμε συρματοπλέγματα στο πρόσωπο της ζωής!

Πέστε μου, πού είναι το τσάι μας

που ήπιαμε στο ρυθμό

ενός χαμένου τραγουδιού;

Πού είναι τα όνειρά μας

που δημιουργήσαμε

κάτω από τους θόλους της Σαντορίνης;

Και πού είναι τα γέλια μας

Που σμιλέψαμε

Στα πράσινα χωράφια;

Πού είναι η ζωή μας; …

Δεν υπάρχει πλέον!

Τι μας απομένει;

Τίποτα!

Μόνο ένα αιώνιο εκκρεμές

Με ένα δυνατό χαμόγελο

Μας πετάει στην άβυσσο της εκδίκησης.


Μεταφράστηκε από τον Σοφία Αργυροπούλου

Mohamed Gassara


απέθαντος

 


κοίτα να δεις

που μερικές φορές έχω τον απέθαντο

κι άλλες

ξυπνάω και θέλω να πεθάνω_

όχι ολοκληρωτικά

λίγο μόνο για να ξαναμπώ σε εγρήγορση.

γιατί κάποιες μέρες περιστρέφομαι γύρω από το εγώ μου

κι άλλες

θέλω τόσο να το απαρνηθώ;


φασκόμηλο

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο


Συννεφιασμένο το είναι σου. Θα έρθει καταιγίδα; Ή μήπως κατέβασε ο ουρανός καρέκλες λίγο πριν έρθω; Τα σύννεφα δεν μοιάζουν για περαστικά. Οικεία πάντως η ατμόσφαιρα. 

Βλέπεις, εκεί που ζούσα είχα πάντα μια ομπρέλα στην τσάντα μου. Λίγο πριν φύγω την κρατούσα συνέχεια στο χέρι. Και τώρα που το σκέφτομαι, πάντα έχω μαζί μου μία. Έτσι, από συνήθεια.

Αλλά για κάτσε.. περίμενε. Σήμερα, δεν την πήρα μαζί μου. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θυμάμαι καν που την έχω αφήσει. Βλέπεις, δεν κοίταξα τον ουρανό πριν φύγω. Ούτε και ρώτησα αν βρέχει συχνά εδώ.

Kαι τώρα που το ξανασκέφτομαι, καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Τι κι αν πάλι τα πόδια μου βραχούν και με πιάσει ρίγος; Τι κι αν τα ρούχα μου χαλάσουν και το σώμα μου κρυώσει; Βλέπεις.. θα βρω πάλι το δρόμο για το ζεστό μου σπιτικό.


Άνδρια

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 


Είσαι σε τόπους μακρινούς

Να σε κατηγορήσω δεν μπορώ που ζεις τα όνειρα σου

Πριγκίπισσα, βλέπεις τον πύργο σου, όλα σου ανήκουν

Κατηγορώ εμένα

Εμένα και τα λάθη μου

Βρίσκω στιγμές που μισώ τον εαυτό μου στην σκέψη την δική σου

Κατηγορώ εμένα και την αδυναμία μου

Την αποτυχία μου, που δεν σε ακολούθησα

Έχεις καιρό γράμμα να στείλεις

Στην επαρχία άλλαξαν όλα

Εδώ και αν δεν νιώθω ασφαλής

Τα βράδια συνθέτω, μουσική συνθέτω

Για εμένα και εσένα

Ακούω τη βροχή και κοιτάζω τον ουρανό ιδέες για να κλέψω

Να είσαι καλά στο παλάτι

Τον εαυτό σου να προσέχεις, όπως έλεγα πάντα

Και να στείλεις κανένα γράμμα, νέα σου να μάθω

Είναι άδικο να σαπίζει η ψυχή για μια και δυο αδυναμίες


Τηλέμαχος

Ασφυγμία


Για εμάς που η ανατολή μας βρήκε να κοιτάμε το πάτωμα,

και όχι το ταβάνι.

Και η  αυγή της είχε πιότερο σκοτάδι.

Γιατί κάποιος, μάλλον αυθαίρετα, είχε πάρει

όλα τα φώτα

των προδομένων παραδείσων.


Τζιβαέρι

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 Κάποτε έμενα σε ένα κουτί.

Που το έλεγα κελί.

Είχε τρεις τοίχους και έλειπε το ταβάνι

και δεν μπορούσα να ξεφύγω μην τύχει και δεν φτάνει

μια αλυσίδα χάρτινη,

ο ίδιος μου ο εγωισμός,

μην τύχει και πεθάνει

   

μα δύο ήμασταν πολλοί

στενάχωρα στενοί 

και σαν να μην έφτανε αυτό μπαστακωθήκαν διερχόμενοι

απ τις ιδέες τους περιπλανώμενοι

πλανώμενοι επιθυμιών και μόνο από τα θέλω τους ορμώμενοι


είχε συνωστισμό

και τι να κάνω ντράπηκα πήρα κι ένα μαχαίρι και σκότωσα το εγώ

πάλι όμως δεν χωράγαμε τραβήξαμε λαχνούς

και με μισό το μάτι τους

στραβά πως με κοιτάζανε

με διώξαν, με πετάξανε

και ότι απέμεινε στο τέλος τους

είπε...ευχαριστώ


ένα ευτυχισμένο πιά


ευχαριστώ


The scarecrow 


Εποχές


Σαν άνθος από αμυγδαλιά

Μέσα από τις ρίζες και τους κορμούς σου,

με γέννησες,  κι ύστερα με άνθισες.

Μα σαν όλα τ' άλλα,

ήσουν δέντρο κι εσύ,

και για ν' αναγεννηθεις,

με μάρανες,

και μ' άφησες να πέσω.

Όμως το άνθος,

αν η τύχη του δεν το γελάσει

και κανένας άνεμος δεν το φυσήξει μακριά,

κάτω απ'το δέντρο του θ' αφήσει

την τελευταία του πνοή,

κοιτώντας απ'τα δικά του τα κλαδιά

τα νέα άνθη•

να ανθίζουν, να γελούν,

να σε ομορφαίνουν.


Μίλκυ Γουέι

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 Πετούμενα όνειρα,

και εμείς χορεύαμε τα βράδια σκοτεινά,


Και η μοίρα έγνεφε δειλά και πεινασμένα,

 

Σε λυπηρή  γιορτή αγκαλιασμένα τα πουλιά 

Χορεύανε και σέρνανε από τη μύτη και  εσένα 

Σε μελωδία ξένη δυνατή και με ηχώ 

Τα όνειρά μας το πρωί είναι πεταμένα  

Του χρόνου θα έρθω να τα ξανά βρω 

Σε πανηγύρι των σιωπών, αναστημένα 


Ανώνυμο

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 Κι ήμασταν λέει χωρίς δουλειά

Στο πάρκο οι σκύλοι δεν είχαν λουριά

οι γάτες έτρεχαν με σηκωμένη ουρά

Απάνω στις ταράτσες χαιρετιόμασταν διψούσαμε για ουρανό παραδεχόμασταν

 

Και λέει ξυπνούσαμε στις 11 παρά

βολτάραμε

σαν τα μικρά παιδιά

Ελεύθεροι, ωραίοι κι ευτυχείς

Εμείς, μωρό μου, ήμασταν εμείς

 

Απαλλαγμένοι από ευθύνες και ωράρια

απ’ τα Σεπόλια ως την Αστυπάλαια

μαζί σου όλα τα περπάτησα

στα κακοτράχαλα δρομάκια του δήμου

σε αγάπησα

Και τους νοικοκυρέικους περιορισμούς

μαζί μου θα τους πάρω στους Λειψούς

 

Κι είδαμε τις φοινικιές που πάντα τρέχουν στη Συγγρού

ήπιαμε μονορούφι τα δειλινά της Μοσχολιού

και τα ειλικρινά που πέφτουν στις μεγάλες λεωφόρους μοιραστήκαμε

Χωρίς προϋποθέσεις και όρους αφεθήκαμε.


Αφροδίτη Κατσαδούρη

Το βουνό


ένα βουνό στάθηκε απάνω 

στο στομάχι μου απόψε

οι λύκοι ουρλιάζουν 

αχπάνω στις ρώγες μου κοιτάζοντας 

τη λάμπα στο ταβάνι 

η ώρα νύχτα κι εγώ νύσταξα νωρίς

ποιος ξέρει αν η αγάπη μου

αντέχει 

στον αφαλό μου συγκατοικούν

χιλιάδες ψάρια και 

στη κοιλιά μου

έχει καλύβα ένας βοσκός που κινδυνεύει

πριν με πάρει ο ύπνος

μια στιγμή 

αχνάσανα σύννεφο απελπισίας 

έκλεισα τα βλέφαρά και 

ο τελευταίος λύκος κατεβαίνοντας 

σβήνει τη λάμπα 

σιωπηλός χωρίς να χαιρετήσει. 


Βάσω Σαριάν

Άτιτλο

 Νιώθω μια θλίψη δανεική,

θλίψη φτωχή και κάλπικη,

σαν να έπρεπε να αισθανθώ,

μα το συναίσθημα εκείνο κλάπηκε.


Σύννεφα αναθαρρεύονται,

πάνω απ’την ψυχή μου,

μα με νερό δεν ραίονται,

οι σκέψεις μου, καλή μου.


Μονάχα ο ήλιος κρύβεται,

αλλά ποτέ δεν βρέχει.

Το θάρρος μου πια πάει αργά,

καιρό έπαψε να τρέχει.


Μα ένα πείσμα μέσα μου,

ξερό, επιβιώνει,

το σύννεφο, λέει, εξαφανίζεται,

και ήλιο φανερώνει.


Έτσι κι εγώ, συγχώρα με,

τρελός θα παραμείνω,

και μέσα στην κακοκαιριά,

παράθυρα θα ανοίγω.


Γυμνός θα βγαίνω στην βροχή,

θα βλέπω στο σκοτάδι,

τον ήλιο μου θα χαιρετώ,

στο πιο βαθύ μου βράδυ.


Αρμάνδος Σ.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Ξάγρυπνη

Θα μείνω ξάγρυπνη 

στον ώμο της θλίψης μου

κι άλλο ένα βράδυ

χωρίς νόημα

γιατί με γέλασες 

σε μία νύχτα με ξεπέρασες.


Αυτό το βράδυ δεν θα πάψω

να αναρωτιέμαι

αν σε έδιωξαν

από την ανθρώπινη πλευρά 

του κόσμου,

επειδή ήσουν άχαρος. 


Άχαρος όπως κάτι ντουλάπες

που αν δεν τους βάλεις 

στον κενό τους χώρο 

ένα καινούργιο ρούχο

παλιώνουν και χαλάνε

μα πάντα ο χώρος τους

όσα ρούχα και να του βάλεις

μένει αδειανός. 


Αδειανός όπως είσαι κι εσύ

όταν με έχεις αγκαλιά

μπροστά στον καθρέφτη

και το μόνο που βλέπεις 

είναι ο εαυτός σου

και μόνο με αυτόν ηδονίζεσαι·

για εμάς τους γύρω,

αν δεν αλλάξεις καθρέφτη,

δεν μένει παρά μόνο

να προσποιείσαι. 


Θα προσποιηθώ κι εγώ

πως όλα πάνε καλά

όλα πάνε περίφημα

έτσι για να δω

πώς νιώθεις

για να περάσει κι αυτό 

το ένα ακόμα βράδυ

που όμως είναι τόσο βαρύ 

και μισητό,

σε αντίθεση με σένα

που έλειψες

πριν μου λείψεις.


Γιόλι Μπεζ

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Προς Φι

 


Στην Αθήνα γύρνα.

Να τα αναλύουμε όλα,

ξανά.

Ξέχασα.

Έχω φύγει κι εγώ.



                                        Χόρχε

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο


τα έντυπα,

υπονοούν διαρκώς  αιχμηρά γεγονότα

και είναι και τα στέκια και οι στοές, προφανώς οι υπόγειες, που χρόνια νοσταλγούσαν ένα μέλλον λαμπερό.


Μεγάλες λέξεις, τύπου μέλλον. 

Κατά συνθήκη σεναριακό, 

ακατάπαυστα μπάζει από παντού, 

στημένο το παιχνίδι συχνά θα έλεγαν.


Ιδεώδη και διάφανες αλήθειες.

Καθαρές από καιρό και νοσταλγικές, 

βυθισμένες σε κάποια τυχαιότητα, 

διαμετρικά αντίθετη από τα πλάνα που δούλευα στο μυαλό μου. 


Λεξιπλασία για εκείνους, χάσιμο της οποιαδήποτε παρτίδας στην δική μου την ιδιοσυγκρασία. 

Στοιβάξαμε στην άκρη τους κλάδους 

Στάζαμε ιδέα από το όνειρο και

οι μορφασμοί αυξάνονταν διαρκώς.


Αδύνατον να εμπνευστούμε, 

και τα πρόσωπα

και οι καταστάσεις 

και οι ιστορίες των εκφράσεων καλύφθηκαν από πάνινη προστασία εν καιρώ (μικρο)ζωίας.


Blame game και ο κύβος ερρίφθη.

άτεχνος, μοναδικός και πάντα τόσο θελκτικός. 

Αθεράπευτα βυθισμένοι στην συνομωσία ανταλλάζουμε ατάκες στα καρέ.


(V)

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 


σήμερα θα γράψω... κάτι,

κάτι ελάχιστο.

όλοι, στα τέλη της μέρας υπάρχουμε 

κάπως οριζόμαστε

ή στην αρχή - στο ξημέρωμα


στα τέλη λοιπόν της μέρας 

κάπως υπάρχουμε 

συσχετιζόμαστε 

ή κάπως φτιάχνουμε καινούργιες ιστορίες

εναλλάξ,

κι ατέρμονα


φωτοχυσίες ή αδιάλειπτα σκοτάδια μας συνθέτουν 

εκτός κι αν δεν ξέρουμε 

πως να υπάρξουμε 

μα κι ούτε θα μάθουμε ποτέ 


τυχαία 

κάπως απ' όνειρο 

κάπως ασυσχέτιστα 

σε έφερα στο νου


υπήρξαν πολλές

τυχαίες ανάμνησες

τυχαίες κι άγουρες

μα κάπως εσύ 


κι όσο μιλάω για έρωτα

τόσο αφαίρεση

όσο συνείδηση

υπήρξαν πολλές 

μα κάπως εσύ 


κι όλα υφίστανται 

πολλές φορές ειπωμένα 

οι λόγοι αυτοί 

συνθέτουν οντότητα


οντότητες που είμαστε

χανόμαστε βρισκόμαστε 

μα πάντα στην αρχή


το τέλος ποτέ 

δεν θα 'ναι τέλος 

μα πάντα αρχή


πιστεύω σ΄ αυτό


όλα στην τύχη

και όλα ορίζονται


lupus

Στην Κατερίνα Ραφαέλα

 



Τί θέλω;

Μία αγκαλιά, κάπου να γύρω το κορμί μου.

Τί θέλεις;

Έναν άνθρωπο και εσύ κάπου να καταλήξεις.

Να πάψεις να είσαι άγνωστη στους πολλούς γνωστούς σου.

Τί θέλω;

Μία αγκαλιά και το φως σου, αν έχεις.

Να διώξεις το σκοτάδι με την αγάπη.

Τί θες;


Τηλέμαχος

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Άτιτλο

 Ο χρόνος

είναι ο πιο δεινός κυνηγός.

Προφτάνει σε μαραθώνιο

τα όνειρα των ανθρώπων

και λίγο πριν

την τελευταία στροφή,

με μία μόνο σφαίρα



τα θανατώνει.


Σωτήρης Ρούσσης

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 Ας μην κρυβόμαστε. 

Δεν το δέχθηκες ποτέ. 

Δεν το κατανόησες. 

Έντυσες την ανάγκη σου με δήθεν αποδοχή και μέσα σου τα κράτησες. 

Δεν φώναξες. 

Δεν έκλαψες. 

Δεν μάλωσες.

Μονάχα άλλαξες τα σεντόνια σου, να μην σου μυρίζουν απογοήτευση. 

Μετά. 

Τα λόγια είπες που σε πλήγωσαν, 

Σε άλλους πρώτα και μετά στον εαυτό σου. 

Έκανες αυτούσιες τις πράξεις. 

Δήθεν , πως δεν είναι δα και τόσο κακές να σε πείσεις. 

Γύρισες σπίτι, προσωπογραφία του ανθρώπου που σου έκοψε τα γόνατα από πόνο. 

Προσπάθεια μάταιη. 

"Δεν είμαι αυτό",

 ψιθυρίζεις στον εαυτό σου. 

Μα δεν φωνάζεις.

Όταν γίνεσαι αυτό που μισείς, 

σαν να κατευνάζει την απέχθεια. 

Θαρρείς πως εφόσον το ενστερνιστείς, 

το ίδιο δεν θα σε βλάπτει. 

Μη κοροϊδευόμαστε. 

Το μίσος γίνεται οργή. 

Ποτέ με τον άλλον εάν το υιοθετήσεις. 

Μα μόνο με εσένα. 

Εάν κάπου μέχρι τώρα δεν ταυτίζεσαι. 

Στο τέλος του κειμένου μου, μη φτάσεις. 

Έχω αφήσει τα λογικά συμπεράσματα πίσω προ πολλού. 

Εγκολπώνω μέσα μου , 

χαρακτηριστικά που με πλήγωσαν από τους ανθρώπους γύρω μου σε μια προσπάθεια να τους απενοχοποιώ. 

Αποτυγχάνω και καταλήγω να διαβάζω βιβλία για την συγχώρεση. 

Πλέον όχι για τους άλλους. 

Για τον εαυτό μου.


Ίρις

Βύρωνας- Βαρκελώνη


Και αν τελικά τα φιλιά δόθηκαν και αν τα λόγια που θέλαμε να ειπωθούν ειπώθηκαν ποιο το νόημα τώρα που η μόνη μου επαφή μαζί σου είναι να γυρνάω την υδρόγειο μόνος μου και με τον δείκτη να προσπαθώ να πέσω πάνω στην χώρα που βρίσκεσαι. Ο αποχαιρετισμός μας δεν θύμισε σινεμά, ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με βροχή ίσως αν κάτσω και τα βάλω κάτω μπορεί να υποδηλώνει κάτι και αυτό. Η τελευταία σου κουβέντα ήταν ότι χάρηκες που με γνώρισες ,μου φάνηκε αστείο καθώς το ίδιο μου είχες πει και 8 μήνες πριν όταν με είδες για πρώτη φορά. Τελικά πότε γνωρίζεις έναν άνθρωπο διερωτήθηκα καθώς έβλεπα την πλάτη σου να χάνεται κάπου στην Βασιλέως Κωνσταντίνου; Ο Λειβαδίτης έλεγε ότι ο πιο δύσκολος δρόμος για να γνωρίσεις κάποιον είναι όταν τον ερωτεύεσαι μα κανείς μεγάλος ποιητής δεν μίλησε για αυτούς που ερωτεύονται καθώς γνωρίζουν τους άλλους. Δεν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας που λέει ο λαός. Μα πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι κεραυνοβόλος με ένα κορίτσι που οι πρώτες της πράξεις ήταν να πάρει το φαγητό με το περισσότερο σκόρδο και να ψάξει την πιο εύκολη λύση για να προσελκύσει το κορίτσι που κάθεται απέναντι μας. Πόσο λίγος νιώθω τώρα, τελικά κάπως έτσι θα έπρεπε να ερωτεύεσαι κεραυνοβόλα. Αυτά τα κορίτσια που δεν φιλτράρουν τίποτα, που μυρίζουν αντικουνουπικό και αγνή ελευθερία. Αυτά τα κορίτσια που περισσότερο σε χτυπάνε και λιγότερο σε χαϊδεύουν. Αυτά τα κορίτσια που γελάνε όλη μέρα μα πριν και μετά τα φιλιά έχουν όλη την σοβαρότητα του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπο τους. Αυτά τα κορίτσια που χάνονται κάθε χρόνο σε διαφορετικές χώρες μέχρι να βρουν αυτό που ψάχνουν. Αυτό το κορίτσι που θα το σκέφτομαι μέχρι την μέρα που θα αφήσω την υδρόγειο ξανά πίσω στο σκονισμένο της ράφι και η απόσταση μας πλέον θα διανύεται με τα πόδια.


Bueno

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 


Και αν με σκοτώσεις μέσα σου,

Θα βρω καράβι να ξανάρθω. 

Ποιος ναυαγός φοβήθηκε; Που βούλιαξε μονάχος;

Και αν ακόμη και η μνήμη με προδώσει, φτάνουν τα μάτια στο στέρνο να κοιτάξουν. 

Εκεί που χαραγμένο μένει το σημάδι. 

Μα ύστερα πες μου πως, θα σε φωνάξω πίσω. 

Αφού και το ναυάγιο, τον καπετάνιο του ζητά. 


Ή άσε με να χαθώ. Μια για πάντα εκεί κάτω. 

Εξάλλου έμαθα πια. 

Η αγάπη βουλιάζει στο τέλος.

Επιβιώνει, μόνο ο άδειος. 

Εκείνος που κανένα βάρος δεν τον τραβά, στα χαμένα αυτού του κόσμου.


Κατερίνα Ηλιάδη

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 υπάρχουν οι αυτόφωτοι, οι ήλιοι

οι ετερόφωτοι , τα φεγγάρια

κι υπάρχουν και τα αστέρια 

για να τα δεις πρέπει να πέσει η νύχτα

κι αυτά μ΄ αρέσουν περισσότερο


lupus


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Φτερά Κομμένα

 Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα 

Από το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα 

Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα 

Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα

Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα, άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα 

Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα 

Άγγελοι θα μείνουμε στην γη, φτερά κομμένα 



Από την μήτρα όταν βγήκα δεν θυμάμαι και πολλά

Απλά μου είπαν ότι έκλαιγα και αυτά είναι αρκετά

Με έπνιγαν σε καζάνι που το έλεγαν κολυμπήθρα

Να ξεπλύνουν οι αμαρτωλοί αμαρτίες που δεν είχα

Οι γύρω με ανάγκαζαν να ωριμάσω γρήγορα 

Σε όσα δεν βρίσκουν λύση τα βαφτίζουν προβλήματα 

Μου εξηγούσαν την ζωή πάνω στον πίνακα με γράμματα ,με νούμερα ,δεν κατάλαβα τίποτα 

Ο κόσμος άρχισε να γίνεται περίεργος

Ο φόβος εξαπλώνεται μα πως να μείνω ήρεμος;

Όχι άλλη βία στο μαξιλάρι ψέλλιζα, φωνές από την κουζίνα και από το διπλανό διαμέρισμα 

Το κάθε δάκρυ έγινε πληγή στην μνήμη, σταγόνες κατακόκκινες σαν περπατώ αφήνει 

Δεν είναι δύσκολο σε κάποιον να με κρίνει 

Έχω επιλογές όμως για αυτές έχω ευθύνη 

Μου λένε πως να φέρομαι ,πως να μιλώ ή να χαίρομαι 

Ορίζουνε το ανώμαλο και αν είμαι αυτό να ντρέπομαι 

Αυτό το σύστημα δεν σπάει και το σιχαίνομαι 

Η μέρα δεν αργεί να είναι παράνομο να σκέφτομαι 

Μου λένε "σκάσε η σιωπή είναι χρυσός" 

συνεχίζω να μιλώ έτσι και αλλιώς είμαι φτωχός

Αν οι λέξεις δεν αρκούν καταλήγουνε κραυγές

Θα σου κάψουνε την βιτρίνα, άμα προλαβαίνεις βγες

Αντί για αέρα αναπνέω την χολέρα 

Τα όνειρα μου όλα καταντήσανε καριέρα 

Τι κι αν δεν είμαι άγιος μα νιώθω την φοβέρα

Κρατάει κάθε μέρα, έως Κυριακή από Δευτέρα 

Προτείνουν φάρμακα να μην ακούν την γκρίνια μου

Η κάμερα ζουμάρει, καταγράφει την ασχήμια μου

Αφού κουράστηκα ,ξάπλωσα ανάσκελα ακόμα και από τον ήλιο γύρω γύρω στήναν κάγκελα 

Αν γίνω ήρωας δεν θα φοράω μπέρτα

Την σελήνη θα χαζεύω από ιπτάμενη κονσέρβα έως τότε σε ένα σπίτι υγρασία και κουβέρτα

Πρωί θα ακούω κόρνες με καφέ και θα έχω νεύρα 

Το βράδυ θα γυρνάω σε κάτι στέκια 

Πάλι τα ποτά θα παίζουν ξύλο με τα κέφια 

Έφυγες αφήνοντας για πουρμπουάρ τα ντέρτια

Ντουβάρια θα κερνώ με εμετό και άλλα τέτοια 

Για κάποιους είμαι σκουπιδάκι μες στο μάτι τους

Που κάνουνε τα άγχη και το άχτι τους ,ανάγκη τους

Έτσι ξενέρωσα την πάρτη τους, στο πάρτι του

Το χάπι τους δεν χρύσωσα ,το σκάτωσα για χάρη τους

Και τι από όλα αυτά εν τέλει έχει νόημα;

Έτσι και αλλιώς μετράει το πρώτο επιφώνημα 

Παράσιτο στην γη και η ζωή μου ένα στοίχημα 

Σαν έρωτας πρώτης ματιάς στην εθνική δυστύχημα 

 


Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα 

Από το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα 

Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα 

Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα

Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα, άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα 

Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα 

Άγγελοι θα μείνουμε στην γη, φτερά κομμένα 


Σαρδάμ

Άτιτλο


Η παρουσία σου

Σαν αχτίδα

Δίπλα μου

Και γω

Που δεν έχω υπάρξει 

Πιο τυχερή

 ή

ευτυχισμένη

   από ότι όταν είσαι δίπλα μου


Blanco y Negro

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Τρομοκρατία


Είναι ξένος ο αέρας που αναπνέω και όσο καίγομαι αυτός μειώνετε. 

Είναι ξένο το σώμα που κοιτώ και όσο μουδιάζω χάνεται. 

Ανεβαίνει στα σύννεφα μια ψυχή κι εγώ κοιτώ να λικνίζεται. 

Μα όσο πάει βαριανασαίνει και το τέρας αφυπνίζεται. 

Όταν αργότερα χάσω το νόημα θα  κοιτώ τα δειλινά μας. 

Και όταν κάποτε έκλαψα πλέον θα γελάω με την χαρά μας. 

Ανεβάζω την ψυχή πιο γρήγορα προς το φως. 

Το ότι έγινε ανάμνηση και όχι καπνός 

Το ότι γράφτηκαν τραγούδια για αυτήν 

Το ότι αγαπήθηκε αντί να μισηθεί

Με τρομάζει. 

Και όσο πάει την ψυχή μου καταριέμαι

Και οσο πάει με την πάρτη μου χαλιέμαι. 

Γιατί οσο υπάρχει η τριβή μαζί σου θα υπάρχω στην ζωή σου 

Και θα υπάρχεις στην δικιά μου

Πως αυτό δεν σε τρομάζει; 

Πως αυτό δεν σου χρεώνει χρόνια και άγχη;

Ανοίγω το στόμα μου να πω δυο λέξεις και λέω δέκα.

Ένας πολλαπλασιασμός που με διαίρει στα δυο.

Μια μόνιμη δημιουργία αναμνήσεων μέσα στο κρύο. 


Όλο μιλάω και όλο γελάω και όλο κοιτάω και όλο δακρύζω. 

Και όλο σε χάνω και όλο σε βρίσκω και όλο έτσι με χάνω και ποτέ δεν με βρίσκω. 

Αναρωτιέσαι τι υπάρχει στο κενό;

Λίγο μπεζ και λίγο χρυσαφί 

Λίγο εγώ και λίγο εσυ.

Είναι πολύ τρομακτικό για μένα. 

Και τόσο φθηνό για σένα. 

Αναρωτιέμαι για την ψυχή που φεύγει. 

Και συ για αυτά που μένουν. 

Δεν θα πετούσα ποτέ σε μια νύχτα με άστρα. 

Γιατί έχω καταλάβει ότι θαμπώνομαι από τα διαμάντια.

Μου κρύβουν τους πλανήτες μου. 

Μου κρύβουν τις ελπίδες μου, ότι όταν αυτός ο κόσμος διαλυθεί θα έχω ήδη ταξιδέψει μακριά του. 

Δεν θα έδινα τα σταφύλια της αγάπης σε κανέναν άλλον εκτός από μένα. 

Και θα τα έτρωγα τόσο λαίμαργα και τόσο γρήγορα 

Και θα ξερνούσα ύστερα στον κόσμο σας αγάπη.

Γιατί θα είχα μια καβάτζα επιτέλους  για ώρες τέτοιες, που θα κυλιέμαι στην στάχτη. 


Έσκυψες και πήρες ότι καρπούς είχα φυτέψει. 

Δεν καρποφόρησες ποτέ. 

Και για αυτό σε μίσησα. Και για αυτό σε πέταξα μακριά μου δεσποινίς. 

Ίσως άδικο μα σε βλέπω σε εμένα και δεν το αντέχω 

Δεν το αντέχω 

Δεν το φοβάμαι 

Τρομοκρατούμαι. 

Δεν το μισώ 

Το αγαπώ

Για αυτό τρομακρατούμαι 

Για αυτό αλυσοδένομαι στον κατάρτι και κλείνω τα αυτιά μου σειρήνα. 

Η μεγαλύτερη ανθρώπινη τρομοκρατία είναι η φοβία της ανθρώπινης επαφής. 

Μα εγώ δεν φοβάμαι σου είπα 

Εγώ τρομοκρατούμαι. 

Στο είπα, δεν στο είπα; 

Ή έμεινε και αυτό ανείπωτο; 

Στο είπα;


Κάπα

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Άτιτλο

 Καλοκαίρι και Άνοιξη με έντυνες ανυπόμονα

Αγάπες κι όνειρα

Κι όταν σου έλεγα, αγάπη μη βιαστείς 

Έλεγε ο χειμώνας έρχεται και θα τα χρειαστείς

Ο Χειμώνας έφτασε και ήρθες να μου πεις

Καλέ, φόρα ανοιξιάτικα στους δρόμους της βροχής.


Maria del Pueblo

Άχρονη σκέψη


Άχρονη σκέψη.

Με κόβει στη μέση.

Στα δύο, στα τρία, στα τέσσερα.

Στα γόνατα.

Αίμα κυλάει, τις φλέβες χτυπάει.

Φωνάζει, διαμαρτύρεται.

Γεμίζει τα άκρα μας.

Τα φουσκώνει, τα μεγαλώνει.

Έλα σε μένα.

Αναζητώ να μπω στο σώμα σου.

Σε κάποιο σώμα.

Οι λέξεις αργοσβήνουν στη βαβούρα των συχνοτήτων.

Χάνονται.

Το σώμα διατηρείται.

Αποσυντίθεται με βραδύ ρυθμό.

Υπόκωφο.

Σαν το τέρας που βρυχάται στα σωθικά μου. Κι εγώ προσπαθώ να το ναρκώσω.

Από τα βάθη της κολάσεως.

Εκεί που κάποιοι σκάψαν βαθύτερα από τις δυνάμεις τους.

Εκεί που κάποιοι ξυπνήσαν θεριά δυνατότερα από τα σκέλια τους.

Σκέλια ξηρά. Μόνο σταγόνες υγρών από τους δικούς τους βυθούς κυλούν πάνω τους.

Μόνο τα άκρα έχουν βουτήξει βαθιά μέσα στην υγρή άβυσσο.

Εκεί. Εκεί που θαλασσομανιούν τα μυτερά βράχια των ψυχών μας.

Ψυχρή κι αφιλόξενη η κόλαση.

Από εκεί δεν βγαίνουν θεριά.

Μόνο νεκροζωντανοί οργανισμοί.

Μόνο καρκινώματα.

Από εκεί μόνο διαβαίνουν τα θεριά.Δεν στέκονται.

Υποφέρουν και σκληραίνουν από το ψύχος.

Ώσπου να επιστρέψουν στις δολοφονικά μέτριες κι ανέραστες θερμοκρασίες του πλανήτη.

Κολύμπα στο βυθό μου.

Δεν σου υπόσχομαι ασφάλεια.

Το τέρας που επιπλέει στα βάθη τους ίσως σε αρπάξει από τα σκέλια και σε τραβήξει μέσα.

Μην φοβηθείς.

Αφέσου στα νύχια του.

Αυτό αποζητά εξάλλου. Τυφλή εμπιστοσύνη στις καταστροφικές του τάσεις.

Με νύχια ματωμένα και δόντια σημαδεμένα. Ίσως επιστρέψουμε στην επιφάνεια.

Ίσως μαζί με το θεριό. Ίσως και χώρια.

Εγώ στέκομαι εδώ. Στην άκρη. Περιμένω το θεριό μου να συναντήσει το δικό σου και να αλληλοπνιχτούν στα βράχια.

Κι εμείς να βγούμε από το νερό πετώντας.

Ανάλαφροι.

Νέοι.

Εξαθλιωμένοι.


Milvus

Δάφνη


εκεί μας κατάντησε 

ο κορωνοϊός 

να σ'αγαπαω στα πάρκα

μέσα στο κρύο

να σ'αγαπάω στα παγκάκια 

να μη μπορώ να σε φιλήσω 

στα μέρη που πιο πολύ θέλω 


να σε θέλω έτσι περισσότερο


εκεί μας έφτασε ο κορωνοϊός 

να σου γράφω πάλι γράμματα

να σου στέλνω δώρα 

να μη σε αγγίζω

να σε βλέπω πάλι στον ύπνο μου 


σε λαχταράω 


εκεί μας έφερε επιτέλους 


ο κορωνοϊός


Το καρτ

Παροξυσμοί


Σημειώματα αυτοκτονίας

αναβλύζουν ξυράφια,

ανώφελους έρωτες,

κραυγές ηλεκτρικές.

Φωτιστικό οινόπνευμα

στις διεσταλμένες

κόρες τους

κυλά, ενώ διαβάζουν

«Ήταν αναπόφευκτο.»


Κουρνιάζω στο

αναφιλητό μου.

Κραδαίνω διπλές

κόκκινες γραμμές

εκτελεσμένων συνταγών:

τα όνειρά μου

τρυπιούνται

απ’ τις λόγχες τους.

Αιμάτινα φιλιά

ξεγυμνώνουν

τη μωλωπισμένη

σάρκα μου.

Σαπίζουν την

καρδιά μου.


Σφαίρα.

Θαλάμη.

Σκανδάλη.

Γεμάτη υποσχέσεις

Μηχανικοί κρότοι

σφυρίζουν αλήτικα

κάτω απ’ το

φλεγόμενο ουρανό.

Γεύση αίματος

αναμεμειγμένη

με σκόνη.

Έπειτα, σωπαίνω.



Μαρία Κατσίκα


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Οι μεγάλοι έρωτες


Οι μεγάλοι έρωτες έχουν ήδη πει Καλημέρα, έχουν ανταλλάξει φιλιά, έχουν κάνει σχέδια για το Σαββατοκύριακο. 

Ίσως έχουν μαλώσει, ίσως τα ξαναβρούν, προσπαθούν, ζουν.

Οι μεγάλοι έρωτες δεν γνωρίζουν εμπόδια, τί εμπόδιο να υπάρχει;

Σκίζουν βουνά, γονατίζουν τον εγωισμό τους, ξεπερνούν τους φόβους τους.

Οι μεγάλοι έρωτες ζουν μαζί.

Κι αν όχι, τότε γίνονται ποιήματα.


Ανθή Πάνου

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Η τελευταία κουβέντα


Διαμετρικά αντίθετες αλήθειες

αυξάνουν την πολυπλοκότητα της κοινής μας πραγματικότητας,

μέσα από μια τεράστια ποικιλία πεποιθήσεων,

όπου η κάθε μια από αυτές κρύβει μια τελείως διαφορετική ιστορία,

τόσο μοναδική που καθίσταται αδύνατη η σύγκριση μεταξύ τους.

Κάπως έτσι όλοι έχουν τα δίκια τους

και όλοι είναι εξίσου αδικημένοι από τη χαώδη φύση της λογικής..

Γι' αυτό αποδέχομαι να βαδίσω πάνω σε έναν πρωτόγνωρο μονόλογο,

που πηγάζει από την αλληλεπίδραση της δικής μου και της δικής σου οπτικής

γωνίας, επιτρέποντας σε χίλιες και μία άγνωστες λέξεις

να μας κατευθύνουν αβίαστα προς ένα παράδοξο φινάλε,

όπου τα λόγια πλέον είναι περιττά

και κανείς δεν ενδιαφέρεται να πει την τελευταία κουβέντα.


μονομίαφορα

Ναυαγός


Βροχή. Ομίχλη. Τρικυμία.

Πού κρύφτηκε η ηρεμία; 

Πρέπει να τα καταφέρει,

να σωθεί, άραγε μπορεί;


Μες στη βάρκα είναι μοναχός,

σύμμαχός του δεν είναι ο καιρός.

Τα δυο κουπιά σφιχτά κρατά,

διασχίζει τα πελώρια τα κύματα.


Δυνατός κρότος από κεραυνό ηχεί.

Πού να τρέξει να κρυφτεί;

Είναι φοβισμένος, έχει κουραστεί,

η δύναμή του σιγά σιγά εξασθενεί. 


Αναμνήσεις από παλιά

του ρχονται στο μυαλό ξανά και ξανά.

Της γυναίκας του τα μάτια τα γαλανά,

τη φωνή του παιδιού να τον αποκαλεί "μπαμπά". 


Άραγε θα ανταμώσουν; Θα τους ξαναδεί;

Ή από τη θάλασσα άδικα θα ηττηθεί; 

Νερό γεμίζει την άδεια του τη βάρκα.

Ειν απ τη θάλασσα; Ή δάκρυα απ τα καστανά του τα μάτια; 


Την ώρα που κουράγιο στα αστέρια αναζητά,

ένα κύμα τη βάρκα ανάποδα γυρνά.

Θέλει να φωνάξει, να ακουστεί,

μα μάταια, το χέρι του αφήνει το κουπί.


Ύστερα από πολλά, πολλά λεπτά,

ο ήλιος ανατέλλει από μακριά.

Η θάλασσα αρχίζει να ηρεμεί,

παντού απλώνεται ξανά σιγή. 


Τι έγινε; Μπορεί κανείς να πει;

Θα σε θυμούνται η γυναίκα σου και το παιδί; 

Ήσουνα στήριγμα για αυτούς, 

Και τώρα που έφυγες τους άφησες μοναχούς. 


Α.Π.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο

 


Έχω να κοιμηθώ καλά περίπου μία εβδομάδα. 


Όταν επιδρά η κόπωση, νιώθεις σαν να έχεις αχρωματοψία βλέποντας την καθημερινότητα.

Μπορεί βέβαια να φαντάζουν όλα γκρίζα και άψυχα ή, από την άλλη, να λάμπουν και να μοσχοβολάνε ρόδινα.


Καθεμία από αυτές τις άγρυπνες νύχτες, λοιπόν, σκέφτομαι τί στο καλό είμαι τελικά.


Είμαι ένα ιπτάμενο κεφάλι; Ένας κουμπαράς σκέψεων; Ένας κομπάρσος;


Ύστερα από τόσο σκάψιμο, σήμερα μπορώ να πω με σιγουριά τι είμαι, τουλάχιστον διανύοντας αυτή την εποχή.


Είμαι ένα καλοβρασμένο μακαρόνι.


Τσαχπίνικη έκφραση, μιας και ανακάλυψα ότι με συμπαθώ περισσότερο όταν μιλάω παιχνιδιάρικα.


Γιατί μακαρόνι;


Γιατί ξεκίνησα όντας ένα φρέσκο ζυμαρικό & με έπλαθαν, λίγο λίγο, όλοι οι άνθρωποι γύρω μου. Συνεχώς & αδιαλείπτως, μέχρι να στεγνώσω σε μία στάση και να γίνω πλέον γλυπτό.


Ατόφιος, αλύγιστος & αδιάλλακτος.


Ώσπου να πεινάσει κάποιος παλιός πλάστης και να κάνει χαμό στα ράφια για να διαλέξει το γλυπτό με την καλύτερη πόζα. Στην αρχή, άλλωστε, όλα την ίδια γεύση φαίνεται να έχουν.


Και τότε που είμαι βολεμένος & αντικρίζω τον κόσμο από το ίδιο, ακίνητο σημείο, ξεπροβάλλει ένα χέρι. Με αρπάζει άτσαλα και απρόσεκτα & πριν το συνειδητοποιήσω καταδύομαι σε μία κατσαρόλα, με το καπέλο της να σφραγίζει την πλάτη μου.


Παίρνω βαθιές ανάσες, επιπλέοντας στο κενό πάνω από τον χείμαρρο νερού.. μέχρι να λυγίσω. Από ένα περήφανο άγαλμα, μια ιδιαίτερη ζεστασιά ελευθερώνει πλέον τα άκρα μου. Ξάφνου, δεν είμαι παγωμένος και επιβλητικός, αλλά κολυμπώ στον κόσμο ο οποίος ρέει αγνώριστος γύρω μου.


Ερωτεύτηκα.


Το ξέρω επειδή δεν κρατάει πολύ η ζεστασιά. Μόλις ήμουν εκεί που έπρεπε, ο πλάστης με μία συνεχόμενη κίνηση, με σήκωσε από τη θάλασσα της ευφορίας και με πέταξε στον απέραντο τοίχο. 


Κόλλησα.


Και έτσι, με έναν τρόπο, ξανάγινα γλυπτό. Μαλακός από άκρη σε άκρη, μα αγκυστρωμένος, ένα ακόμη κομμάτι του τοίχου. 


Για πρώτη φορά, τίποτα δεν σκίαζε τη θέα, καθώς έβλεπα τον κόσμο αφ’ υψηλού. Οπότε και δεν συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν ξανά εκεί που ήμουν πριν.


Και ο χρόνος με προσπερνούσε και η ζωή κυλούσε, ενώ ήμουν ακόμη αποσβολωμένος από τις αναθυμιάσεις της κατσαρόλας. Ένα σύννεφο έρωτα, στοργής & μία απροσδιόριστη αίσθηση σκοπού.


Φαίνεται δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο.


Είναι ειρωνεία, διότι, όταν πλησίαζε ο χωρισμός μου, έπεσα από τα σύννεφα. Σαν στραβοπάτησα στην άκρη του παραδείσου, προσγειώθηκα βίαια και πάλι στη γη. 


Ανώνυμο

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο

 ο κόσμος υφίσταται,

ο χρόνος 

εσύ κι ο καθένας


μόνο η ισορροπία διαταράσσεται,

αδιάλειπτα


η τύχη είναι σίγουρα με κάποιο μέρος 

ρίχνουμε τα ζάρια να δούμε με ποιανού, 

στην τύχη...


το εγώ πλέκεται 

με κλωστές συνήθειας, χάος και σύγχυση


άνοιξε τα μάτια γαμώτο

δες, λάμπει ο ήλιος ακόμα; 

το φεγγάρι σου λάμπει την διαδρομή του έρωτα; 

πέθανε επιτέλους ο χρόνος και το πορτοφόλι σου; 

γέλασες χωρίς σκοπό μα πιο έντονα όσο κανείς 

κάνοντας μύριους απόντες εαυτούς να κοροϊδέψουν την αφέλεια; 

γύρισες το βλέμμα σου γεμάτο εικόνες να ακούσουν οι τυφλοί; 

να πουν ευχαριστώ οι άλαλοι; 

να γνέψουν και να ανταμωθούν τα χέρια σε καιρούς λειψούς 

δυο χέρια, τέσσερα χίλιες χιλιάδες και εκατό 

έμαθα να μετρώ 

μα οι αριθμοί μου φέρνουνε ναυτία

για αυτό και ταξιδεύω με φουρτούνες 

πιο άκακες και πιο ειλικρινείς.


lupus

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Caffeine Overdose


Τρώω φλασιες

άκυρες στιγμές, 

φταίει ο καφές 

δε φέρω 'υθύνη να δες  

είμ' ένας καλός μπινές

μα κι ας ήρθες-συ προχθές

φοβάμαι να δράσω κι αμέσ-

(σ)ως μ'έπνιξεν ο καφές


Μαντάμ Μαλσινώ

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο

 έχω μια ενοχλητική φίλη.


κάθε φορά που περνάω καλά,

ή που λέω οτι το κάνω,

με παίρνει τηλέφωνο 

και σταματώ.


όταν περπατάω,

όταν ξυπνάω,

όταν προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι,

με παίρνει τηλέφωνο.


κι αν δεν της απαντώ

αυτή θυμώνει.

και αρχίζει να με χτυπά 

και να μου λέει πως είμαι άχρηστος


   και να πάω να γαμηθώ ή 

   να πάω να πέσω από πουθενά. 


και μάλλον 

το έχει πει σε όλους,

πώς όταν με καλεί 

θα πρέπει να της απαντώ


      γιατί σε όλους είναι αποδεκτό.


όλοι τη σέβονται

και όλοι αποδέχονται,

πρωτίστως,

τις επιλογές που κάνω στις παρέες μου.


άλλοι

ίσως την αντιπαθούν

ελαφρώς.

άλλοι

ίσως έχουν και αυτοί μια τέτοια φίλη

που τους ενοχλεί.


μα ξέρουν

πώς είναι μέσα στο σύνολο των επιλογών τους 

και των αναμνήσεών τους.


και ξέρουν 

πως παρόλη την ενόχληση

που προκαλεί,

κρύβει στον πυρήνα της

τη

μόνη

αλήθεια,




και είναι πανέμορφη.


Συναισθημάταιο

Ατελές



Υγρές μελωδίες 

Ανηφορικές σιωπές 

Ξημερώματα Τρίτης 


Η πόλη άδειασε 

Πρόσωπα παγιδευμένα στο κενό, συναισθήματα βουτηγμένα στο ατελείωτο χάος.

Εντελώς αδύναμη να αντιληφθώ τι διαδραματίζεται μπροστά μου, 

αναλώνομαι,

σε φθηνές εμμονές 

σε άδεια βλέμματα

σε απροσδιόριστους ήχους.

-

Ουρλιαχτά σε αποκοίμιζαν

Τοπίο Θολό

Βουρκωμένες αλήθειες κείτονταν στο τέλος του δρόμου,

αντανακλούσαν σε κάθε ξεχασμένο εαυτό σου.


Θυμάσαι εκείνη την θάλασσα; 

Τρικυμία 

Αέναος πόλεμος με τα έγκατα της ψυχής σου 


Ανάκατες εικόνες,

Λεωφόρος,

Απαράλλαχτη πλήξη, 

γεννούν οδυρμό

Τελικά ξημέρωσε;


Αυτός ο μπλe ουρανός ξεφτίζει

και το όνειρο παραμένει ανεκπλήρωτο 

Ποιος πλησιάζει τις σιωπές σου; 


Ανάμεσα στο τίποτα και το κενό, αναδύεσαι εσύ. Αγναντεύεις τις ξεθωριασμένες σου ελπίδες.

Μόνο καπνοί.

Καίγεται η πραγματικότητα.

Το αύριο βρωμάει 


ΑΔΙΕΞΟΔΟ 

Άραγε που κατοικούμε απόψε;


(V)

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Η ζωή


Έβγαλα εκατομμύρια. 

Έζησα κι αγάπησα μέχρι θανάτου.

Μίσησα με όλο μου το είναι και το μόνο που δέχτηκα πίσω ήταν κατανόηση. 

Δεν πτοήθηκα όμως. 

Είχα βούληση. 

Ανίκητη βούληση. 


Αποκλήρωσα την οικογένεια και τους φίλους μου. 

Το περίμεναν φυσικά και

Με συγχώρεσαν.


Μελέτησα απαγορευμένα βιβλία 

Εξάσκησα τους μύες μου

Μυήθηκα στα πιο μυστικά μυστήρια και

Ανακάλυψα το μυστικό όλων των μυστικών. 


Γνώρισα το αληθινό πρόσωπο του Θεού και

Παρατήρησα μόνο μια ασαφή ομοιότητα. 

Τίποτα παραπάνω. 

Υπερβολές. 


Χόρεψα βαλς με τον εαυτό μου κι έκλαψα με λυγμούς μπροστά του. 

Μετά γέλασα εκστατικά με την αλήθεια της ζωής. 


Έκοψα τα ναρκωτικά και τα ξανάρχισα πάλι. 

Έμαθα επιτέλους να εκτιμώ τα απλά πράγματα της ζωής. 


Και το καλύτερο ποίημα που έγραψα ποτέ, 

για πάρτυ της το έγραψα. 

Και λοιπόν; 

Σε καμία δεν άρεσε.


Roro 

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Άτιτλο


Τί καὶ ἂν ἦρθες κοντὰ ξανά 

Πλέον ζῶ παρέα μὲ τὴν μοναξιά μου

Κρασί, κόκκινο, σὰν τὴν ἀπόχρωση τῶν χειλιῶν σου

Τσιγάρο νὰ ζεματίζει τὰ πνευμόνια μου

Τὰ μάτια μου ἐπάνω σου

Καὶ τί νὰ πεῖ ἡ καρδιά μου


Τηλέμαχος

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Το παραμύθι


Θα σου μιλούσα 

για το φεγγάρι που ξημερώνει στο μπαλκόνι μου

για τα πρωινά φύλλα που χορεύουν

για τα όνειρα που αρχίζουν όταν ξυπνάς

για τις φωτογραφίες της μνήμης 

θα χόρευα για να σου δείξω

τι δεν πάει να πει θάνατος

πόσο ωραίο ήθελα να σου δείξω

είναι να μην είμαι αυτή που θες

στη διαδρομή ξέχασα 

ακόμα και πώς με λένε 

άφηνα κομμάτια μου πίσω

για να βρω τον δρόμο

ξέρεις σαν το παραμύθι

κι εσύ τα έτρωγες ένα-ένα

χωρίς να αφήνεις κάτι δικό σου

για να βρω το δρόμο

στη μυρωδιά σου κάπου χάθηκα

άκουσα τη φωνή σου

και ξέχασα τη δική μου

με πέταξες στην κοιλάδα με τα λιοντάρια σου

για να τα βγάλω πέρα

όταν σκαρφάλωσα και βγήκα

γελούσες και με έδειχνες με το δάχτυλο

και το κοινό σου χειροκροτούσε

δεν μπορούσα να πιστέψω σε σένα

δεν σε ένοιαζε ούτε να κοιτάξεις στην κοιλάδα

όχι δεν είναι σαν το παραμύθι

στο τέλος δεν βρήκα τον δρόμο

μετά ήρθαν οι άλλοι

και έκαναν το ίδιο

ένας προς έναν

τουλάχιστον δεν φοβάμαι

κάποτε μονάχα θυμάμαι

μου είχες πει για ένα ταξίδι που δεν έγινε

εγώ λέω να το κάνω 

χωρίς εσένα. 


Γιόλι Μπεζ

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Ακόμα λίγες σκέψεις



σήμερα λοιπόν σειρά μου,

μουδιασμένος απ τις πρόωρες ειδήσεις,

ασθμαίνω


όρεξη άπλετη, μα για το τίποτα

πάλι πολλά δεν θα πω

και πάλι υπόκειμαι σε φλυαρία


οτιδήποτε δεν ειπώθηκε

διπλό χώρο καταλαμβάνει

στις γκαρσονιέρες σκέψεις μου 


χαμόγελα -γαμώ τα δυο μου μάτια

δεν φυτρώνουν πια,

μα και να, 

δεν τα βλέπουμε γιατί αλλού κοιτάμε


στα λεξικά ψάχνουμε λήμματα έρωτα

στην τυχαιότητα ουσία

κι όλο και πλημμυρίζουμε ενοχές, έλλειψη αίσθησης, αισθητικής κι αλήθειας


ο φόβος κερδήθηκε απ τη συνήθεια -

το φως ακόμα υπάρχει στο πιο μικρό -

η βιτρίνα κέρδισε το υποκείμενο -

το απλό προσμένουμε επίμονα κι οριστικά κι αυτό αξίζει


και το τσιγάρο μου πεθαίνει δίνοντας φως στη νύχτα μου



lupus

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Έλλειψη καφεΐνης


Ήρθα διαβασμένη.

Στο πρώτο μας ραντεβού εννοώ, ήρθα διαβασμένη.

Είχα ψάξει το προφίλ σου, είδα πάνω κάτω τι μουσική ακούς, με τι ασχολείσαι και το ζώδιο σου.

Ανόητο ε; 

Θυμάμαι το χαζό χαμόγελο μου και να σου δίνω το χέρι ενώ λέω το όνομα μου. 

Το ίδιο χαζό χαμόγελο όπως όταν σου είπα πως ακούω Radiohead και με διόρθωσες πως το προφέρω λάθος.

Μου άρεσε η διάθεση σου, κυρίως ο τρόπος που γελούσες. 

Ο ίδιος τρόπος που γελούσες, όταν αργότερα στο ίδιο μαγαζί, στο ίδιο τραπέζι, σε ρωτούσα αν σ' αρέσει η κοπέλα που καθόταν πίσω μου! 

Δεν πίστευα ότι θα βγαίναμε ξανά, αν και ένιωθα πως σε ξέρω χρόνια. 

Κλισέ ε; 

Τόσο κλισέ, όσο οι ερωτήσεις σου τα βράδια αν θέλω να γίνω γυναίκα σου ή πόσα παιδιά θέλω να αποκτήσουμε.

Θυμάσαι τον τρόπο που γνωριστήκαμε;

Το ' ένας καφές δεν έβλαψε ποτέ κανέναν ' ; 

Καταστροφικό ε; 

Τόσο καταστροφικό όσο η απάντηση μου. 

' Έτσι όπως το θέτεις, ένας καφές δεν έβλαψε ποτέ κανέναν... '


L'appel du vide


Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Αναστεναγμός


Ακόμη με πιάνω να αναρωτιέμαι,

πώς να με σκέφτεσαι τώρα πια;

Δεδομένο το 'χω θαρρείς.

Τώρα το μου δεν είναι σου (παρόν)

και το εκεί σου στο εδώ ήταν απόν.

Με μισώ λίγο λίγο σε χρόνο παρελθοντικό.

Δεν υπάρχει ανεκπλήρωτο στο τέλος.

Μισοτελειωμένα έθαβες και τα τσιγάρα στο τασάκι.


Τζιβαέρι

Και αν ήρθε το τέλος;

Και αν αυτό είναι το τέλος; Και αν όλα αυτά είναι όντως βουνό;

Και αν παθαίνω ασφυξία μέσα στο βυθό τον σκέψεων μου;

Και αν δεν έχω φτερά να Ανοίξω για να πετάξω; 

Και αν πάει κατά διαόλου αυτό;

Δεν μου έμαθες να πετώ μόνο να πέφτω 

και τώρα; Τέλος χρόνου; Ήρθε το τέλος ; 

Όχι ήρθε η αρχή της ζωής μου. 


Υστερόγραφο: διάολε δεν ήμουν έτοιμη για αυτό.


Ελεβιν

Άτιτλο


Ήταν τα πρωινά μου 

Τα πρωινά μιας άλλης εποχής 

Τα πρωινά γεμάτα αμφιβολίες,βροχή και αναστεναγμούς 

Θαμπωμένα από μια ψευδαίσθηση ελπίδας 

Φωτιζόμενα από μια αχτίδα φωτός 

Κλειδωμένα και αμπαρωμένα σε ένα συρτάρι αδειανό

Μα μένουν εκεί 

κλεισμένα σε ένα κομμάτι μέσα μου που τα αναπολεί και τα αναζητεί τυφλά σαν απωθημένα

Betty Aloupogianni

Δάγκωσέ με


Τα δόντια της πραγματικότητας

μας πνίγουν

αυτά τα δόντια που όσο

και να τα ροκανίζουμε σε ρομάντζα

καλοκαιρινά και ναρκωτικά  δεν πέφτουν

είναι εκεί και μεγαλώνουν

Όταν αντικρίσουμε 

κάνα μάτι βουρκωμένο  

στη μπίχλα της πόλης

να τα παίρνει 

όλα στα διάλο

πίσω πατιούνται

όταν ακούσουμε

καμιά μελωδία 

πέφτοντας στάλες από τα αιρκοντίσιον

σαν θαλασσινός αέρας

διαπιστώνουμε ότι και εκεί λυγίζουν

μα σαν το χάδι μετά την δουλειά

στο λεωφορείο, δεν έχει

δεν έχει λοιπόν

έχει μόνο τελικά

τελικά

θα τα ακονίσουμε 

πάνω σας

πάνω στα 12ωρα 

και στις απαγορεύσεις

για να είναι έτοιμα να τα λιώσουμε

στις μικρές στιγμές

απόλαυσης


Θ.Μ

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Άτιτλο

 έξω από το μαγαζί

μυρίζει σκουπίδια

λίγο πιο πάνω

μυρίζει λουλούδια

μέσα μου μυρίζει λουλούδια

λίγο πιο μέσα μου

μυρίζει σκουπίδια

εγώ και το μαγαζί

περιμένουμε το σκουπιδιάρικο

να έρθει να περάσει άραγε 

θα ξεμυρίσει η γειτονιά 

άραγε

θα ξαναγαπήσω;


Βάσω Σαριάν

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Άτιτλο


Σε επαναλαμβανόμενο φθινόπωρο

απαριθμώ αυτά που ήθελα να σου δώσω

όσα δεν είχα

μα θα έβρισκα

ήταν να ζήσουμε αθώα και τραγικά 

σαν έφηβοι 

να μοιραζόμαστε πανσελήνους

να μοιάζουμε τόσο που να μην χρειάζεται να συναντιόμαστε

σε συνεχή μετατόπιση 

σε ετεροτοπία

να σου χάριζα το ουτοπικό μου σώμα 

ήθελα

ήταν να


Λίλλυ Ιουνίου

Άτιτλο

 Άτιτλο


τελειωμένα και σκόρπια στον χώρο της κουζίνας 

απομεινάρια, ενός τελευταίου καλοκαιριού 

σαν φρούτα που σάπισαν ξεχασμένα 

γιατί κάποια στιγμή μας μπούχτισε κι η ομορφιά


αυτή τη νύχτα λοιπόν

κερνάω τα τελευταία

λίγο κρασί, λίγα σύκα και ατέλειωτη μουσική 


πέρνα να μου χαμογελάσεις



lupus


Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Στο περίπου άνθρωποι


Βαρέθηκα τους ανθρώπους. 

Κουράστηκα με την πάρτη τους.

Άνθρωποι κενοί, χωρίς ουσία.

Άνθρωποι με κόμπλεξ, που δεν τα αναγνωρίζουν.

Άνθρωποι με καύλες και απωθημένα.

Άνθρωποι που κρατάνε καβάτζες.

Άνθρωποι εκδικητικοί, υπερόπτες.

Άνθρωποι με κριτική κάτω από την γλώσσα.

Άνθρωποι φαντασμένοι, νάρκισσοι. 

Τους κοιτάζω και στρέφω το βλέμμα μου αλλού.

Με αηδιάζουν.

Άνθρωποι που μοιάζουν σε εμένα.


L'appel du vide

Άγουρη στροφή


Όσο τα μάτια σου θα λάμπουν 

Και οι νύχτες φωτογραφίες θα γίνονται 

Εγώ θα αφήνω να θάβουν 

Τα όνειρα των ζωντανών που κείτονται

Για κάθε ρίσκο που δεν πήρες 

Οι κρεβατωμένοι ωρύονται  


Αναστασία

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Αστιγματισμός


Σαν τι να πούμε;

Όσο και να καίγεσαι,

φωνή δεν θα ακουστεί.

Αμήχανη θα ηχήσει η σιωπή μας.

Κι αν αδιαφορώ τόσο που σε πληγώνει,

κατά βάθος είναι γραφτό

οι πιο κοντινοί είναι που καταλήγουν ολότελα ξένοι

άγνωστοι περαστικοί 

με μάτια θολά, χωρίς βροχή.

Προσπερνώ και προσποιούμαι πως δεν σ'είδα.

Να 'ναι καλά αυτό το πράγμα που τα μάτια μας θαμπώνει.


little_deceiver_

Άτιτλο


Το κεφάλι μου διαρκώς με πονάει.

Οι αϋπνίες μου τη νύχτα, δίνουν τροφή στις σκέψεις μου, κι εκείνες, μου τρώνε μέσα στη μέρα το κεφάλι.

Προσπαθώ να τις ξεράσω όλες πάνω στο χαρτί, και μόλις πιάσω το μολύβι γίνονται, παραδόξως, ασήμαντες.


Σαν κομμάτι ξένο προς εμένα, τις διαβάζω, και μπορώ αμέσως να μαντέψω την αδιαφορία που θα ξέθαβες μέσα από αυτές.


Αρχίζω να βρίζω.

" Καμιά ουσία δεν έχει όλο αυτό".

Σβήνω το χαρτί και τα φορτώνω όλα στους πονοκεφάλους και στις αϋπνίες.

Κι αν όλα αυτά δεν θα 'πρεπε κανένα χώρο να πιάνουν, κράτα τουλάχιστον το μόνο πράγμα που ήθελα ποτέ μου να σου πω:


" Η θάλασσα είναι απέραντη και με τρομάζει. Όμως, εκεί που το μπλε γίνεται κρεβάτι να πλαγιάσω το κεφάλι μου, σε νιώθω πάντα λίγο πιο κοντά. "


Μίλκυ Γουέι

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Μόνη


Τι κι αν έχω τόσα άτομα γύρω μου;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν σας ανοίγω την ψυχή μου;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν έχω δυο γονείς που με αγαπάνε και νοιάζονται για μένα;

Είμαι μόνη.

Τι κι αν έχω τόσους φίλους να περάσω καλά;

Είμαι μόνη.

Τι και αν υπάρχει ένα άτομο που θα νιώθει έλξη για μένα;

Είμαι μόνη.

Τι και αν φαινομενικά με ακούτε;

Είμαι μόνη.

Τι και αν η αγάπη μπορεί να δειχθεί με διάφορους τρόπους;

Είμαι μόνη.

Τι και αν με προστατεύετε από τις λάθος επιλογές μου;

Είμαι μόνη.


Βουκαμβίλια

Άτιτλο

 


Οι πόρτες

που περιμένουν

χωρίς μια σχισμή

αυτοματισμός μου μοιάζουν

για να ξεχάσω

με τα ρούχα στην κρεμάστρα

υπομονετικά 

να μοιάζω πως διαλύομαι

σε κάθε παύση

να ριζώνει η αμφιβολία

για το αν σε ξύπνησα

αν με ξύπνησες

κι αν βαριέσαι

να εξαφανιστώ

γιατί πρέπει να πάω

να ταΐσω

γάτες

και σκύλους

και πουλιά

που κρόζουν

πάνω απ' την αυλή μου

σε σχήματα ανήκουστα

που περπατάνε

πάνω απ' το κεφάλι μου

και περιβάλλουν τα τοπία

που κάποτε είχα πάει

επισκέφθηκα διαμέτρους

και περιμέτρους

για να με αποφύγω

για να με συναντήσω

εκεί

ακριβής στο ραντεβού μου


Μ. Περδίκη

Ταξίδι του Αυγούστου


Κι αν σε ερωτευτώ; 

Που λες να μας βγάλει αυτό το ταξίδι; 

Λες πως ανυπομονείς κάθε φορά 

που πρόκειται να με δεις 

Κι εγώ νιώθω κάτι τόσο απαλό 

και ταυτόχρονα λάγνο 

όταν έρχεσαι στο μυαλό μου. 


Και θέλω να σου πω:

Μάθε μου πώς είναι μια αγάπη 

που δεν πονάει 

ένας έρωτας 

που δε με σπάει σε κομμάτια 

μια αγκαλιά 

που είναι εκεί 

ακόμη κι όταν κατεβαίνουμε 

στα κατασκότεινα βάθη των φόβων μας. 


Σου είπα: "πάμε ένα ταξίδι" 

και γύρισες και μου είπες 

ότι δεν ξέρεις αν προλαβαίνεις 

κι επέστρεψες ύστερα από ένα μήνα 

με δύο εισιτήρια στα χέρια. 


Μου ήταν αδύνατο να αντισταθώ. 

Διαλέξαμε το ταξίδι 

κι ας μη ξέρει καμιά που θα μας βγάλει.


Πελώριο Κβάντο

4 Αυγούστου 2020


Ωραία που καθόμαστε

εδώ στο σπιτικό μας

απολαμβάνοντας τα «πλούτη» μας

Την ίδια στιγμή που δίπλα μας

εκρήγνυται μια πόλη,

δάκρυα και άνθρωποι,

 φόβος και αναστάτωση.


Κι μείς «σκάμε» ενώ δουλεύει το κλιματιστικό.


Εμείς εκρηγνύμεθα με τους γεμάτη εκρηκτικότητα πελάτες μας.

Εκείνοι εκρήγνυνται αναζητώντας εαυτούς και αγαπημένους.


Και τι μπορώ να κάνω εγώ

Για να αλλάξω ένα τυχαίο περιστατικό;


Μα δεν συνέβη και στη χωρά μου ή στους ομοθρήσκους μου

για να το συζητήσω.

Ας κάτσω να σκεφτώ πως θα αποκτήσω

μια περιουσία κι έναν σκύλο,

που σε λίγο θα μου «κλέψουν»

με πυρκαγιά και δηλητήριο.


Ανώνυμη

Οι άνθρωποι δεν ανοιγοκλείνουν με τηλεκοντρόλ

Πώς να σου περιγράψω αυτό που βλέπω,

πόσο όμορφη είσαι μέσα κι έξω

πώς να σου το δείξω

όταν συνεχώς φοβάμαι

ότι σε τρομάζει το τέρας 

που κουβαλώ στην πλάτη μου


Θέλησα να το σκοτώσω

η τουλάχιστον να το θάψω

πώς όμως να ξεφορτωθώ κάτι

όταν ποτέ δεν είμαι σίγουρος 

αν τελικά είναι ελάττωμα 

ή δύναμη


Αν όμως πρόκειται για ελάττωμα

θα ‘θελα να σκότωνα πρώτο

το δικό σου τέρας

όχι για να δείξω δυνατός

αλλά σαν μικρή ανταπόδοση

στα δώρα που μου έκανες

χωρίς να το καταλάβεις


Ίσως έπρεπε να το παίξω άνετος

και να περιμένω μια καλύτερη ευκαιρία

όμως όλο αυτό μου μοιάζει πια με θάνατο

και οι άνθρωποι δεν ανοιγοκλείνουμε με τηλεκοντρόλ


Πότε εγκλωβιστήκαμε σε μια εικόνα;

Πότε γίναμε καρικατούρες πίσω από μια οθόνη;

Γιατί όλοι προσπαθούν να δείχνουν τόσο άνετοι

όταν ο φόβος είναι αυτός που βασιλεύει;


Καμιά φορά η κλειδαρότρυπα 

είναι κάτι ανείπωτα θλιβερό

κι εγώ θέλω να θυμάμαι τα λίγα που μοιραστήκαμε ως άνθρωποι στερεοί

όχι ως εικόνες φευγαλέες


Ξέρω ότι μπορείς να σκάψεις βαθιά

και να φτιάξεις πράγματα σπουδαία

εύχομαι να μπορούσα να είμαι κοντά όταν αυτά συμβούν

εύχομαι να μιλούσα με πράξεις και όχι με λόγια

αλλά και πάλι μόνος μου φανφαρολογώ

τρέμοντας την έλλειψη χρόνου

αχ, και να μου είχες δώσει χρόνο


Ήθελα να απολαύσουμε το φως και το σκοτάδι

και να τα ξεφτιλίσουμε για όλες τις φορές 

που πήγαν να μας πονέσουν

πλέκοντας τα δάχτυλα

και συνδυάζοντας αναπνοές

κάτω από το γεμάτο φεγγάρι


Ήθελα να ακούω τη ζεστή φωνή σου

να μου λέει τι σκέφτεσαι

καθώς ψηλαφίζουμε

τοπία άγρια και καινούρια

αλλά νιώθοντας ασφαλείς

λες και μας προστατεύουν

οι ατέλειες μας


Τούτες οι σκέψεις όμορφες μοιάζουν

καμιά φορά όμως

γίνονται μαρτύριο


Ν.

Ο κόσμος των μικρών κατακτήσεων


Θα κάνω μια στάση εδώ.

Είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως στάσεις.

Θα σταθώ και θα κοιτάζω με το σώμα ευθύ

να ισιώνω τις καμπύλες απ’ τα χρόνια που γείραν.

Το πρόσωπο μου θα φορά το πιο πλατύ του χαμόγελο,

θα με ρωτάς ανυπόμονα να σου πω τι βλέπω,

θα σου απαντώ πως βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.


Είναι ο κόσμος των μικρών κατακτήσεων,

των στιγμών που αρθρώνεις δειλά τις πρώτες σου λέξεις,

που λες είμαι λίγος

αλλά έχω υπάρξει και πιο λίγος, άρα ψηλώνω,

που λες φοβάμαι

αλλά θα πάω όπως και να ‘χει,

που λες συγγνώμη έκανα λάθος,

κοκκινίζεις από ντροπή αλλά αναλαμβάνεις την ευθύνη,

που λες συγχώρεσέ με,

οι απώλειες μας είναι πιο βαθιές απ’ τα μικρά που έχουμε να χωρίσουμε,

που λες οι ζωές μας περπατάνε δίπλα δίπλα,

βοήθησέ με,

που λες μη με αφήσεις, δε θα αντέξω

αλλά προετοιμάζεις το πιο όμορφό σου αντίο.


Θα κάνω λοιπόν μια στάση εδώ, στον ενεστώτα της άνοιξης.

Θα αφήσω τα μάτια μου να λαμπυρίσουν μπροστά στη θέα,

οι μικρές κατακτήσεις βλέπεις κερδίζονται πάντα με δάκρυα,

μα τώρα μπορώ και δακρύζω από χαρά.

Θα χρησιμοποιώ τον αόριστο συχνά για να θυμάμαι,

δεν θέλω να ξεχνώ τις ζωές που περάσαν για να φτάσω στη δική μου,

κι όπως συχνά με ρωτούσες γιατί,

θα με ρωτήσεις και πάλι,

γιατί τόσος κόπος για να φτάσεις εδώ,

κι εγώ θα σου απαντώ και πάλι επειδή’

επειδή ήταν ο μόνος μου τρόπος να με κοιτάω στα μάτια.


Επειδή ήθελα πάντα να ξέρω,

τα πιστεύω μου φαίνονταν πάντα μισά.

Ήθελα να ξέρω

πώς μυρίζει ο ιδρώτας των εργατών του κόσμου πάνω στο κορμί μου,

πώς ο μόχθος λυγίζει το μέσα μου

και πώς το μεταμορφώνει,

ήθελα να ξέρω

ποιος γίνομαι όταν τρίβω ξεραμένα σκατά απ’ το πάτωμα

και μετά ποιος επιλέγω να γίνω,

να ξέρω να μένω μόνος,

να ξέρω πόσο φοβάμαι να είμαι μόνος,

έτσι μαθαίνω να μοιράζομαι,

δειλά δειλά μια κουβέντα, ύστερα ένα απόγευμα, μετά τη ζωή,

να ξέρω να μεταναστεύω,

να κάνω τον κόσμο σπίτι για όλους

όπως έμαθα να τον κάνω για μένα,

να ξέρω την τέχνη του να απλώνω το χέρι και να παρηγορώ

κι ύστερα να μου απλώνω το χέρι,

να σου απλώνω το χέρι,

ίσως τώρα ξέρω να σε κρατάω σφιχτότερα

όχι γιατί σε σφίγγω

αλλά γιατί σε αφήνω να με σφίξεις εσύ,

επιλεκτικά.

Πάντα επιλεκτικά.


Και τώρα που ξέρω,

σίγουρα όχι πολλά,

μόνο πως βάδισα ως εδώ με τα δυο μου πόδια,

βήμα προς βήμα,

το ένα πόδι πίσω από το άλλο,

επαναληπτικά,

βασανιστικά επαναληπτικά,

πως γέμισαν τα πόδια φουσκάλες

στη φτέρνα, στην πατούσα,

στο μικρό δαχτυλάκι,

στο μεσαίο,

στο μεγάλο,

πως με έφτασαν τα πόδια αυτά κάπου,

στην αρχή δέκα χιλιόμετρα, μετά εικοσιδύο, σαραντατρία,

στους μικρούς και στους μεγάλους μου προορισμούς

σε ένα χωριό,

σε μια πόλη,

σε έναν εαυτό που εκτιμώ,

θα ζητήσω από εσένα

τα ίδια που ζητώ από εμένα

να βαδίσεις με τα δυο σου πόδια,

βήμα προς βήμα,

το ένα πόδι πίσω από το άλλο

προς τους μικρούς και τους μεγάλους σου προορισμούς.


Επειδή έτσι μόνο συναντιούνται οι άνθρωποι,

όταν βαδίζει ο καθένας με τα δικά του πόδια,

-φαντάσου μόνο να περπατούσες με τα δικά μου

ή εγώ με τα δικά σου,

τι κρίμα δεν θα είχαμε συναντηθεί ποτέ -

γιατί συνάντηση σημαίνει

πως πήρα τη δική μου πορεία κι εσύ τη δική σου

και σε πέτυχα κάπου

ή με πέτυχες εσύ,

στην αρχή, στη μέση, στο τέλος,

αναπάντεχα συναντιούνται οι άνθρωποι,

σε κάποια γωνία,

στο πάτημα ενός κουμπιού,

με ένα τηλεφώνημα,

σε μια βόλτα καλοκαιρινή,

σε έναν Δεκέμβρη.


- Ε: Γεια σου, με λένε Εύκλεια.

Ποιο το όνομα σου;

- Α: Άννα.

- E: Άννα έχω κάνει μια στάση εδώ και κοιτάζω τη θέα.

Και είναι η θέα βγαλμένη από όνειρα μιας εποχής δίχως

στάσεις.

- A: Και πες μου τι βλέπεις;

- E: Βλέπω τον κόσμο ενός ανθρώπου που σήκωσε το κεφάλι.

- A: Έρχεσαι κι εσύ λοιπόν απ’ τον κόσμο των μικρών

κατακτήσεων;


Και ίσως κάπως έτσι λοιπόν να ξεκινάνε οι όμορφες ιστορίες.

Χρειάζονται μια στάση και λίγη θέα.

Τώρα ξέρετε κι εσείς το μεγάλο μυστικό.


Ε.Π

Άτιτλο

 Έφυγες και εσύ και ξέμεινα πλέον από ανθρώπους να με παίρνουν τηλέφωνο στις τέσσερεις το βράδυ

Έφυγαν και οι άνθρωποι που μου έκαναν παρέα τα βράδια και μαζί χαζευαμε τα άστρα που σκεπαζαν τον ουρανό

Θα ξημερώσει σε ολίγον και θα βρεθώ μόνος μου στο διπλό μου κρεβάτι να γύροφερνω ψάχνοντας να βρω τι λείπει, γνωρίζοντας το ήδη


Τηλέμαχος 

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Μεταίχμιο


Έφυγα.
Και δε νοικιάσαμε εκείνο το σπίτι που λέγαμε.
Ξέρεις...εκείνο με τα ξύλινα πατώματα και τα μικρά μπαλκόνια που θα είχε θέα όλη την πόλη.
Έφυγα.
Και τώρα πια δεν θα αράζουμε μαζί, ούτε θα βάζω τα πόδια μου πάνω σου ενώ καπνίζεις.
Και εκείνο τον καφέ που λέγαμε να πάμε, ξέρεις σε εκείνο το μαγαζί με την σερβιτόρα που νόμιζα πως είναι του γούστου σου, δεν τον πήγαμε τελικά.
Δεν σε είδα να της χαμογελάς ευγενικά ενώ σου δίνει τα ρέστα, ούτε εσύ με είδες να κάνω μούτρα σε όλη την διαδρομή για το σπίτι.
Και μόλις ξεκλείδωνες την πόρτα θα σε ρωτούσα ρε 'συ αν είναι πιο όμορφη από εμένα.
Και θα με κοιτούσες.
Δεν θα μιλούσες.
Απλά θα με έπαιρνες αγκαλιά και θα με πήγαινες στο κρεβάτι.
Και εγώ θα φώναζα πως ξέχασες να βγάλεις τα παπούτσια σου πάλι.
Έφυγα.
Και δεν πήγαμε εκείνα τα ταξίδια που λέγαμε. 
Ξέρεις σε εκείνα, που θα με κορόιδευες πως ποτέ δεν έμαθα να μιλάω καλά Αγγλικά.
Και τα Σαββατοκύριακα, που θα ερχόταν φίλοι στο σπίτι για ταινία;
Που θα με έπαιρνε ο ύπνος στο καναπέ;
Και την επόμενη μέρα που θα έλεγες πως είμαι απαράδεκτη που δεν είδα το τέλος και ότι δεν πρόκειται να ξαναδείς ταινία μαζί μου.
Έφυγα.
Και δεν πρόλαβα να σου πω, πως οι μέρες περνούσαν όμορφα γιατί είχα εσένα και εσύ εμένα.
Έφυγα.
Και δεν σου είπα πως κάθε φορά που σε έβλεπα να κλείνεις την πόρτα, έλεγα απο μέσα μου “Στάσου, μη φεύγεις”, πως περίμενα την ώρα που θα γυρίσεις.
Και τελικά, δεν γύρισα εγώ.

L'appel du vide

Κάτι τι


Ίδιες στιγμές
ίδιες μυρωδιές
τώρα πιο έντονες

έξω απ’ την πόρτα
χτυπούν απαγορεύσεις
μέσα η απαγόρευση του κινήτρου αφ’ εαυτού

κι έξω απ’ τον κόσμο
ο χαλασμός πιο τραχύς και αυστηρός
μα πιο κρυφός, όσο ποτέ άλλοτε

μέσα σε αυτά,
των καιρών τα σημάδια,
αγάπησες ποτέ;  
ή κι ευστόχησες ποτέ δίπλα στο σχήμα του πιο αγαπημένου πόθου

σπίθες όπως άναβαν πάντοτε και τώρα ανάβουν
κι όπως πάντα
το ίδιο τις κοιτούσες,
ποτέ σαν πυρκαγιά
δεν κάηκες ποτέ και από τίποτα
ποτέ τόσο πολύ δεν βράχηκες
από πόνο ή έρωτα για να σβήσεις φωτιές
και φωτιές ποτέ δεν άναψες
κι ας γίνεται ολοκαύτωμα ο κόσμος
και δεν μιλώ για εσένα
κι ούτε κανέναν ξένο
μα ερμηνεύομαι στο χώρο που τώρα κερδίζω από απρόσμενη σπόντα

και τόσο μουδιασμένοι από φώτα κι ήχους
που κι ούτε ποτέ, στο πότε δεν προλάβαμε

και πάντα λίγο πιο πριν,  
άγουρες και νεογέννητες οι σκέψεις
όπως το θέλουν οι καιροί,
πάντα σκοντάφτουν πρόωρα,
ή ύστερα υστερικά συγκρούονται
με την μη πίστη στο αδύνατο

απλά για έρωτα μιλώ
και για έναν κόσμο χωρίς χρόνο,
συνεκτικό και άδολο

Lupus

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Κραυγές



Κραυγές μέσα στο κεφάλι μου
Κραυγές πίσω από άδεια βλέμματα
Κραυγές πίσω από τους οφθαλμικούς μου κόγχους
Που δεν θα τις άκουγε ποτέ κανείς
Πώς να ακούσεις τα ουρλιαχτά μέσα στο κεφάλι μου;
Πώς να νιώσεις αυτό το σφίξιμο στην κοιλιά;
Πώς να νιώσεις τον πόνο στο στέρνο;
Τις κομμένες ανάσες μέσα στα αναφιλητά;
Βράδια που ξάγρυπνη ζητούσα απλά λίγη ελευθερία
Βράδια που ένιωθα ότι αν πέθαινα θα έβρισκα την ελευθερία
Βράδια που θα προτιμούσα να είμαι νεκρή
Θα προτιμούσα να είμαι νεκρή κυριολεκτικά
Κατά τ’άλλα είχα πεθάνει καιρό πριν μέσα μου
Από τότε που ζητούσα μία μητρική αγκαλιά
Από τότε που ξάπλωνα δίπλα της και η αγκαλιά που ήξερε να μου δώσει ήταν να ακουμπάει την παλάμη της πάνω στη μέση μου
Από τότε που της έλεγα κλαίγοντας ότι θέλω απλά μία αγκαλιά και με έδιωχνε φωνάζοντας ,γιατί όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να είσαι σκληρός μαζί του,τότε μόνο τον αγαπάς πραγματικά
Αν είχα πάρει έστω μία μητρική αγκαλιά ίσως να μην είχα πεθάνει
Ίσως οι κραυγές να μην υπήρχαν
Ίσως ο εγκέφαλος μου να μην πονούσε
Ίσως οι οφθαλμικοί μου κόγχοι να μην ήθελαν να ξεριζώθουν
Ίσως να μην ήθελαν να τους πάρει μαζί του το ποτάμι από τα δάκρυά
Και αν ξεριζωνόντουσαν ακόμη ,δεν θα έβλεπες κάτι διαφορετικό από πριν
Ίσως κατάφερνες να ακούσεις τις κραυγές
Ίσως πάλι έβλεπες τον εγκέφαλο μου να χαροπαλεύει να ζήσει
Ίσως πάλι έβλεπες τον εγκέφαλο μου να χαροπαλεύει να πεθάνει
Ίσως πάλι χυνόταν κι αυτός και γινόταν ένα με το ποτάμι από τα δάκρυα
Ίσως εν τέλει να έλιωνα ολόκληρη και να γινόμουν ένα ποτάμι
Ίσως τότε να έβρισκα την ελευθερία που ζητούσα

Βουκαμβίλια

ultima volta


Την τελευταία μου μέρα πάνω στη γη
ξαπλωμένη ανάσκελα σε φορείο
δεν αντέδρασα συνειδητά σε τίποτα,
είδα άσχημα πράγματα·
ζωώδεις κραυγές και τραύματα
ένα στόμα να εμέσει μαύρη πίσσα
έναν σωλήνα να βγάζει υγρά από το στομάχι
μου
ούρα και έμμηνο αίμα να με λεκιάζουν
οσμές βαθιάς πληγής στο κενό
της μνήμης που βιδώθηκε
στο κρανίο μου, την αγάπη
να αυτοκτονεί μέσα στον οισοφάγο
ενεργό άνθρακα στα χείλια
έναν λευκό γάτο στα πόδια
δύο μέρες έπινα νερό και
δεν ζούσα
(δεν) θυμάμαι να ίπταμαι
(δεν) θυμάμαι άλλη ζωή -
τον παράδεισο;
δεν θυμάμαι κάτι άλλο
από το πουπουλένιο κενό
(άχρωμο/ανάλαφρο/αρραγές/αχανές/
άβυσσος)
ο εαυτός δεν υπήρχε, ήρθε ο φοίνικας ,
η γέννησή μου ξεκίνησε·
ωχρή κάλπασα, ντυμένη
ένα μαλακό, ζεστό σεντόνι
ως την Γεωργία, ως τα βάθη του Σοχούν
κι εκεί την βρήκα,
την γυναίκα ρίζα
και ξύπνησα

Γιολίνα Καλενόβα

Σαν σήμερα σαν χθες


Ημέρες μνήμης
πιο πολλές από τις μέρες ζωής
μετράμε πια δευτερόλεπτα πριν τις τελευταίες πνοές
αμνημόνευτων προσώπων,
μικρών μπροστά στα σαρκοφάγα τους
τόσων
που ούτε τα λαρύγγια των εχθρών μαζεμένα
δε θα έφταναν για να τους τιμήσουμε
φωνάζουμε 
τα ονόματά τους
Παρών!
Και το πρωί που ξυπνάμε πασχίζουμε να θυμηθούμε
το δολοφόνο
που έμοιαζε με το τέρας που μας έπινε το αίμα από τότε
λίγο αφότου κόψουν τον ομφάλιο λώρο μας

Μαλακισμένη μνήμη
το τέρας είναι ακέφαλο
μέσα απ’ τα ανάκτορα
σκόρπισε τα αντίτυπά του
στα δίποδα ερπετά της μητρόπολης
και μας τρώνε με στολές ή χωρίς
λίγο λίγο το καθένα

Και όταν είμαστε πολλοί
κάποιος θα λείψει
αυτός που έλειπε από εκεί που τον όριζαν
γιατί δεν ήθελε να είναι απών στη ζωή
αυτός
αυτή
αυτές
που θέλαν πιο πολύ από όλα μας να ζήσουν

Τώρα ζουν οι κραυγές τους
και φωνάζει ένας ένας
κάθε λεπτό που περνάει

ή με εμάς
ή με εκείνους

ή με εμάς
ή με εκείνους

Και αυτή η ερώτηση
είναι η πυξίδα χαραγμένη με αίμα στα κορμιά μας
ή θα μας οδηγήσει μέχρι τον τάφο μας όρθιους
ή θα μας ξεπλύνει η βρωμιά γονατιστούς

Ο θάνατος είναι εδώ
διαμελισμένος σε κάθε γωνία
του δρόμου
ή του κόσμου
ή του σώματος
εξαρτάται από το πόσο μακριά κοιτά κανείς
Μέχρι να σβήσει
μπορεί να σπείρει
τόση δίψα
για καταστροφή

Και ίσως κάπου εκεί
να φανεί
και η ζωή

στον Β.Μ.
Λυκ

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ο αγαπημένος σου αριθμός


αν μπορούσα να κάνω την μυρωδιά σου κολόνια που δεν ξεθυμαίνει... ποτέ
την φωνή σου ένα τραγούδι που παίζει στο μυαλό σε... επανάληψη
το άγγιγμα σου μετάξι που με σκεπάζει κάθε... νύχτα
την όψη σου ένα έργο τέχνης που χωράει στη... τσέπη
και την γεύση σου νερό που με ξεδιψάει... ενδελεχώς
τότε δεν θα γελούσα όταν μου είπες πως το πέντε είναι ο αγαπημένος σου αριθμός και το θεώρησα μετριότητα

l'appel du vide

Άτιτλο


Το Βάσανο γίνεται σύννεφο, 
στεναχώρια σε έπιανε σε βροχερό καιρό,
σου έλεγα η βροχή πως είναι λύτρωση,
ο ουρανός μετά έχει κάτι από αγάπη και θάνατο,
και έπειτα φαίνεται η ζωή.

Σ. Λ.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

(μείον)


Όσο κι αν με ζυγίζω,
όσο κι αν με μετράω,
πάντα λίγος θα βγαίνω,
και πάντα δεν θα σου φτάνω.

Θα φεύγω και θα γυρίζω,
θα αναγεννιέμαι και θα ξεφτίζω,
θα με πετάω και θα με πιάνω,
μα πάντα δεν θα σου φτάνω.

Κάτι μανιωδώς θα ψάχνω,
μέσα μου να το νιώσω,
ή έξω, στον κόσμο,
να το βρω να στο δώσω.

Δεν ξέρω τι είναι,
μα αιώνια το ψάχνω,
κι όταν λέω το βρήκα,
τότε πάντα το χάνω.

Με τρώει, με φθείρει,
με ρουφάει, με πνίγει,
αέναα αυτό να ψάχνω,
και ποτέ να μην σου φτάνω.

Αρμάνδος Σ.