Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

Άτιτλο



Μια μέρα,
αγάπη μου,
θα βυθιστώ•
σ'αυτη τη θλίψη
ίδια η θάλασσα
των ματιών σου.
θα σ'αγκαλιάσω απαλά
σαν το κύμα,
ένα φθινόπωρο,
σε μια άκρη του κόσμου,
όπου οι άνθρωποι αφήνουν
υποσχέσεις και ερωτες.
ή σαν δροσερό αεράκι
βράδυ Αυγούστου
στις μεγάλες εκεινες
αμίλητες βόλτες
που οι άνθρωποι αγαπιουνται.
Θα σ' αγκαλιάσω
σε χρόνο παρατατικό
και θα σου μιλήσω σε χρονο μέλλοντα.
Κι ύστερα εσυ μιλα μου,
μα μην ενοχλείς τις λέξεις.
πόσα και πόσα άλλωστε
έχει πει ένα φιλί.
Κι ετσι δεν θα σου μοιάζει πια
η λέξη θλίψη
καθώς ηχεί.
Μα η λέξη ζωντάνια,
θα 'θελα,
που τόσο καλά
την έχεις μέσα σου κρύψει.

Stavi

Du riechst so gut

— Θα έρθω σε λίγο, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο και ν' ακούσω μουσική.
Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω ένα τσιγάρο, αυτό δε σήκωνε κουβέντα και το ήξερες.
Επιπλέον όμως μου 'χε καρφωθεί στο μυαλό η Λίνα του Άσιμου, χωρίς να ξέρω γιατί.
Βέβαια όταν πάτησα το πλέυ κατάλαβα:
πες μου ένα ψέμα ν' αποκοιμηθώ
μοναχά για σένα κάνω το χαζό.
Άνοιξα και το παράθυρο κι ακούμπησα εκεί τους αγκώνες μου
και κάπνιζα κοιτώντας τον άδειο δρόμο.
Σχεδόν λυπήθηκα που δε σηκώθηκες να μ' ακολουθήσεις·
λυπάμαι όταν περνάνε χωρίς μάρτυρες οι κινηματογραφικές στιγμές.
Αλλά δεν πειράζει, εγώ θα το θυμάμαι.
Και να προσπαθήσω, δε θα μπορέσω να το ξεχάσω αυτό το βράδυ.
Ύστερα το τσιγάρο και το τραγούδι τελείωσαν κι εγώ μπήκα κάτω απ' το πάπλωμα
κι εσύ μου ζέσταινες τα χέρια που είχαν παγώσει στο ανοιχτό παράθυρο.
Μετά ήταν πρωί, σηκώθηκα νωρίτερα, έπλυνα πρόσωπο και δόντια
αλλά δε χτένισα μαλλιά.
Ξέχασα τη βούρτσα·
άλλο ένα πρωί σαν την τρελή.
Ύστερα ξύπνησες κι εσύ, δε σχολίασες την οδοντόβουρτσα στο μπάνιο.
Σε ρώτησα αν μπορώ να την αφήσω για να μην την πηγαινοφέρνω,
δε φάνηκες φρικαρισμένος, είπες φυσικά, χάρηκα.
Φύγαμε προς διαφορετικές κατευθύνσεις,
πήρα καφέ πακέτο,
δεν προλάβαμε να πιούμε στο σπίτι.
Μου είχες πει "Καλημέρα. Καφέ ή σεξ;"
κι έτσι δεν προλάβαμε να πιούμε καφέ
και πήρα καφέ απ' έξω.
Άκουγα την δεύτερη αγαπημένη μας πρωινή εκπομπή
—η πρώτη είχε τελειώσει—
περπατούσα και χαμογελούσα.
Σκεφτόμουν τα χαζά που έλεγες χτες
κι έπειτα αυτά που έλεγες για να τα διορθώσεις.
Πιο πολύ όμως σκεφτόμουν τα χέρια σου
που είναι πάντα αρκετά ζεστά
και οι φλέβες προεξέχουν με πολύ σέξυ τρόπο.
Αλλά περισσότερο απ' όλα μου 'χε κολλήσει στο μυαλό
το du riechst so gut χωρίς να το 'χω ακούσει κάπου.
Ίσως επειδή στ' αλήθεια μυρίζεις ωραία.

Στεφανία Ιναρτάκ


Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

We draw dots in vain



Σχηματίζουμε αιχμές, και κοιτούμε το αχανές να
απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.
Κοιτούμε, κάνοντας τίποτα.
Τί από τα δύο φοβάσαι περισσότερο;
Την πτώση ή την πλεύση;

Κοιτάς;
Κοιτάς τον ωκεανό, και τι;
Τι σκέφτεσαι; Πώς είναι όταν πέφτεις
ή πώς είναι όταν κολυμπάς στο βυθό;
Τ;
Πες μου τι άλλο φοβάσαι... Μην περιμένεις,
δεν έχουμε άλλον χρόνο μέσα
στο τοπίο του κενού.
Μας ξέβρασε το κύμα στην ακτή του
"παραδείσου" που λένε. μα δεν γλυτώνεις τόσο
εύκολα από τις ξέπνοες ανάσες, κι ούτε από τις
ανήσυχες σκέψεις. γίνονται όμως λιγότερες.
Κάτι θα μας ξυπνήσει αυτό μέσα μας..
Δε λες;

Κοίτα χαράζει, πάμε για πλεύση;

inspired : TeRog . carla'sdreams

λίνα βέιν

Άτιτλο

Ώρα τέσσερις
Είναι όλοι σκυφτοί από πάνω και κοιτάνε..
άλλοι κλαίνε, άλλοι γελάνε
επειδή θυμούνται,
άλλοι δεν πλησιάζουν
γιατί θυμούνται κι αυτοί,
άλλοι βγαίνουν έξω και θολώνουν,
μερικοί κάθονται μόνοι και σκέφτονται τις άλλες φορές,
μερικοί κάθονται με τους άλλους και σκέφτονται τις άλλες φορές,
άλλοι πάλι έρχονται μόνοι , φεύγουν μόνοι ,
κάποιοι έρχονται με άλλους και διασκορπίζονται οι σκέψεις.
Λίγοι λένε αυτά που πρέπει να πουν,
κανείς δεν ξέρει τι να πει,
και να το έχει βιώσει..
αλλιώς το νιώθουν όλοι,
άλλοι λίγο ,άλλοι πολύ.
Άλλοι πάλι καθόλου
Άλλοι σκέφτονται αυτούς που είναι δίπλα τους ,και φοβούνται , κάθε λεπτό που τους βλέπουν φοβούνται..
Τρέμουν μην σπάσει η τύχη πάλι στα δύο και την φάνε αυτοί,
αρχίζουν να τρέχουν τα μάτια από μόνα τους ,
δεν ελέγχεσαι..
Όποιος κι αν ήταν,
ο,τι κι αν ήταν,
δεν ξέρεις..
δεν ελέγχεσαι..
Στην δικιά μου μέρα θέλω όλοι να φοράνε πολύχρωμα ρούχα, δεν θέλω να χτυπάνε οι καμπάνες , φοβάμαι όταν τις ακούω, δεν θέλω να έχει πολλούς εκεί , τους φοβάμαι κι αυτούς, δεν θέλω να είναι μεσημέρι ,σιχαίνομαι τον ήλιο , να βρέχει θέλω και να είναι σκοτάδι , θέλω να έρθουν να με φιλήσουν μόνο όσοι με αγαπούν.

Κοράκι

Το λυπημένο παράθυρο



Κοιτούσα απ' το λυπημένο παράθυρο τον απέραντο κόσμο. Κ' μέσα σε τόση απεραντοσύνη που να κρύψεις την μοναξιά σου.. Άπλωσα το χέρι μου κ' γύρισα τον κόσμο ανάποδα. Κατεβασμένα πρόσωπα, με την πίεση να τρέχει απ' τα μάτια. Ένας λόγος να βγάλεις την οργή σου στα πεζοδρόμια να δώσει λίγη παρηγοριά στις θλιμμένες πουτάνες. Όχι τις γυναίκες, εκείνες τις χαμένες αγάπες.

Αντέλ

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Πεθαίνοντας στην Αθήνα

Στην αρχή έμοιαζε με κουβέρτα/ παχιά μάλλινη με ένα γερό στρώμα σκόνης/ τραχιά, βαριά, μυρωδιά αποπνικτική μπαούλου/ έπεσε μαλακά και κάλυψε τους ήχους.
Εδώ κι έναν χρόνο ήταν χυλός παχύς/ κολλώδης/ καθιστά ανέφικτη την κίνηση/ στάζει από τα χέρια και τα πόδια μου κομμάτια/ τα τραβάει πίσω στην καφετιά ακινησία.
Τις τελευταίες μέρες άλλαξε πάλι/ έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα από ένα μεγάλο καζάνι με μαύρη πίσσα που βράζει/ κοχλάζει και ξερνάει καπνούς/ είναι κολλώδης αλλά ζεματιστή/ κάνει τα πάντα να μαυρίζουν απ' τις αναθυμιάσεις/ είναι ο θάνατος.

Απρίλιος 2017
Ανώνυμο

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Άτιτλο


Θα μπορούσαμε να 'μαστε σε ένα από τα λοφάκια κατά μήκος της εθνικής χαζεύοντας τα πλήθη των εκδρομέων να ταξιδεύουν. Θα μπορούσαμε να 'μαστε στο χωριό παλιά με τις γυναίκες να ετοιμάζουν τον επιτάφιο με ανθισμένα λουλούδια και την καμπάνα να χτυπάει βαριά περιμένοντας την λύτρωση. Πίνοντας καφέ στο πέτρινο καφενείο. Βλέποντας την θάλασσα να βγάζει το κάλεσμα της για πιστούς και άπιστους. Θα μπορούσαμε να ακούμε δημοτικά σε μια παλιά αυλή με κρασί και το σκύλο να γυροφέρνει χαρούμενος θαμπωμένος από τον ασυνήθιστα πολύ κόσμο. Θα μπορούσαμε να ξαναγυρίσουμε πίσω το χρόνο και να περιμένουμε την λαμπρή έξω από μια εκκλησία για να γεμίσουμε τη νύχτα δυναμιτάκια. Θα γελούσαμε εύθυμα με τα καλά ρούχα που βγαίνουν από την ντουλάπα μέσα στην παραδοξότητα της μέρας.
Οι αντιφάσεις θα στήναν χορό αλλά τα σκυλιά μέσα μας θα κρατούσαν πεισμωμένα τα δόντια κλειστά. Δεν εννοούν να το καταλάβουν ότι αν χάσεις την πίστη σου όλα επιτρέπονται. Για να πιεις όμως σωστά έλεγε κάποτε ένας μεθυσμένος χρειάζεσαι δύο μέρες τουλάχιστον. Να χαλαρώσει λίγο το σφίξιμο στα δόντια της πρώτης μέρας.

Μαρτσέλο Σάλας

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Άτιτλο


Σβήνω τα φώτα και δεν φοβάμαι .
Μάνα.
Δεν βγαίνω λουσμένη τον χειμώνα.
Μάνα.
Δεν είμαι όλη μέρα νηστική.
Μάνα.
Ο θερμοσίφωνας είναι κλειστός.
Μάνα.
Στον αι Βασίλη δεν πιστεύω.
Μάνα.
Δεν είμαι σίγουρη για τα τέρατα στη ντουλάπα.
Μάνα.
Οι άνθρωποι είναι μοχθηροί.
Μάνα.
Οι άνθρωποι  μπορούν και ν’ αγαπούν.
Μάνα.
Μην σταματάς να ονειρεύεσαι.
Μάνα.
Παραμένεις η πιο όμορφη.
Μανούλα.

Ρ