Συστήθηκε με άγνοια.
Έβλεπε το μαύρο κι έλεγε κενό θα είναι.
Κι από πού πέφτουν τα χέρια στα μαλλιά μου;
Τόση αγωνία για μια μπουκιά ανακούφισης σε τρύπιο στόμα.
Σκούπιζε τον ιδρώτα της θάλασσας.
Κάθε που είχε γενέθλια φυσούσε το μπαλόνι.
Μανιωδώς πίεζε τα χείλη και τη γλώσσα και τα δόντια.
Κι από που πέφτουν τα νύχια στη φωνή μου;
Ήταν πάντα σκονισμένη και το χώμα της ανάβλυζε χλωρίνη.
Και πώς να τρων τα χέρια το λαρύγγι σου;
Φύτρωναν φτερά κι έσκαγε στα γέλια.
Δε τα χωρούσε το μυαλό της, κι όλο και πλήθαιναν και μπλέκονταν κι άπλωναν.
Κι έφτυνε τους κισσούς από τα μάτια της κι όλο γελούσε.
Τρομαγμένο το πλήθος προσπαθούσε να τη συνετίσει.
Τι κι αν ράγισε ο καθρέφτης.
Έχουμε σάβανα να στα περάσουμε για πέπλο και κολάρο.
Κλείστε τις πόρτες, τα παράθυρα, σπηλιές, σωλήνες και αβύσσους.
Αποδημούν απόψε οι γραβάτες, κόβονται τα σπέρματα κι ανατριχιάζουν οι παλμοί.
Γλείφει το μάτι σου μία παλιά πληγή.
Ας φτιάξουμε άλλη μία.
Αν δε σκαλίσεις το κενό θα φοβάσαι μια ζωή πως θα το βρεις.
Phoenicia O (Φοινίκη)