Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Άτιτλο


Κοιταξέ με πως παίζω
με το κεφάλι του χρόνου
ασώματο, αρχέγονο, μη χωρικό, μη γραμμικό και ασυνεχές
μα με κερδίζει πάντα
των κεκτημένων η φορά.

Κοιταξέ με πως παίζω
με το κεφάλι του χρόνου
θεότητα μίας μη αναστρέψιμης τάξης
κάθε φθινόπωρο
το καλοκαίρι χάνει τα νεογιλά του δειλινά.

Κοιταξέ με πως παίζω
με το κεφάλι του χρόνου
κίνηση ακαθόριστη
των γεγονότων και της ύπαρξης
ξεκλείδωτες πόρτες
μα πάντα θα κοιτάμε
πίσω από κλειστά παράθυρα.

Ιφιγένεια Δεριζιώτη

Ένα κτίριο: το σώμα μου


με πόρτες μη λειτουργικές
χωρίς μεντεσέδες,
καθώς οι μεντεσέδες στην εποχή μας
γίνανε λάφυρα
πολέμου•

ποιός θα το 'λεγε;

με σοβάδες να πέφτουν
κάθε πρωί
δυο-τρια κομμάτια,
κάθε πρωί,
κι άλλα τόσα κάθε βράδυ.

φθορά και αποσάθρωση.


με τοίχους
που πλέον μετά βίας συντηρούνται
με λίγο νερό
και σκόνη.

μα κι εσύ,
μη περνάς απ' έξω
-τη γη μου σείεις,
κι η γη όταν σείεται
      οτιδήποτε ασταθές
τείνει να πέσει-
τείνει προς το κέντρο της.

μη πατάς βαριά
και μη φέρνεις μαζί σου
κι άλλα πόδια.

οι πόρτες πέφτουν,
σα κόλλες χάρτινες.
οι σοβάδες
είκοσι δύο, είκοσι τρία κομμάτια
τη φορά,

πέφτουν προσεκτικά,
μη τυχόν και σε πλακώσουν.

αυτό είναι δείγμα αγάπης:
άλλοι βγαίνουν στα μπαλκόνια,
να σε δουν
άλλοι τα ρίχνουν,
μη σε δουν.

αυτό είναι κάλεσμα αγάπης:
να φωνάζεις σε αυτά να βγω,
κι ας είναι έτσι
ευκολότερη η πτώση.

άσε με ήσυχο
     εσύ
           και η•
                    αγάπη σου.

έχω ένα φως αδύναμο
ίσα που φωτίζει μισό μέτρο
γύρω από το ίδιο
    μου αρκεί.

λίγα παράθυρα,
κι αυτά,
έτοιμα να πέσουν
   -να ξεφύγουν.

κάνεις και τίποτα
δεν θέλει πια
να ζει -να υπάρχει
πάνω σ' αυτό το έρμαιο.

μα κι εσύ•
μη φυσάς και ξεφυσάς,
ή τουλάχιστον,
μη το κάνεις έντονα.

λιγάκι θέλουν
τα παράθυρα να πέσουν,
λιγάκι θέλει
το φως να σβήσει,
κι εγώ λιγάκι αέρα
παραπάνω,
να έλθει με δύναμη προς το πρόσωπό μου
και να μην με αφήσει
να πάρω
ανάσα.

μη περνάς απ' έξω,
ή τουλάχιστον,
μη πατάς βαριά.

μη φυσάς και ξεφυσάς,
ή τουλάχιστον,
καν' το λίγο πιο σιγά.

Συναισθημάταιο

Άτιτλο


Πρώτη φορά χρειάστηκα την ορμή της βροχής.
Την ανάγκη να πέσουν δυνατά οι σταγόνες πάνω μου,
να ξεπλυθώ. Από τι;
Να γίνω μούσκεμα.
Να απελευθερωθώ από τις σκέψεις,
Να φύγουν, καθώς κυλάνε οι σταγόνες
Θέλω να βραχώ.
Η βροχή φαντάζει λύτρωση.
Να ξαπλώσω στην άσφαλτο και να με χτυπά,
Να γίνουμε ένα
Θέλω να κλάψω μαζί της.
Νιώσε τη βροχή…  Νιώθεις την ορμή της;

Σταμάτησε η βροχή.
Δεν πρόλαβα πάλι.

Γεωργία Νάστου

Ένα ουίσκι σκέτο


Έτσι το πίνω : διεκπαιρεωτικά
Γουλιά γουλιά ή μονορούφι
αναλόγως πόσο επιτακτικά διψάει
το αφυδατωμένο μου σώμα
από πριν τιμωρημένο- τσιγκουνεύομαι το νερό -
Ξερασμένα τα χείλη μου
ξερνάει και το φθηνό κραγιόν μου κομμάτια μάταιης συγκάλυψης
όπως ξερνάει που και που ένα άχρωμο και άγαρμπο γελάκι
στο ανέκφραστο μου πρόσωπο

Καπνίζω τζούρα τζούρα
πάντα διεκπαιρεωτικά ,μανιακά
λες και ο δείκτης και ο μέσος κινδυνεύουν να μείνουν
κολλημένοι ο ένας με τον άλλο
αν δεν τους χωρίζει το τσιγάρο
ή λες και τα χείλη μου μπορεί να σφραγίσουν
αν δεν ανοίγουν κάθε δεύτερο έστω για να ρουφήξουν
το ξεραμένο καπνό που κάνει την ίδια διαδρομή :
στόμα- λαιμός- πνευμόνια και πάλι πίσω
Τόσο γρήγορα όπως εγώ στο δρομολόγιο
σπίτι- αστικό -κέντρο και πάλι πίσω
Αναρωτιέμαι ποια από τις δυο διαδρομές
περιέχει περισσότερη πίσσα, νικοτίνη και άλλες ουσίες που
αυξάνουν τις πιθανότητες του θανάτου
ή ποια από τις δυο
είναι περισσότερο αντανακλαστική από την άλλη

Και η φωνή μου
σαν το μουσικό κουτί που είχα μικρή
έπρεπε να το κουρδίζω για να ακούω την ίδια μελωδία
ξανά και ξανά
μέχρι που βαρέθηκα
όχι τόσο τη μουσική του
μα τη διαδικασία
Έτσι και γω
δε μπορώ να μιλήσω αν δε με κουρδίσω πρώτα
και ξεχνάω να με κουρδίζω που σχεδόν χάλασα
Έχω κάτι συλλαβές και κάτι νότες διατηρημένες
στο πατάρι που έχω για μνήμη
και μέχρι εκεί
Έχω χάσει ένταση και υψηλές συχνότητες
δεν ξέρω πως γίνεται
να ψιθυρίσω ή να ουρλιάξω
Κι έχω μισήσει τη χροιά μου
τόσο
που θα προτιμούσα να την αφήσω κάπου κλειδωμένη
σαν το κουτί των παιδικών μου χρόνων
μέχρι να πάρω καινούργια
ή μέχρι να μην τη χρειάζομαι πια

Θα μπορούσα να μιλήσω για κάθε σπιθαμή του
σώματος μου:
για τα δόντια μου
τα μάτια ,
τα αυτιά μου,
τα χέρια μου
αλλά ποτέ δεν ήμουν της λεπτομέρειας

Αν ξυπνήσω από την ύπνωση
Μπορεί να γελάσω ή να φρικάρω
με αυτό το όνειρο που βλέπω σερί
δυο τρις μήνες τώρα :
ένα μυαλό σε πλήρη αντίληψή
και σώμα κοιμισμένο κ ανίκανο να σηκωθεί
είτε είναι φρικτός εφιάλτης
είτε η αρχή μιας κανονικότητας που
η μόνη της λύτρωση

θα ναι ένας ύπνος της άρνησης
ή μια ξαφνική φυγή
από το σώμα το ίδιο


Ανώνυμο

Αγάπη μου


Για πιάσε το χέρι μου
                                Και πες μου
                             Ήταν καλή ιδέα που το έβαλα στη φωτιά
                             Ήταν καλή ιδέα να αφήσω την πέτρα και να αρχίσω να χαϊδεύω τα μαλλιά σου
                             Ήταν καλή ιδέα να κλέψω στιγμές παρά τράπεζες
       Πες μου αυτό το χέρι δεν το νιώθω
                Πες μου ότι δεν υπήρξε η φωτιά
Πες μου                                                                                 Αγάπη μου
                        Είδες τους άλλους να λένε ότι χάθηκε η οργή
 Στοργή έγινε για αυτά που δεν μπόρεσε να καλύψει
 Και μας άκουσαν να λέμε ότι η φωτιά καίει μέσα μας
                                                                                     Και ήρθαν να την σβήσουν .ούτε καντήλι άφησαν
Αγάπη μου
                         χορεύω στα όνειρα τους και φωνάζω ότι γίναμε πειραματικά παιχνίδια που
                                     Βρήκαν δρόμο
Αγάπη μου λες να με άκουσαν
                                                   Και όταν αγάπη μου έπιανα τα μαλλιά σου όταν φίλαγα τις φλόγες σου να χανόμασταν στα όνειρα τους ;
Αγάπη μου μην μου πεις ότι δεν με πιάνεις
                                               Αφού το νιώθω σφιγμένο

ΆΔΠ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Κάποια Στιγμή, Κάτι


κάποια στιγμή θα γίνω θάνατος
και δεν θα νιώθω χέρια
πάνω σε χέρια
που δεν θέλω να νιώθω ή να έχω ή να δίνω
οι κρόταφοί μου γίνανε παλέτες
άλλοι φτύνουν μέσα τους τα χρώματα
κι εγώ φτύνω τη ψυχή που τυχαίνει να νοικιάζω
οι κρόταφοί μου γίναν τάφοι για πελάτες ― συναισθήματα
που απλώνουν κόκκαλα στον ουρανό
κάποια στιγμή θα μείνω να κυνηγώ τον ήλιο
μα αυτός θα φεύγει και θα φεύγει και θα χάσω και τα λίγα μάτια που ‘χω
οι μέρες ρέουν σαν χείμαρρος
χύνονται στους πνεύμονες, και
η άβυσσος ανατέλλει απ’ όλες τις πλευρές
και δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι
το βάθος των χρωμάτων
αυτό το βάρος
παραείναι βαρύ
κι ασήκωτο

γκρέιβενχαρτ

αυτοφωνία τά ντό ὕφεση - σι


Δέσμευση ἐσωτερική τῶν αἱσθημάτων
νά σταθεῖς στό ἵδιο ὗψος τοῦ τόνου,
τοῦ ἐντόνου, τῆς ἐντάσεως
γιά πάντα, ἄμεμπτο τοῦ ἐνθουσιασμοῦ.
Ἀνθρώπινο καί στιγμιαῖα εἰλικρινές.
Τῆς ἐπιτόπιας καλλιτεχνικῆς δημιουργίας.
Πῶς νά ἐπιδεχθεί κατηγοριῶν;

Ἡ ἀλλοίωση μοιραῖα
ἀκολουθία τῶν πέντε γραμμῶν
κι ἀπό κάτω τό κενό.
Βάρυνση, ἐγκατάλειψη.
Παύση τῶν μυστικῶν συμφωνιῶν,
τῶν ἀνιῶν πού προκύπτουν,
τέλος κάθε ἔρρυθμης ἀναπνοῆς.
Σιωπή, ὕπαρξη ἀήχου.
Καμία σύνδεση ἀξιόπιστη
σύζευξη ἡσυχίας ἀνησυχητικῆς.

Ἀναγκαστικό νά ἐπανέλθω φυσικά,
νά προσπαθῶ νά μή σ' ἀγγίζω.
Δύκολη ἡ αὑτοαναίρεση.
Θέλει στίγμα ἀπό κόκκινο
μελάνι στό χαρτί τῶν μελωδιῶν.
Γενναῖα πράξη
τῶν δειλῶν καί ἀδυνάμων.

Τραγουδῶ τραγούδια σιωπηλά
φθόγγους ἄρητους, βοές,
ὑποήχους τραυμάτων,
ἀπόκοσμες ἐπώδυες κραυγές,
στακάτο ἀναφιλητά
στήν παύση τῶν ἄρυθμων χρωμάτων.

Κορμί-ψυχή, μουσική γραφή
σχέση ντό - σί ὕφεση,
ἐσύ.

Ανώνυμο

Ουρλιαχτό

Ο πνιγμός

Μαύρη και σκοτεινή η θάλασσα
Με φοβίζει αυτή της η όψη
Όχι όχι δεν θελω να την αντικρίζω έτσι, φοβάμαι σου λέω άσε με
Μη με σφίγγεις, ασε με


Σιωπή

Το σώμα μου βυθίζεται ταχύτατα στην άβυσσο
Καμία ελπίδα
Πέθανα
Εν μέρει το επέλεξα
Όταν με έσπρωξες δεν προσπάθησα ποτέ να κολυμπήσω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα
Ήθελα να πνιγώ
Νόμιζα ότι έτσι θα εξιλεωθώ για ότι έκανα
Ότι έτσι θα σταματήσουν ποτάμια να τρέχουν τα μάτια μου και το κορμί μου να σαφρακιάζει

Ήθελα το δράμα σου και τον σπαραγμό σου
Ήθελα δάκρυα πολλά και θλίψη αβάσταχτη να σου προκαλέσω
Ήθελα να σε δω να σπας και να θες να σκίσεις τα σωθικά σου
Να τρελαθεί το μυαλό σου και να πάρεις φόρα να ανοίξεις το κρανίο σου
Να πεθάνεις αλλά να είσαι ζωντανός

Να μετανιώνεις την κάθε πικρή κουβέντα που μου είπες εκείνη τη νύχτα, να την ανακαλείς και να γεύεσαι δηλητήριο

Σε πλήγωσα και με σκότωσες
Τόσο σε λάτρευα και με λάτρευες

Ανώνυμο

Το βάρος


Βαριά η νύχτα•
ίσα με το φορτίο
όλων των ξεχασμένων βραδιών.
Όμως τα φιλιά σου
την κάνουν να ζυγίζει
μερικά μόνο χιλιοστόγραμμα.
Με αυτό το βάρος λοιπόν
μπορεί να κοιμηθεί
και ο πιο αδύναμος άνδρας.

Εγώ.

Σωτήρης Ρούσσης

Άκου


Φεγγάρι φτωχή ανεμπόδιστη
Στιγμή παρακμή κοινωνεί
Φυγόκεντρος στη
Μικρή θολή φονική
Κεντρική πνοή
Βροχή πλέει σύνορα
Στο σταμάτα ζωή

Κι αν κι εσύ διακρίνεις έναν ήχο μουσικό
Είναι που να, κατάφερα να βρω μια συνοχή ικανή
Ικανή γιατί μέσα απ την αταίριαστη ροή της
Σκάλισε στο περιδιάβα της τις αύλακες του νου σου
Και έχτισε μονοπάτι κεντητό και ακουστό.

Κι αφού πλέον έμαθα πως οι λέξεις συχνά δεν χρωματίζουν
Πόσο μάλλον ηχόχρωμα να βγάζουν στιβαρό
Με θάρρος θα ζητήσω να έρθεις από δω
Και τραγούδι να φτιάξουμε το ίδιο ικανό
Ικανό τη νεκρική σιγή ψυχής να αναστήσει!

Σόφι Σολ

Άτιτλο


«Ασε με να αφεθώ στον έρωτα» εκλιπαρεί η καρδιά το σώμα.
«Όχι δεν πρέπει θα καείς» της απαντά εκείνο.
«Άσε με να αφεθώ στον έρωτα,σε εκλιπαρώ,δεν θα καώ,το νιώθω» είπε με σιγουριά η καρδιά.
«Μα οι πληγές του έρωτα δεν γιάνουνε κι αφήνουνε σημάδια» είπε το σώμα λυπημένα κοιτώντας τις ουλές του.
Και το πλησίασε η καρδιά κι αγκαλιαστήκαν.
Και του ψιθύρισε γλυκά στο αυτί «εκείνος είναι διαφορετικός,δεν θα μας κάψει,αφέσου»
«Εντάξει».

Ανώνυμο

Καλοκαίρι στο Χειμώνα


Εκείνο το χειμώνα
Ένιωσα
- επιτέλους-
να έρχεται η άνοιξη.
Ήρθα σ' εσένα.
Mου έταξες
ξέγνοιαστα καλοκαιριά
μα
αυτά δεν έφτασαν.
Όμως,
πόσο ζεστή εκείνη η στιγμή,
εκείνη η υπόσχεση,
Σ' εκείνη την στιγμή
μ' εκείνη την υπόσχεση
έζησα,
μα κράτησε μόνο ένα βράδυ...
Το πρωί επέστρεψα.
Δεν έφυγα ποτέ από το κρύο.
Επέστρεψε η παγωνιά.
Από τότε κάθε καλοκαίρι μοιάζει με εκείνο το πρωί:
Χειμώνας.


                             Μι(μη) Κάππα

Τα πουλιά


Εμμονικά η σκέψη στροβιλίζει γύρω σου
τα πουλιά φτερουγίζουν δυνατά
αναζητώντας φωλιά
στο δικό σου στέρνο
για το χειμώνα
πικρός, δριμύς, ανελέητος
για τα πουλιά
γι’ αυτό πετάνε μακριά.

Μερούση Ιφιγένεια 

Σκέψεις για να μένει κανείς δειλός.


Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω,
εάν το θάρρος μεγαλώνει
έναν άνθρωπο σε μια ψευδαίσθηση,
ή αν ήδη η ύπαρξή του μέσα σε αυτήν,
τον έχει ποτίσει με θάρρος.

Κι αν με είχες αφήσει,
έστω για λίγο,
θα μπορούσα να σου δείξω
πόσο πολύ φοβάμαι,
όταν καταλήγω να χάνομαι, ανάμεσα σ'αυτά τα δύο.

Μίλκυ Γουέι.