Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Άτιτλο


Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι,που την πόλη από ψηλά χαζεύει,
να με χτυπάει ο ήλιος και άλλοτε η βροχή να με μουσκεύει.
Με ένα τραπέζι γυάλινο που κάθονται παιδιά,
με γλάστρες και πουλιά,που κελαηδούν ειρωνικά,εγκλωβισμένα σε κλουβιά.

Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που φεύγει...
Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι,που η βουή των δρόμων το ζαλίζει
Που παράμερα ,ένα γράμμα γράφοντας,τσιγάρο ο γείτονας καπνίζει.
"Ρε γείτονα,τι διάολο την σκέψη σου ζορίζει;"
Μα αυτός ρεμβάζει στο κενό όσο από μέσα βρίζει.
Γέλασε λίγο ψεύτικα,ποιος ξέρει τι τον πλήττει.

Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που λείπει...
Θα 'θελα να ήμουνα μπαλκόνι σ' έναν όροφο ψηλά,
που δύο νέοι κάναν' όνειρα,μεγάλα και ανέφικτα.
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει στο νοτιά
τη θάλασσα,που στη νηνεμία,μοιάζει με καθρέφτη.
Μα αφού δεν είμαι όλα αυτά,με πέρασες για ψεύτη.
Θα 'θελα να ήμουν όλα αυτά και όχι αυτός που πέφτει...
Κώστας

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Έμαθα πως


Έμαθα πως λες για ‘μένα, πως μου τα ‘χεις μαζεμένα,
που δε σε ρωτάω πλέον, τι να κάνεις, πως περνάς.
Κι απ’ την τόση απουσία, βλέπεις μόνο αδιαφορία
και με τόση αδικία, πως αντέχεις, πως κρατάς;
Για θυμήσου, περασμένα βράδια, που κι οι δυο σαν ένα,
πάντα στο δικό σου πλάι, να καλύπτω τα κενά.
Κι αν μπορείς να μη ξεχάσεις και τις πιο καλές μας φάσεις,
τα ταξίδια και τα δώρα και τα γέλια τα πολλά.
Κι ένα σύννεφο στο βάθος και μπροστά μόνο ένας βράχος
σαν καράβι σε φουρτούνα, που δε βρίσκει τη στεριά.
Κι οι φτωχοί συνεπιβάτες τρέφονται με οφθαλμαπάτες
-που να ‘ξέραν οι στεριές τους ότι θα ‘ναι χωριστά.
Και θυμήσου κάτι ακόμα, να ‘μαι εκεί, ψυχή και σώμα
και στις πιο δύσκολες μέρες, να λακίζεις, να ξεχνάς.
Και ντροπή του εαυτού μου, που στην κρίση πανικού μου,
δε σου έστειλα να μάθω, τι να κάνεις, πως περνάς.

Πελώριο Κβάντο

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Αγαπήσαμε Τόσο Πολύ Τον Θάνατο Που Γίναμε Εραστές


Μέρος Ι: "Έρωτας"

Υποτάσσομαι με μια ενδελεχούς αυτοκαταστροφή μέσα στο κορμί σου,
"κάνε με μονάχα να πονάω" σου λέω "θέλω όταν πεθάνω να πάρω μαζί μου τα σημάδια σου,
θέλω όταν πεθάνω το σώμα μου να έχει σχισμένες σάρκες και ανοιγμένες φλέβες
από τα νύχια και τα δόντια σου, θέλω όταν θα λείπεις μακριά
να χαϊδεύω τις πληγές και να γιορτάζω έναν ακόμη θάνατο πάνω στο κορμί μου."
Αυτές τις στιγμές της ίασης,
αυτές τις στιγμές της σήψης,
αυτές τις στιγμές της ηδονής
που καταστρεφόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου,
και όταν κοιμόσουνα εγώ ξαγρυπνούσα πλάι σου και σου ψιθύριζα:
"άσε με να σκορπίσω λίγο ακόμη φως μέσα στον κόσμο σου
για να μπορώ να σε κοιτάζω στα σκοτεινά όταν θα κοιμάσαι,
άσε με να πνιγώ μέσα στο παραμιλητό σου
για να μην έρθει ποτέ ξανά η αυγή..."
και είναι τόσα ακόμα που θέλω να σου πω
μα οι λέξεις κρέμονται στον λαιμό μου σαν θηλιές
και δεν βγαίνουν από τα χείλη,
όμως ξέρω πως όταν τα λόγια χάνουν τη σημασία τους
μονάχα τότε είναι που εμείς γινόμαστε ένα.
Θυμήσου τους αναστεναγμούς μας που ηχούσαν τόσο όμορφα στα μισοσκότεινα δωμάτια,
που έκλειναν από μόνα τους τα μάτια και έμενε μονάχη της η Μουσική να μας κοιμίζει,
ύστερα που ξημέρωνε αργά, και εκεί που η Σελήνη συναντούσε το φως της αυγής,
εκεί είναι που εμείς πεθαίναμε αγκαλιά για να μείνουμε μαζί για πάντα...
Μέρος ΙΙ: "Μοναξιά"
Τώρα που είσαι όταν οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας νεκρώνουν από τη βροχή?
όταν οι νευρωτικές χαρακιές στις φλέβες ανοίγουν ξανά για σένα?
όταν νυχτώνει και οι μελωδίες ηχούν σπαρακτικά μέσα στα αυτιά μου, για σένα?
Που είσαι όταν δεν είσαι εδώ?
Στερήθηκα την παρουσία σου,
την ομορφιά των χειλιών σου,
τον ήχο της σιωπής σου.
Στερήθηκα την αρμονία της ύπαρξής σου,
στερήθηκα εσένα και ό,τι έχω μάθει να αναιρώ μέσα στο κορμί σου.
Τώρα κάθε φορά που νυχτώνει μένω μόνος να κυνηγάω τις σκιές
που αφήνει πίσω του το φως, σε βρίσκω εκεί,
κάπου ανάμεσα στις σκιές, σε καπνούς και μελωδίες κλαις μοναχή.
Ένα απέραντο νεκροταφείο έγινε το κορμί σου
και εγώ τόσο μικρός, τόσο ζωντανός
πως να σε αγκαλιάσω?
Μια αργόσυρτη, μακάβρια μελωδία η φωνή σου
και εγώ μονάχα μια ξεχασμένη της νότα στην άκρη των χειλιών σου,
άσε με τουλάχιστον να την τραγουδήσω
πριν ξημερώσει άλλη μια μέρα στη νεκρή αγκαλιά σου,
μείνω μόνος και καταλάβω πως είμαι ακόμα ζωντανός...
Μα δεν προλαβαίνω, ξημερώνει, οι φιγούρες όλες χάνονται μπροστά στα μάτια μου,
δεν προλαβαίνω να ζήσω, ξημερώνει, χάνω το κορμί σου μέσα από τα χέρια μου,
και όταν, στο ημίφως πλέον, ξανακοιτάζω τη φωτογραφία σου
που είχα όλη νύχτα αγκαλιά στο στήθος μου,
με πιάνουν τα κλάματα,
μα πως χωράει τόση θλίψη, τόση μοναξιά
μέσα σε ένα τόσο μικρό κομμάτι χαρτί?
και όλες αυτές οι σιωπές πως γίνεται
να έχουν ακόμα μέσα τους εγκλωβισμένη τη φωνή σου?
Μέρος ΙΙΙ: "Νοσταλγία"
Νύχτα αγέλαστη, σημαδεμένη,
εσύ είσαι που κρατάς αιώνιες τις στιγμές
και ανέλπιδες τις ελπίδες,
εσύ ήσουν που στον τελευταίο αποχωρισμό της
με πήρες αγκαλιά και μου ψιθύρισες γλυκά:
"μη φοβάσαι, αυτός ο πόνος δε θα τελειώσει ποτέ, θα σε καταστρέφει για πάντα."
Τώρα πλέον έμαθα να ζω απ'την αυθυπαρξία των τρελών
και απ'τα τραγούδια των μεθυσμένων έμαθα την αλήθεια,
έμεινα μόνος και έγινα η Μουσική όλων
των απελπισμένων πραγμάτων γύρω σου για να με θυμάσαι
και τα ξυράφια χαϊδεύουν δεσποτικά τις πληγές μου για να μη σε ξεχάσω ποτέ.
Τη μοναξιά, φως μου, μόνοι μας την επιλέξαμε...
Μου λείπεις ακόμα,
σε ευχαριστώ όμως για όλο τον πόνο
που μου χάριζες κάθε νύχτα που ήσουν μακριά μου,
όλες τις νύχτες που ήσουν μακριά μου,
σε ευχαριστώ για την απόλαυση της εγκατάλειψης σου,
για την επιδείνωση της σχιζοφρένιάς μου,
σε ευχαριστώ που δεν είσαι πια εδώ.
Πάντα κάποιοι θα μένουν πίσω να θυμούνται αυτά που έχασαν,
γι'αυτό και σκαλίζω στα κρυφά μια μάσκα με το πρόσωπό σου,
έτσι, για να ξεγελιέμαι τις νύχτες πως είσαι ακόμα εδώ και να χαμογελάω,
γιατί, ποτέ δεν ήμουν εγώ, εδώ, ολόκληρος,
πάντα σε άλλους πόνταρα τη ζωή μου...
Μέρος ΙV: "Θάνατος"
-Ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι με αλκοόλ έχει μείνει, άδειο το δωμάτιο
και δίπλα μια ψυχή να φωνάζει απεγνωσμένα "γιατί;".
Δεν υπάρχει πια αγκαλιά που να αντέχει το κορμί του...

Απόλλωνας Τσέρνας


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Άτιτλο

Πόσο ανακουφιστικό είναι το σκοτάδι.
Θυμάμαι τον γιατρό να προσπαθεί να καταλάβει τι φοβάμαι, τις φοβίες μου
να με ρωτάει τι σχέση έχω με το σκοτάδι;
να του απαντάω "εξαιρετική"
να νομίζει πως ειρωνεύομαι
να του εξηγώ πως μιλάω σοβαρά.

Το σκοτάδι είναι ένα μαύρο, σέξυ, υγρό πράγμα.
Κάπως σαν το αγαπημένο σου εσώρουχο.

Σκέφτομαι, που λες, σκοτάδι
ένα υγρό πάτωμα που μετά από λίγη ώρα κολλάει
κι είναι σκεπασμένο με γόπες·
γόπες κόκκινου χρώματος

Ήθελα να σου δαγκώσω τον σβέρκο σχεδόν βίαια.
Δεν ήθελα να σου γλείψω το αυτί αργά.
Ήθελα να μπήξω τα δόντια μου στον σβέρκο σου.
Το σκοτάδι με κάνει να θέλω τέτοια πράγματα·
το αλκοόλ επίσης.

υγρά πατώματα
υγρά εσώρουχα
υγρά μάτια
υγρά παρμπρίζ.

Όλα μ' αρέσουν περισσότερο όταν βρέχονται.

Στεφανία Ιναρτάκ

Ο γείτονας

Ο γείτονάς μου είναι μαέστρος. Διευθύνει την ορχήστρα των ψιθύρων πίσω από την πλάτη μου. Ευδοκίμησε το ψέμα του και βγάζει καρπούς από αγκάθια και πέτρες. Κι όσο για την κωλοτρυπίδα του κι αυτή τεράστιο αυτί έχει βγάλει.

Θανάσης Πάνου

Ήρθε πάλι

αυτή η ώρα ήρθε πάλι
για να σε διώξω απ’ τη ζωή μου, έστω για λίγο
για να μη γίνομαι σκουπίδι, σκέτο χάλι
κάθε βράδυ που ξεχνάς την ύπαρξή μου πριν να φύγω (και)
το ξέρω πάλι, θα χωρίσουμε τους δρόμους
μια εσύ, μια εγώ, δε θυμίζει πια κρυφτό.
Ξέρουμε καλά νομίζω, πια, πως για τους μόνους
δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι κάτι μυστικό.
Σε σιχαίνομαι, μέχρι το επόμενο πρωί
που θα μου ‘χεις μια εξήγηση για όλα κατευθείαν
μα, ξεχάστηκες, δεν ήτανε η λύση μας εκεί
πρέπει να αναλάβω πάλι μια εν ψυχρώ δολοφονία.
Δεν πειράζει, κάπως θα βρούμε και τον τρόπο
κατά τα άλλα να υπάρχει έστω μία ισορροπία
είναι άρρωστοι οι κανόνες - δε χωράει λογική
μου θυμίζει παιδικό παιχνίδι με αίματα και βία.
Κάτι τέτοιες ώρες θέλω μόνο να ξεχάσω
να βυθιστώ μέσα σε σκέψεις και να φτάσω
σε ένα νησάκι που δε ξέρεις άλλος κανείς
κι εσύ πάλι ψιθυρίζεις πως θες να ‘ρθεις να με βρεις.
Παραιτούμαι, δε θέλω να το βρούμε, δε μπορούμε
δε γίνεται να συνεχίσουμε έτσι όπως ζούμε
δε μπορούμε, να βρούμε κάτι, κάπως να πιαστούμε
πεθαίνω κάθε μέρα κι εσύ θες να προσποιούμαι.
Ζήσε μια ζωή όπως τη θες κι όπως σου αξίζει
μήπως βρω κι εγώ εκείνα που ‘θελα καιρό.
Δε με παίρνει άλλο, ρόδα είναι και γυρίζει
συγκρατήσου και, το ξέρεις, πως κι εγώ θα κρατηθώ.
Βάλε τα καλά σου απόψε, πήγαινε μαζί τους
ξέχνα τα δικά μου, τα δικά μας, όλα αυτά.
Κι αν με αναφέρεις σε κάποια συζήτησή τους
μη ξεχάσεις να τα πεις με λόγια όμορφα κι απλά.

Πελώριο κβάντο

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Κοίταξέ με

Κοίταξέ με. Δες τα μάτια μου. Όχι την όψη μου. Δες τι κρύβεται πίσω από τους αισθητηριακούς υποδοχές του κόσμου μου. Δες την ψυχή μου. Αγνή, ατόφια, παλλόμενη. Την ακούς που σου φωνάζει;
Κοίταξέ με. Κοίτα με καλά. Προσεκτικά. Όχι φευγαλέα, όπως κάνεις με τους περαστικούς στο δρόμο. Δες τα ψεγάδια, τις ρυτίδες μου, τη ζωή μου που χαράσσεται απαλά στο δέρμα μου.
Κοίταξέ με. Κοίτα εμένα. Όχι εσένα. Όχι το είδωλό σου που καθρεπτίζεται στα μάτια μου. Όχι τις αναμονές, τις ψευδαισθήσεις, τις ανασφάλειές σου. Πρόσεξε το δικό μου εαυτό, απογυμνωμένο από τις δικές σου αντανακλάσεις και προσδοκίες.
Κοίταξέ με. Δες και το φως. Δες τις σκιές που διαγράφει η σιλουέτα μου. Πρόσεξε τώρα, μπορείς να διακρίνεις; Δεν είναι μία φιγούρα που λικνίζεται στις ακτίνες του ήλιου. Είναι δύο. Δες μας μαζί, να πορευόμαστε στη ζωή.
Κοίταξέ με. Φέρε το βλέμμα σου πάνω μου. Δεν είναι προσταγή, μα παράκληση. Σου ζητώ να με δεις. Μου αρκεί αυτό. Δε χρειάζονται λέξεις. Να δεις τη ζωή μέσα από μένα, μέσα από μας.


Χαρά Κουλοπούλου

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Ενεργός τώρα


Πράσινη κουκκίδα
Η μάχη αρχίζει
Τα δάχτυλα σου με
Γράφουν
Και με
Σβήνουν διαρκώς
Αποστολή
Παραδόθηκε και προσεχώς
Θα διαβαστεί
Διαβάστηκε
Ενεργός πριν ένα λεπτό
Αυλαία

Ελένη Ποτούρη

Ανώνυμο


Νιώθω μια σκιά
κεντημένη από τις σκοτεινότερες σπηλιές της γης
μέσα μου.
Κατά καιρούς
θαρρώ πως αισθάνομαι τα κοφτερά
βρώμικα νύχια της
ανάμεσα στα στήθια μου
να προσπαθούν να με σκίσουν στα δυο,
να ελευθερώσουν
αυτή τη φοβερή πτυχή του εαυτού μου.
Πολλές φορές το κατευνάζω
μα
τα ιδρωμένα μου δάχτυλα
δεν μπορούν να με βοηθήσουν
πια.

Ανδρονίκη Μανουρά

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Τα παράσιτα


Κυλιέμαι.
Κυλιέμαι στο φως
το χαοτικό.
Κρατιέμαι.
Κρατιέμαι απ' του μυαλού μου
την κλωστή.
Κοιτιέμαι.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη
τον θαμπό
να δω του εαυτού μου
την αληθινή μορφή.
Ψαρεύω.
Ψαρεύω μεσ' την λίμνη
συναισθημάτων.
Για να βρω
την αληθινή πηγή
του πόνου.
Γελιέμαι
απ' τα παράσιτα
του μυαλού
γελιέμαι
απ' τα παράσιτα
του κόσμου
Σωπαίνω
ν' ακούσω τους παλμούς της δικής μου καρδιάς.
Σωπαίνω
σωπαίνω
σωπαίνω.

Αγγελική Σπανδωνίδου

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Περί θανάτου.


Είναι κάποιοι δρόμοι που μυρίζουν πεύκο
και κάποιοι άλλοι που πασχίζεις να τους αφήσεις πίσω σου.
Είναι κάποιες μελωδίες που σε παγώνουν
και κάποιες άλλες που σε προσβάλλουν με τρόπο ανεπανόρθωτο.
Είναι κάποιες λέξεις που σε ανατριχιάζουν
κι άλλες που σε θυμώνουν σα παιδί που χάνει το γέλιο του.
Είναι κάποιες μέρες που θέλεις να πετάξεις
και κάποιες άλλες που νιώθεις το θάνατο να σε ζυγώνει.

Αναστασία Κατσαρού

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Λάθος στροφή


Πόσο εύκολο να χάσεις τον δρόμο
Το δύσκολο είναι να έρθεις μαζί μου στη λάθος στροφή
Εκεί που δεν υπάρχουν ταμπέλες να σε καθοδηγήσουν
Εσύ πήρες τα τσιγάρα σου και έφυγες.
Μαζί με αυτά πήρες και την αξιοπρέπεια μου.
Τώρα πια καπνίζω και ‘γω.
Μαζί με τα πνευμόνια μου καίω και το μυαλό μου
Σχεδιάζαμε ταξίδια μαζί και εσύ σχεδίαζες το φευγιό σου μόνη σου
Ξέρεις κάτι; Δεν μου λείπεις. Μόνο που πονάω όταν ξυπνάω
Κάνε κάτι για αυτό. Μου το χρωστάς.
Να, για παράδειγμα μπορείς να λες στους κοινούς φίλους πως πέθανα.

Edgar

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Σαρκοφαγία



Γευμάτιζα σ ένα καθώς πρέπει εστιατόριο
πατζαροσαλάτα και ρεβυθοκεφτέδες
και για λίγες στιγμές
λησμόνησα το πρόβλημα της ύπαρξης

ή πως

έκοψα το κρέας για να
σταματήσω να τρώγομαι με τις σάρκες μου.

                                                     Βιζ

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Μάλλον λάθος πόρτα


κάθισα σε ένα πεζούλι κοιτούσα γύρω μου ήμουν η κατσαρίδα στο πεζοδρόμιο
και δάγκωνα τον ασβέστη από τους τοίχους θόρυβος εξάτμισης σαν να είμαι ξένος
είμαι ξένος
οι άνθρωποι είναι τέρατα με μεγάλες κεραίες από τηγανιτό λάδι ήθελα μόνο να ξεκουραστώ I’m tired I said εντ νομπάντι λίσεντ
περπατούσα και περπατούσα δεν τελειώνουν ποτέ
αυτές οι σπείρες
σεμεδάκια και τατιάνες παντού
θέλω να βάλω το νύχι στο λαιμό μου και να βγάλω τη γέννησή μου
τι ήταν πριν τι είναι τώρα
έτη αντικυβερνητικού στοχασμού στο καζανάκι
και ένα πλακάκι στραβό μονάχα με κοιτά

Ξυστός

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Φλεγμονή



Φλεγμαίνει το είναι μου.
Συστηματική φλεγμονή, εντόνως επικίνδυνη.
Η σιωπή είναι.
Ανοίγω το στόμα να φωνάξω,
να γεμίσω το δωμάτιο με φωνές
να διώξω τη σιωπή σου.
Πάλι ξέχασα πως φεύγοντας
έσκισες τον λαιμό μου,
δεν έχω πια χορδές,
μου πήρες τη φωνή μου.
Τίποτα δεν πάλλεται πια εκεί.
Εκπνέω τον αέρα που μου άφησες.
Σιωπή.
Δεν έχω αέρα να εκπνεύσω,ακούς?
Γέμισε ένα δωμάτιο ολόκληρο αυτή η σιωπή,
δεν άφησε χώρο για τίποτα άλλο.
Αργοπεθαίνει η μνήμη μου από ασφυξία.
Θα μου κρατάει το χέρι η σιωπή σου
μέχρι να τελειώσει το οξυγόνο.
Μέχρι να μην θυμάμαι πια.
Να μην θυμάμαι πια.
Να μην θυμάμαι.
Να μην.
Να.

Αντίο.

Ροζάνα Λα

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Μεγάλη Ασυμφωνία


σε είδα ολόκληρο να χύνεις με τα μάτια μου
με τη γλώσσα κουβεντιάζαμε στο σώμα
και όλα γύρω μας τραπέζια σκεύη τρικυμία
κι ένα άρρωστο συναίσθημα φόβου
για το επικείμενο τέλος

Άννα Κάτακ 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Διάλογος του προδότη με το Ον



Σ.Κ.: Ποιος δικός μας;
σαν τους μπάσταρδους κανείς
φυλή της λασπωμένης Γης
μη τρίζουν τα κόκαλα των
γνήσιων ανθρώπων
όχι σαν μακάβρια παράσιτα
σα ζούμε τώρα στα «όομα» του
αφομοιώνοντας, πάντα λαγνά
κολυμπώντας με τον κύριο ψέμα
κοροϊδεύοντας τον, μέγα εαυτόν
εμείς τώρα, αυτός τότε, σχέση καμία
δυο κόσμοι ανάποδοι, του όντος κρυψολαγνεία:

Α.: Ον, βλέπεις; Μιλάω, δες
ένας άχρηστος κουνάει το κεφάλι του
περιμένει το ποτήρι του, φοβάται το ποτήρι του
συ ει, η αλήθεια που εκφράζεται απελπισμένα
στην ώρα επαφής μας, με τον καθένα, ψυχολογώντας


Ον, σου μιλάω, ίσως μάθεις κάτι, άκου
του τρελού του πίσω δωματίου, τα αερολόγια
να πίνει νερό στο όνομα της παράνοιας του κρύου
αφιερώνει τραγούδια στο φανταστικό, εδώ κόσμεχειροκροτάμε
φοριέται, ανάποδα φοριέται η μπλούζα σου, μικρέ μου φίλε


Ον, τότε τραγουδούσαμε, ακόμη τραγουδάμε
στα πιο αισχρά χαρακώματα μιας απύθμενης ντροπής
στο πιο ανεπαίσχυντο κοινό της ειδεχθούς πραγματικότητας
με τα πιο κολασμένα όργανα της καταραμένης θλίψης
αφιερωμένο, ον, αφιερωμένο στις ελπιδοφόρες κόρες που πονάω

Άγγελος Ηλιάδης

Επαίρεται.


Κομπάζει διαρκώς
(το γιώτα αυτό καταμεσής
για χρόνια το αγνοεί).
Το στόμα του,
τα κοραλλιά τα χείλη,
πως αγκαλιάζουν τρυφερά
το κάθε γράμμα,
την κάθε συλλαβή!
Πομπώδεις λέξεις,
έντονες χρησιμοποιεί
κι ανάγει τις παρόλες του
σε λόγια τάξεως πρώτης,
τί ματαιότης!
Με βλέμμα υψιπετές
επαίρεται,
μα μέσα του θρηνεί,
για τίποτα δε χαίρεται.

Μύκονος, Φεβρουάριος 2016.
Stratos Alismonitos

Εγώ, ο σαρδανάπαλος



Εν αρχή αφομοιώνομαι στο ανένταχτο
προσδιορίζομαι επιθετικά και χωρίς να ορίζω
ορίζομαι ως ένας

εν συνεχεία περιπλέκω την ύλη
εμπαίζω τα συναισθήματα τροφοδοτώντας ανδρείκελα
γεννάω τέχνη κι αυτοστιγμεί την κατακρεουργώ

εν γένει ήμουν το χάος, η σκέψη,
ο λόγος,
το άλογο, το παράλογο, το εύλογο
έγινα η αρχή, η μέρα, το μεσημέρι, τ'απομεσήμερο
θα υπάρξω ως νύχτα

Εν τέλει, δεν είμαι καν
εγώ,

Stratos Alismonitos

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Αρκετές λάμπες

ναι τα πιο λεφκα φωτα της βιβλιοθηκης, οχι οι σκιεροί δρόμοι της πολης που μεγάλωνα, οχι οχι. τα φωτα εδω, πυροδοτουν δίνες, παραλλίες, σκοποβολή, με πετυχένουν στο λεμο με πετυχαίνου ξώφαλτσα στο κεφαλόσκαλο και σουμα, χωμα λεξεις τριγμοι,
μου λέγει, τελικά: όλοι αλεθονται, οι ανθρωποι ερχονται και διασκεδαζουν μασανε φτυνουν πανω μεσα γυρω παντου, πυγολαμπιδες ψυχοραγουν εγω εσυ εσυ εσυ εσυ εσυ εσυ εγω, ψυχοραγουν, παραμονευουν τα παθη παντα παντα περιμενουν, δεν μιλαω, αν μιλησω ολα θα καταστραφουν, μπαινω κατω απο δεκα κιλα κοπρια, ανασαινω οργανικη λαμπερη επιδερμιδα, αναπνεω αργα, μασασ αργα αργα. χορευω καν καν με το σαγονι ιχουν αχοι κ μεις μαζι σ ενα φλυτσανι τσάι τσίντσερ λεμον, ηχω κι εγω βαριανασώ και μεστην ακρατη σιωπη που μου ειπανε να κρατησω για μια βδομαδα θεραπια, γευομαι το μελλον ινε στυφο στινγκο παρατολμο, ειναι αποτυχια, περιμενε βιαζεσαι, ειναι καταστροφη, η καρδια τρυπιμενη, και εγω και συ και συυυ. ναι τι.

Φουαβώ Επινάρ

Ασφυξία



Όλοι τη φωνάζαν ασφυξία
στον δρόμο την κοιτούσαν οι περαστικοί
κάνε κουράγιο της είπαν
κρεμάσου από το σκοινί
όλο και κάποιοι θα ‘ρθουν να σε σώσουν

κι αυτή περίμενε μες στη βροχή
μέχρι που έφτασε μια στιγμή
και στον θεό απευθύνθηκε
μέχρι να βρει την τελευταία της
αναπνοή από τον θάνατο για να σωθεί
μην και οι εφιάλτες της να την προδώσουν

καμιά δεν έλαβε απάντηση ποτέ
ώσπου στο σούρουπο έγινε μπλε
από την πίεση στο λαιμό στο σώμα
βαθιά χαράματα πέφτει σε κώμα
κι έρχονται γείτονες και την κρατούν
μη φύγεις μόνη τη χαιρετούν
και τη μαζεύουν μη και μυρίσει
το πτώμα το άρρωστο μη και σαπίσει

Κλέλια Φρονιμάδη

Γιατί δεν θέλω να πεθάνω



Αυτά τα χείλη σου
που σαν σαράκι
τα τρώω κάθε πρωί
τις φλέβες που σου
χαϊδεύω τ’απομεσήμερο
τα στενά του κορμιού σου
που τα περιδιαβαίνω
τακτικά

αυτά σκέφτομαι
πριν πατήσω τη σκανδάλη
και είναι ένα υπόγειο σκοτεινό
που με περιβάλλει
ο κόσμος θαρρεί πως
βλέπει τον ήλιο
αλλά είναι όλα κρύα
παγωμένα
και ο καπιταλισμός
μας τρώει τα σωθικά

Σαντιάγο Ροβέρτο

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Καλοκαίρι/Αύγουστος 2016


Οι βραδινές κουβέντες με τη θάλασσα πλάι στα μουράγια γεμίζουν αλμύρα το στόμα μου. Ο παφλασμός των κυμάτων σκορπάει σταγόνες στο πρόσωπο μου. Μπαίνουν στα μάτια μου και με τρυπάν, με τσούζουν. Κι είναι όπως κάθε φορά που θυμάμαι κι όπως κάθε φορά που ξεχνάω, όπως κάθε φορά που θέλω να ξεχάσω. Αλμύρα και σεβντάς σε όλο μου το πρόσωπο, όλη ή θάλασσα που κρύβω και με πνίγει βγαίνει από μέσα μου, κοκκινίζει τα μάτια μου.
Κοκκινίζουν και τα στόματα καμία φορά, αυτά από έρωτα και κάθε που βγαίνουν τα κεράσια τον Μάη και αφήνουμε τις ψυχές μας να αναστενάξουν στο λιόγερμα.
Θέλω πολλά να σου πω,οι σκέψεις μου χάνονται, ξεχνάω και κάποτε τα πράγματα μένουν τόσο σιωπηλά που είναι βέβαιο ότι θα ήθελαν να μιλούσαν, αλλά έχουν χαθεί, έχουν γίνει αέρας και αν αυτός ο αέρας σε κρυώνει είναι γιατί ή ιστορία που σου γράφω μπορεί και να είναι θλιβερή!

Σοφία Ρουμπαγιάτ