5:43
11μιση ώρες δουλειάς.
Όχι εργασίας.
Μπαίνω στην πορτοκαλί κόλαση της Ομόνοιας και η αποπνικτική ζέστη του σταθμού μου προκαλεί υπνηλία.
9 λεπτά.
Θα περιμένω.
Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου.
Άλλοι επιστρέφουν μετά από βραδινή έξοδο,
ενώ άλλοι πηγαίνουν στη δουλειά τους.
Υπάρχουν και εκείνοι που απλά περιφέρονται.
Νέοι.
Γέροι.
Έλληνες.
Μετανάστες.
Κάποιοι με κοιτάνε περίεργα, άλλοι προκλητικά.
Κι άλλοι αδιαφορούν για την ύπαρξή μου.
Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι αγαπημένοι μου.
Κάποιοι δεν είναι άδειοι.
Κάποιοι έχουν βρει τρόπο να γεμίσουν το κενό.
Άλλοι παραμένουν κενά σαν εμένα.
Ένα κενό να παρατηρεί αλλά κενά σε ένα σταθμό
του ηλεκτρικού που μυρίζει άσχημα και έχει λίγο
υψηλότερη θερμοκρασία από αυτή που θα έπρεπε.
Αυτό είμαι.
Κι έπειτα μπαίνω στο βαγόνι.
Το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος του συρμού πάνω στις ράγες.
Μα αν προσπαθήσεις να ακούσεις λίγο πιο προσεκτικά, αν αγνοήσεις τον ήχο του τραίνου,
ακούγονται κλάματα βουβά.
Είναι το κλάμα όλων αυτών που προσπαθούν να γεμίσουν το κενό τους.
Μαζί και το δικό μου.
Μια αθόρυβη χορωδία λυγμών χωρίς μαέστρο.
Δεν χρειάζεται μαέστρο αυτή η χορωδία γιατί δεν έχει ρυθμό.
Λένε ότι τα δάκρυα είναι η αντίδραση του σώματος όταν δεν μπορεί να εκφράσει αλλιώς τη θλίψη του.
Πόσα θλιμμένα σώματα χωράει ένα βαγόνι του ηλεκτρικού;
Κατεβαίνω στη στάση μου και κάθομαι στο πάρκο έξω από τον σταθμό να κάνω ένα τσιγάρο.
Ο πρώτος ήλιος της ημέρας τύφλωσε τα μάτια μου.
Κάθαρση.
Ανώνυμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου