Μέρος Ι: "Έρωτας"
Υποτάσσομαι με μια ενδελεχούς αυτοκαταστροφή μέσα στο κορμί σου,
"κάνε με μονάχα να πονάω" σου λέω "θέλω όταν πεθάνω να πάρω μαζί μου τα σημάδια σου,
θέλω όταν πεθάνω το σώμα μου να έχει σχισμένες σάρκες και ανοιγμένες φλέβες
από τα νύχια και τα δόντια σου, θέλω όταν θα λείπεις μακριά
να χαϊδεύω τις πληγές και να γιορτάζω έναν ακόμη θάνατο πάνω στο κορμί μου."
Αυτές τις στιγμές της ίασης,
αυτές τις στιγμές της σήψης,
αυτές τις στιγμές της ηδονής
που καταστρεφόμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου,
και όταν κοιμόσουνα εγώ ξαγρυπνούσα πλάι σου και σου ψιθύριζα:
"άσε με να σκορπίσω λίγο ακόμη φως μέσα στον κόσμο σου
για να μπορώ να σε κοιτάζω στα σκοτεινά όταν θα κοιμάσαι,
άσε με να πνιγώ μέσα στο παραμιλητό σου
για να μην έρθει ποτέ ξανά η αυγή..."
και είναι τόσα ακόμα που θέλω να σου πω
μα οι λέξεις κρέμονται στον λαιμό μου σαν θηλιές
και δεν βγαίνουν από τα χείλη,
όμως ξέρω πως όταν τα λόγια χάνουν τη σημασία τους
μονάχα τότε είναι που εμείς γινόμαστε ένα.
Θυμήσου τους αναστεναγμούς μας που ηχούσαν τόσο όμορφα στα μισοσκότεινα δωμάτια,
που έκλειναν από μόνα τους τα μάτια και έμενε μονάχη της η Μουσική να μας κοιμίζει,
ύστερα που ξημέρωνε αργά, και εκεί που η Σελήνη συναντούσε το φως της αυγής,
εκεί είναι που εμείς πεθαίναμε αγκαλιά για να μείνουμε μαζί για πάντα...
Μέρος ΙΙ: "Μοναξιά"
Τώρα που είσαι όταν οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας νεκρώνουν από τη βροχή?
όταν οι νευρωτικές χαρακιές στις φλέβες ανοίγουν ξανά για σένα?
όταν νυχτώνει και οι μελωδίες ηχούν σπαρακτικά μέσα στα αυτιά μου, για σένα?
Που είσαι όταν δεν είσαι εδώ?
Στερήθηκα την παρουσία σου,
την ομορφιά των χειλιών σου,
τον ήχο της σιωπής σου.
Στερήθηκα την αρμονία της ύπαρξής σου,
στερήθηκα εσένα και ό,τι έχω μάθει να αναιρώ μέσα στο κορμί σου.
Τώρα κάθε φορά που νυχτώνει μένω μόνος να κυνηγάω τις σκιές
που αφήνει πίσω του το φως, σε βρίσκω εκεί,
κάπου ανάμεσα στις σκιές, σε καπνούς και μελωδίες κλαις μοναχή.
Ένα απέραντο νεκροταφείο έγινε το κορμί σου
και εγώ τόσο μικρός, τόσο ζωντανός
πως να σε αγκαλιάσω?
Μια αργόσυρτη, μακάβρια μελωδία η φωνή σου
και εγώ μονάχα μια ξεχασμένη της νότα στην άκρη των χειλιών σου,
άσε με τουλάχιστον να την τραγουδήσω
πριν ξημερώσει άλλη μια μέρα στη νεκρή αγκαλιά σου,
μείνω μόνος και καταλάβω πως είμαι ακόμα ζωντανός...
Μα δεν προλαβαίνω, ξημερώνει, οι φιγούρες όλες χάνονται μπροστά στα μάτια μου,
δεν προλαβαίνω να ζήσω, ξημερώνει, χάνω το κορμί σου μέσα από τα χέρια μου,
και όταν, στο ημίφως πλέον, ξανακοιτάζω τη φωτογραφία σου
που είχα όλη νύχτα αγκαλιά στο στήθος μου,
με πιάνουν τα κλάματα,
μα πως χωράει τόση θλίψη, τόση μοναξιά
μέσα σε ένα τόσο μικρό κομμάτι χαρτί?
και όλες αυτές οι σιωπές πως γίνεται
να έχουν ακόμα μέσα τους εγκλωβισμένη τη φωνή σου?
Μέρος ΙΙΙ: "Νοσταλγία"
Νύχτα αγέλαστη, σημαδεμένη,
εσύ είσαι που κρατάς αιώνιες τις στιγμές
και ανέλπιδες τις ελπίδες,
εσύ ήσουν που στον τελευταίο αποχωρισμό της
με πήρες αγκαλιά και μου ψιθύρισες γλυκά:
"μη φοβάσαι, αυτός ο πόνος δε θα τελειώσει ποτέ, θα σε καταστρέφει για πάντα."
Τώρα πλέον έμαθα να ζω απ'την αυθυπαρξία των τρελών
και απ'τα τραγούδια των μεθυσμένων έμαθα την αλήθεια,
έμεινα μόνος και έγινα η Μουσική όλων
των απελπισμένων πραγμάτων γύρω σου για να με θυμάσαι
και τα ξυράφια χαϊδεύουν δεσποτικά τις πληγές μου για να μη σε ξεχάσω ποτέ.
Τη μοναξιά, φως μου, μόνοι μας την επιλέξαμε...
Μου λείπεις ακόμα,
σε ευχαριστώ όμως για όλο τον πόνο
που μου χάριζες κάθε νύχτα που ήσουν μακριά μου,
όλες τις νύχτες που ήσουν μακριά μου,
σε ευχαριστώ για την απόλαυση της εγκατάλειψης σου,
για την επιδείνωση της σχιζοφρένιάς μου,
σε ευχαριστώ που δεν είσαι πια εδώ.
Πάντα κάποιοι θα μένουν πίσω να θυμούνται αυτά που έχασαν,
γι'αυτό και σκαλίζω στα κρυφά μια μάσκα με το πρόσωπό σου,
έτσι, για να ξεγελιέμαι τις νύχτες πως είσαι ακόμα εδώ και να χαμογελάω,
γιατί, ποτέ δεν ήμουν εγώ, εδώ, ολόκληρος,
πάντα σε άλλους πόνταρα τη ζωή μου...
Μέρος ΙV: "Θάνατος"
-Ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι με αλκοόλ έχει μείνει, άδειο το δωμάτιο
και δίπλα μια ψυχή να φωνάζει απεγνωσμένα "γιατί;".
Δεν υπάρχει πια αγκαλιά που να αντέχει το κορμί του...
Απόλλωνας Τσέρνας