Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Nυχτερόβια φώτα


Πάντα απολάμβανα τις βουβές νυχτερινές περιπλανήσεις.
Νύχτες ποίησης και αδιάκοπης φλυαρίας με την ίδια σου την ύπαρξη σε κάνουν να αναρωτιέσαι  μέχρι και για τον τρόπο δημιουργίας εκείνης της φωτογραφίας που σιγοστέκει στο ξύλινο έπιπλο του σαλονιού,που τόσο καιρό αγνοούσες.
Νύχτες σιωπής και ατελείωτου πάθους.
Νύχτες άδειων δρόμων και κρυφών οργίων.
Νύχτες τύψεων,λες και απάτησες το ίδιο το ξημέρωμα,λες και για μια λεπτομερής στιγμή έπαψε να υπάρχει.
"Το ξημέρωμα εξαφανίστηκε",φωνάζει ένα παιδί στην μέση του σιωπηλού δρόμου,γεμάτου αβεβαιότητα, και βυθίζεται στους υπονόμους.
"Το ξημέρωμα πλησιάζει",του απαντάει εκείνη η παράξενη γιαγιά που στέκεται απειλητικά στην καρέκλα του μπαλκονιού της ρουφώντας το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου της,ζωγραφίζοντας κόκκινα τα πνευμόνια της και αφήνοντας τον πόνο να εξατμιστεί με τον καπνό της τελευταίας της τζούρας.
Νύχτες αχαλίνωτης μοναξιάς και έρωτα με την αντανάκλαση του καθρέφτη μας.
Νύχτες ουρλιαχτών που ακούνε μόνο όσοι μένουν ξύπνοι.
Οι νεκροί κοιμούνται.
Οι κοιμισμένοι φοβήθηκαν και έγειραν στην ασφάλεια του παπλώματος τους, ελπίζοντας πως το ξημέρωμα θα τους εκπληρώσει εκείνη την επιθυμία που έχουν κλειδώσει στο συρτάρι,δίπλα στο κρεβάτι,που μοιάζει ανύπαρκτο μέσα στο σκοτάδι.
Και όμως εγώ καθισμένος στο απόλυτο σκοτάδι ,βλέπω άπειρα συρτάρια.
Τα συρτάρια χάθηκαν στο φως και η νύχτα τα καλωσόρισε.
Για αυτό αγαπάω την νύχτα.
Γιατί είναι ονειροπόλα και σιωπηλή.
Γιατί ανοίγει τα συρτάρια και τα καίει φανερά,ενώ οι άνθρωποι κοιμούνται βαθιά.
Γιατί  υπάρχει στο ατελείωτο της στιγμής και ξυπνάει με την βιασύνη του φόβου.
Γιατί εκείνη κατά βάθος δεν φοβάται,είναι συμφιλιωμένη με την σκοτεινή της φύση
και  έτοιμη να υποδεχθεί το φως.
Ενώ το φως;
Κοιμάται σβήνοντας τον εαυτό του.

Δημήτρης Κονταράτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου