Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

(μείον)


Όσο κι αν με ζυγίζω,
όσο κι αν με μετράω,
πάντα λίγος θα βγαίνω,
και πάντα δεν θα σου φτάνω.

Θα φεύγω και θα γυρίζω,
θα αναγεννιέμαι και θα ξεφτίζω,
θα με πετάω και θα με πιάνω,
μα πάντα δεν θα σου φτάνω.

Κάτι μανιωδώς θα ψάχνω,
μέσα μου να το νιώσω,
ή έξω, στον κόσμο,
να το βρω να στο δώσω.

Δεν ξέρω τι είναι,
μα αιώνια το ψάχνω,
κι όταν λέω το βρήκα,
τότε πάντα το χάνω.

Με τρώει, με φθείρει,
με ρουφάει, με πνίγει,
αέναα αυτό να ψάχνω,
και ποτέ να μην σου φτάνω.

Αρμάνδος Σ.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Σκοτώνοντας ένα όνειρο


Άθεος, μέχρι να την βρεις.
Μετά, το νερό όντας νερό και το κρασί όντας κρασί.. θαύματα.
Η ανατολή και η δύση, πεταρίσματα των ματιών.
Τα συναισθήματα, μπάσο στο καρδιοχτύπι.
Ύπνος, ξύπνιος, κανείς δεν γνωρίζει πια ποιος είναι ο αντικατοπτρισμός.
Σενάριο - συζήτηση,  τοπία - σκηνικά, αυθορμητισμός - ηθοποιία.. πραγματικότητα ή ταινία;
Πλέον, θρησκευόμενος.
Λακούβα.
Όχι! Όαση είναι.
Αδιέξοδο.
Όχι! Προορισμός είναι.
Απώλεια.
Όχι! Προσωρινή ειναι!
Τώρα, το κρασί.. νερό.
Μήνες από ανατολή μέχρι δύση.
Απάθεια.
Ύπνος.
Όνειρο;
Μάλλον προσευχή.
Κέρματα για ένα κερί.
Φλόγα όση και η υπομονή.
Άθεος, μέχρι να την βρεις.

Ανώνυμο

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Άτιτλο

Κάθε μέρα, ανακαλύπτω και κάτι καινούριο.

Όπως το ότι οι άνθρωποι δεν ακούν με τα αυτιά.

Ακόμα και αν φωνάζεις, ακόμα και αν κρούεις τα τύμπανα τους, αυτοί μπορεί απλώς να μην συνειδητοποιήσουν το ερέθισμα.

Λέξεις & συλλαβές, χείμαρρος.

Αλλά, πιο αναιπαίσθητες και από το θρόισμα των φύλλων στην πιο αδύναμη ριπή αέρα.

Ίσα, ίσα, ακόμα και όταν τρυπώνουν και φλερτάρουν με τις αισθήσεις μας, τα λόγια, πολλές φορές, δεν αξιώνονται της παραμικρής σημασίας.

Αν είναι αρκετά τυχερός ο πομπός, τα λόγια μπορεί, ιδανικά, να ενοχλήσουν τον δέκτη.

Πού όμως τόση τύχη, ωστέ να μην περάσει αδιάφορο καθένα από τα μηνύματα που συνθέτει μέρα-νύχτα;

Ωστόσο με τον καιρό είναι που αναδύεται η αλήθεια.

Οι άνθρωποι ακούν με πολλά περισσότερα. Ακούν με τα μάτια, την καρδιά, μερικές φορές, ίσως, και με το πνεύμα.

Διότι, αντίστοιχα, οι άνθρωποι δεν μιλούν με λόγια. Μιλούν με πράξεις. Πράξεις που μιλούν για αυτούς καλύτερα από κάθε στίχο, κάθε στροφή.

Μου λείπει να μιλώ και να «ακούγομαι». Μου λείπει, γιατί, πλέον, ποτέ δεν νιώθω ότι κάνω αρκετά.

Φαίνεται έχω χάσει την ίδια μου την εμπιστοσύνη. Την πίστη μου, την πίστη σε αυτά που επικοινωνώ.

Με φόβισε αυτός ο γίγαντας φαίνεται. Σάστισα και πάνω στο δέος, μου γλίστρησε από την τσέπη το ηθικό.

Όλα εντάξει, καμία παρεμβολή. Αλλά, πώς να σκύψω να το σηκώσω, όταν τον νιώθω να βαριανασαίνει στο σβέρκο μου;

Ανώνυμο

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Άτιτλο



θέλω, λοιπόν, να σου ζητήσω ευγενικά να φύγεις από το κεφάλι μου
δεν καταλαβαίνεις πως το μέρος το ίδιο σε απωθεί;
δεν καταλαβαίνεις πως στο άδειο κρανίο μου δεν επιτρέπεται να αντηχεί το όνομά σου;
πως μπορείς να μη καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι εσύ που μένεις εκεί, αλλά κάτι που θυμίζει αυτό που θα θελα να είσαι
δεν καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό το νερό που ρίχνεις για να ποτίσεις τα μαραμένα λουλούδια που έμειναν ξεχασμένα σε μια άκρη στο κεφάλι μου θα πλημμυρίσει τα μάτια μου και θα πνιγείς;
δεν καταλαβαίνεις ότι είναι πολύ αργά για να κάνεις ακόμα τέτοια φασαρία;
πως γίνεται να μην καταλαβαίνεις ότι πρέπει σε κάποια στιγμή να πληρώσεις για το κακό που προκάλεσες στο μέρος που με το έτσι θέλω κατοικείς τόσο καιρό
πρέπει κάποτε να καταλάβεις ότι δεν σου ανήκει το κεφάλι μου, και να πας να ζήσεις σε ένα άλλο κεφάλι, ένα που να μπορεί να αντέξει περισσότερα
μόνο φοβάμαι μην φύγεις πραγματικά και τότε σε παρακαλάω να μετακομίσεις πίσω στο δικό μου κεφάλι
κι ας είναι μισογκρεμισμένο

Πένυ Καραγεωργίου

Άτιτλο

Σαν άλλος Χουντίνι ολοένα και βυθίζομαι.
Οι αλυσίδες σκίζουν το δέρμα μου έχοντας χάσει κάθε επαφή με το ορατό.
Είπαν είναι εύκολο να ζεις με τα μάτια ερμητικά κλειστά...
Μα σχεδόν θυμάμαι 'κείνο τον καιρό, που υπήρξαμε αρκετά τολμηροί ώστε να κοιτάμε με μάτια γυμνά το πιο λαμπρό από όλα τα φώτα

Ανώνυμο

Το λάθος


Πασχίσαμε πολύ να το ξεχάσουμε
Πως είμαστε όλοι δανεικοί
Μας γεννά το τίποτα
Μας τρέφει το κενό
Και μετά μας καταπίνει

Και μόνο κάτι που για λίγο αισθανθήκαμε
Και ονομάσαμε αγάπη
Ίσως για λίγο μας ξεγέλασε

Το λάθος μας
Πεπερασμένα όντα
Σε έναν κόσμο που μετριέται με το άπειρο

Γάμμα Βήτα

πονάνε

πιο δύσκολο να εκφραστείς, να μην φοβηθείς κοιτώντας έρωτα, να στείλεις κάτι, κάτι ελάχιστο παραμερίζοντας τον μικρό εγωισμό σου
παρά το μα μην στείλεις τίποτα η υπέρμετρη δυναμική της απαξίωσης η εξουσία σου έρχεται απτή στα χέρια και ορίζεις πλέον τον πλέον ασύνορο έρωτα

μπαίνω μέσα στο μπουκάλι της μπύρας μου και από κει κοιτώ το βλέμμα μου καθώς πίνω από το μπουκάλι της μπύρας μου
τα χείλη μου παίζουν, γλυκαίνονται και καίγονται

ααααααααααααααααααααα μέτρημα και ξαναμέτρημα και ξανά ώσπου να γίνει τρίμμα

μα ρώτησε με
όταν κοιτώ τα μάτια σου
πάντα κάτι για κόσμο θα γνωρίζω

δεν έχω τίποτα
μα ελπίζω στην βασιλευομένη δημοκρατία
της θάλασσας

κι όπως πάει
το κάτιτις  όλοι δεν θα μάθουμε
θα μας νικήσει το ελάχιστο

lupus

σκέτο τζιν


Ένα ποτήρι με πάγο και σκέτο τζιν , καίγοντας μου τα σωθικά
Απόψε η Γιούλια είναι πιο βαριά από χθες
Απόψε καίγομαι λίγο πιο πολύ από χθες
Νιώθω να πνίγομαι μέσα στο τζιν ..
Άφησε με να αναπνεύσω , άφησε με να ζήσω!
Μισώ την ζωή μου , μα μισώ και εσένα ..
Τα λέω μπερδεμένα μα δεν με νοιάζει
Απλά σήμερα θα ήθελα να ήταν χθες.
Αντίο ...

Ελεβιν

άτιτλο



Αν η σκέψη είχε δύναμη τότε η δική μου ίσως λύγιζε κουτάλι, μα απ' ότι φαίνεται δε θα λύγιζε ποτέ, τη δική σου σκέψη επάνω μου.

ανώνυμο

Σκιά


  19 Γενάρη, πάρκο Ριζάρη•

κόσμος τρέχει για τις δουλειές του.
Τρέχεις κι εσύ, μαζί με όλους.
Το ίδιο άγχος, τις ίδιες υποχρεώσεις,
την ίδια απαραίτητη σου σχέση.
Βαδίζω προς Παγκράτι.
Ένας από τους τοίχους που χαϊδεύω, κρύβει τα σημάδια σου.
Μου μιλάς και ξέρω.
Μια βολεμένη ανάγκη, δεν παύει να θεωρείται ανάγκη.
Και είναι η ευθύνη,
το προκαθορισμένο σου πρόγραμμα.
Ποιος;  Εσύ!
Εσύ που κάποτε ζούσες!
Το θυμάσαι; Θυμάσαι τι μου είχες πει;
Δεν άκουγες. Δεν ήσουν εκεί,
για να ακούσεις.
Κοιτάζω προσεκτικά τα πρόσωπα των περαστικών.
Τους ψιθυρίζω διακριτικά το " ξύπνα " και το " ζήσε ",
μήπως τύχει να βρίσκεσαι κι εσύ ανάμεσα σε αυτούς.

Μίλκυ Γουέι

Θάλασσα


Κλείνω τα μάτια και το μόνο που βλέπω είναι θάλασσα
Λευκά διάφανα νερά που βαθαίνουν απότομα
χρωματίζονται μπλε, το σκούρο που τρομάζει
Ανοίγω τα μάτια και το μόνο που βλέπω είσαι εσύ
Εσύ το νερό, εσύ και το αλάτι
Αγκυροβολημένος στην κόλαση
Το φιλί της ζωής στους πνιγμένους
Στους αυτόχειρες τι;
Σε βλέπω να πνίγεσαι επανειλημμένα
Μα ούτε βγαίνεις στην στεριά, ούτε ψάχνεις για λιμάνι
Θα έλεγε κανείς πως βολεύτηκες στον πνιγμό σου
Το ύπουλο της επανάληψης είναι ότι γίνεται συνήθεια και η συνήθεια βάλτος 

 Δικαία

Άτιτλο


Διαβάζω, διαβάζω βιβλία,διαβάζω τον κόσμο.
Μαθαίνω λέξεις περίεργες, μαθαίνω τι σημαίνουν τα άστρα. Αλλάζω τα ρούχα μου και τα αρώματα μου.
Αλλάζω σταθμούς και εισιτήρια.
Κάθομαι σε ξύλινες καρέκλες, καμία φορά με τα χέρια σταυρωμένα, καμιά φορά τα αφήνω ελεύθερα να κρέμονται. Ακούω τραγούδια για ψυχές χαμένες, για κορμιά χαμένα. Παίρνω μολύβι, παίρνω χαρτί και σε κρεμάω πάνω στις λέξεις. Σε ψάχνω σε ωραίες προτάσεις - πάντα χωρίς δομή -. Δεν είναι δίστιχα, τετράστιχα δεν είναι μπαλάντες δικές μου. Δεν σου βάζω τίτλο.
Δεν μ'αρέσουν οι τίτλοι. Αλλάζουν πάντα ραγδαία. Από το τώρα στο τότε,από το θέλω στο ήθελα. Και αυτά τα ρήματα πια, δεν λένε να καταλάβουν τον ενεστώτα.
Να συμβαίνει θέλω. Όχι να λέω συνέβαινε.
Να πηγαίνω θέλω, όχι να γυρνάω. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα θα μου πεις. Και εγώ θα πω προτιμώ να γδέρνομαι απ'τα άγρια νερά σου.
Πάρα να πέσω από κει.
Εν τέλει, είμαι χαμένη φυσικά.
Φυσικά και ανεπανόρθωτα. Να πρέπει για χρόνια να περιπλανιέμαι και να ξυπνώ χωρίς εσένα.

Να έχω μια ζωή μέσα μου που ποτέ δεν θα γευτώ.
Έστω, έλα στην επόμενη. Να συστηθούμε από την αρχή.
Να μου απλώσεις το χέρι και εγώ να ξέρω. Πως σε αγάπησα πριν μάθεις πως υπάρχω.

Κατερίνα Ηλιάδη

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Μισογεμάτη




Αυτό είμαι εγώ.
Ένα φύλλο χαρτί με σκέψεις, ένα κείμενο.
Σπάνια θα μιλήσω για την ψυχή μου.
Μπορεί να ΄ναι μια νύχτα που θα έχω πιεί ή
ένα μεσημέρι που θα μου την έχει σπάσει η μάνα μου.
Δεν ξέρω πότε θα μου έρθει.
Σου είχα πει μια φορά “ Ρε πως να στο πω , φοβάμαι να ζήσω “ ,
αυτό πάει να πει φοβάμαι να ζήσω.
Τις μικρές όμορφες στιγμές,
νιώθω ότι αν πάω να τις αγγίξω θα γίνουν χίλια κομμάτια,
θα τις διαλύσω.
Αλλά σήμερα γύρισα περισσότερο γεμάτη παρά άδεια.
Γεμάτη γιατί είδα τα μάτια σου
και σκέφτηκα ότι αυτά τα μάτια θα ήθελα να τα βλέπω κάθε μέρα,
γεμάτη γιατί όταν μου έδωσες να κρατήσω τα γυαλιά σου
και σου ακούμπησα το χέρι
σκέφτηκα ότι αυτό το χέρι θέλω να ακουμπάω
και γεμάτη γιατί όταν με έσφιξες στην αγκαλιά σου
σκέφτηκα πως αυτό το σφίξιμο
κάνει την ψυχή μου να αναπνέει.
Όσο για τον λόγο που έκλαψα δεν θα στον πω από εδώ,
ίσως στον πω μια νύχτα που θα έχω πιεί ή
ένα μεσημέρι που θα μου την έχει σπάσει η μάνα μου.
Ίσως πάλι, όχι.

Ανώνυμο

Αϋπνία


Όταν δεν κοιμάμαι βλέπω νούμερα
Όταν δεν κοιμάμαι βλέπω πρόσωπα
Όταν δεν κοιμάμαι μισώ αυτούς που με αγαπάνε
Όταν δεν κοιμάμαι ακούω μηχανάκια στις Εθνικές Οδούς
Σχίζουν τον καυτό αέρα
Ακούω τους γρύλους
Μπάσο χωρίς μελωδία
Φωνές  χωρίς λέξεις
Μυρίζω ντίζελ και υγρό χώμα
Γιατί αυτό;
Γιατί εκείνο;
Οι ώρες είναι δευτερόλεπτα
Τα σεντόνια είναι γυαλόχαρτα
 Ένας μωβ ουρανός
γεμάτος χαμένες ευκαιρίες

ΟΡΠΕ