Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Παραμύθι


Μια φορά και έναν καιρό
υπήρχε άγριο και κολασμένο σκοτάδι,
μια φορά και έναν καιρό
στο μαρτύριό μου υπήρξε ψεγάδι.
Γιατί μέχρι που νύχτα όμορφη ανέτειλε,
δεν ήξερα πώς να χαμογελάσω,
άνθρωπος του δακρύου ήμουν, ένα σκοτάδι
μονίμως με εμπόδιζε τα όνειρά μου να πιάσω.
Μέχρι που νύχτα με σελήνη και δροσιά ανέτειλε,
μια ελπίδα μου να ξεχάσω,
στα μάτια σου τα ξεχασμένα είδα
τον προορισμό στον οποίο θέλησα να φτάσω.
Νύχτα που μου κράτησες το χέρι,
μικρό έγινα παιδί και πάλι,
και χάθηκα στα σύννεφα, τους ουρανούς, τα αστέρια,
εγώ, ο άνθρωπος που για καρδιά έφερε ατσάλι.
Στα πέρατα της ομορφιάς σου σαν χανόμουν,
τον ήλιο και την θάλασσα του θέρους
σε δυο μάτια ανθρώπου συναντούσα,
πώς μπόρεσε ένα βλέμμα να κοπάσει τους ανέμους;
Όσο δυσθεώρητη και αν είναι η κορυφή,
όπου το αστέρι μου μια μέρα θα βρω,
δύο μάτια ανθρώπου σε ένα παραμύθι
μου έμαθαν να ζω.
Και αν οι άνθρωποι δακρύζουν,
για όσα τις καρδιές τους στεναχωρούν,
καταφύγιο στο δικό τους παραμύθι είθε ν’ εύρουν
σαν ανθρώπου μάτια ερωτευτούν.

Luc Spero

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου