ομόνοια η [omónia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : ταυτότητα αντιλήψεων, απόψεων, συναισθημάτων κτλ. στα μέλη μιας ανθρώπινης ομάδας με συνέπεια την ομαλή συμβίωση μεταξύ τους.
Η βρωμιά. ουσιαστικό, θηλυκού γένους.
Πολύ ουσιαστικό για τα ελεύθερα κορμιά που νιώθουν ανυπεράσπιστα.
Ο φόβος. Στην αρχή μοναχικός κι ύστερα διαχυμένος στα πλήθη, τραυματισμένος στο στόμα, στα άκρα, στο κεφάλι.
Οι φόβοι των νοικοκυραίων.
Η ντροπή. Θηλυκού γένους, μας έδειξαν να λέμε. Μα δίπλα βάζω την οργή και την κάνω τζέντερκουηρ.
Ανακαλύπτω νέους πληθυντικούς αριθμούς της κανονικότητας:
Οι Ομόνοιες από δω και πέρα.
meropio bleu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου